Με τη συμβολή των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους έχει εμπεδωθεί στην Ελλάδα, ως «κοινή λογική», η αντίληψη ότι η σύγχρονη Τουρκία είναι ένα μονίμως επιθετικό και επεκτατικό κράτος, που συνήθως κρύβεται πίσω από τον ιμπεριαλισμό.
Όμως η ιστορία δείχνει μια διαφορετική πραγματικότητα: στους πέντε πολέμους μεταξύ των δύο χωρών (δύο παγκόσμιους, δύο βαλκανικούς και τη Μικρασιατική εκστρατεία) το ελληνικό κράτος συντάχθηκε με το στρατόπεδο των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν μέσα στους νικητές και με αυτόν τον αιματηρό τρόπο τριπλασίασε την έκταση και υπερδιπλασίασε τον πληθυσμό του. Στον μοναδικό πόλεμο (1897) που δεν ενεπλάκησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, το ελληνικό κράτος γνώρισε γρήγορη και ντροπιαστική ήττα.
Στην κοινή γνώμη στην Τουρκία έχει, με ανάλογο τρόπο, εμπεδωθεί η αντίστροφη εκτίμηση: ότι η σύγχρονη Ελλάδα, με την υποστήριξη του δυτικού ιμπεριαλισμού, υπήρξε βασική επεκτατική μηχανή, ο κατεξοχήν ωφελημένος «παίκτης» από τον ιμπεριαλιστικό χειρισμό του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή το διαμελισμό της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των σύγχρονων αστικών κρατών που τη διαδέχθηκαν και με κυρίαρχο κριτήριο τα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Στη σύγχρονη (μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ) τουρκική διπλωματία είχε ανακηρυχθεί σε απαραβίαστο δόγμα η αρχή της αποφυγής συγκρούσεων με την Ελλάδα, αν δεν είχε διασφαλιστεί τουλάχιστον η ουδετερότητα των Μεγάλων Δυνάμεων...
Το διαρκές συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ των δύο χωρών υπήρξε ένα από τα βασικά διπλωματικά «εργαλεία» (διαίρει και βασίλευε) για την πραγματική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι αστικές ηγεσίες και στις δύο όχθες του Αιγαίου το αντιλήφθηκαν σε μία μόνο ιστορική «στιγμή», όταν διέθεταν ισχυρές ηγεσίες. Στα 1928-32 ο Βενιζέλος εδώ και οι Ατατούρκ-Ινονού στην Τουρκία αντιλαμβάνονται την ανάγκη να δοθεί τέλος στην πολιτική του εδαφικού επεκτατισμού, να δοθεί έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη και στον κρατικό εκσυγχρονισμό, να διεκδικηθεί ένα ελάχιστο όριο ανεξάρτητης στάσης απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, εν όψει των τρομερών διεθνών συγκρούσεων που ολοφάνερα έρχονταν. Στις 30/10/1930 υπογράφεται το σύμφωνο Βενιζέλου-Ινονού (Σύμφωνο Φιλίας) και στις 14/9/1933 υπογράφεται η Εγκάρδια Συνεννόηση (που εγγυάται το απαραβίαστο των συνόρων και ενταφιάζει τη Μεγάλη Ιδέα). Στο μεταξύ ο Βενιζέλος έχει προτείνει για το Νόμπελ Ειρήνης τον... Κεμάλ Ατατούρκ! Αυτή η φωτεινή εξαίρεση λειτούργησε ευεργετικά και για τις δύο χώρες, που αντιμετώπιζαν βαθύτατες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις, αλλά ήταν καταδικασμένη να χαθεί μέσα στις φλόγες του επερχόμενου Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τη Λοζάνη στο 1974
Η ρύθμιση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών καθορίστηκε στη Συνθήκη της Λοζάνης (24/7/1923) με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την υπογραφή της ΕΣΣΔ.
Εκεί καθορίστηκαν τα χερσαία σύνορα και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών με βάση το θρήσκευμα και στόχο τη μετάβαση σε σχετικά ομογενοποιημένα αστικά κράτη. Στη Λοζάνη καθορίστηκε και ένα ζήτημα που στη μετά το 1974 περίοδο έχει γίνει κρίσιμο: η κυριαρχία στο Αιγαίο. Η Συνθήκη δίνει στην ελληνική κυριαρχία έναν μεγάλο αριθμό νησιών τα οποία αναφέρονται ονομαστικά, δίνει την Ίμβρο και την Τένεδο στην Τουρκία, κατοχυρώνει την ελεύθερη και ανεμπόδιστη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο για τα εμπορικά αλλά και πολεμικά πλοία (φανερά τα συμφέροντα των Μεγάλων, αλλά και της ΕΣΣΔ), ενώ υπογραμμίζει ότι για τη διευκρίνιση της κυριαρχίας επί υπολοίπων ζητημάτων προϋποτίθεται νέα συνθήκη με την αναγκαία υπογραφή όλων των «εγγυητών» της Λοζάνης.
Η Λοζάνη –μια συνθήκη που η Ελλάδα υπέγραψε ως νικήτρια– ήταν η βάση μιας στοιχειώδους σταθερότητας μέχρι το 1974.
Στα 1974, η ήττα του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο –με τρομερές ευθύνες της χούντας που μπήκε σε σύγκρουση με την κυπριακή αστική τάξη και την ισχυρή εκκλησία, προσπαθώντας να επιβάλει πραξικοπηματικά την ένωση– έδωσε την αφορμή για την εισβολή της Τουρκίας και την κατοχή ενός σημαντικού τμήματος της Κύπρου. Τίποτα δεν θα ήταν πλέον ίδιο στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η κατάρρευση της επιστράτευσης, τον Ιούλιο του 1974, απέτρεψε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο και οδήγησε στην άμεση πτώση της χούντας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι κυβερνήσεις της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ οργάνωσαν μια σταδιακή «αντεπίθεση» αναθεωρώντας μονομερώς το καθεστώς κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Λίμνη;
Οι κυρίαρχες ιδέες λένε ότι το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας δίνει τη δυνατότητα για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα (σήμερα διεθνώς αναγνωρισμένα) 6 ναυτικά μίλια στα 12 ναυτικά μίλια. Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό κράτος δεν καταφεύγει μονομερώς σε διεθνές δικαστήριο για να ζητήσει επίλυση του ζητήματος.
Και φρονίμως. Γιατί τα 12 μίλια ισχύουν ως γενική αρχή για τις λεγόμενες «ανοιχτές θάλασσες». Αντίθετα, για τις κλειστές θάλασσες, με αντιτιθέμενες χώρες που διεκδικούν δικαιώματα «προ-εκβολής», η μόνη αρχή είναι η... συμφωνία, που προϋποθέτει διαπραγμάτευση, ενώ δεν είναι λίγοι οι νομικοί που θυμίζουν ότι μια τέτοια «διαπραγμάτευση» σε διεθνές επίπεδο μπορεί να αρχίζει από τη «μέση γραμμή αποστάσεως» (25ος μεσημβρινός) και να αντιμετωπίζει μετέπειτα ζητήματα όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνουν τα νησιά κ.ο.κ.
Αυτό που αποκρύπτουν οι επίσημοι προπαγανδιστές είναι το γεγονός ότι τα 12 μίλια μετατρέπουν το Αιγαίο σε «κλειστή ελληνική λίμνη». Οδηγούν σε ναυτικό αποκλεισμό της Τουρκίας (που έχει δηλώσει ότι θα το θεωρούσε «αιτία πολέμου»), αλλά και σε σοβαρό περιορισμό της διεθνούς ναυσιπλοΐας, που θα εξαρτιόταν πλέον από τη συναίνεση του ελληνικού κράτους. Για παράδειγμα, μέχρι το 1989 κάθε σκέψη για τα 12 μίλια αποκλειόταν, λόγω των βέβαιων αντιδράσεων της ΕΣΣΔ που διατηρούσε «μόνιμο αγκυροβόλιο» πολεμικών πλοίων μεταξύ Κυθήρων και Αντικυθήρων. Αντιδράσεις έχει επίσης εκφράσει η Ιταλία, που διαθέτει ισχυρό αλιευτικό στόλο ο οποίος συνήθως ψαρεύει στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, του Μυρτώου, του Κρητικού Πελάγους κ.α.
Η αποχώρηση των Ρώσων και οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή (που έκαναν τη βάση στην Κρήτη πολύτιμη για τις ΗΠΑ) έχουν δημιουργήσει μια «ευκαιρία», που το ελληνικό κράτος αξιοποιεί, επιδιώκοντας μια σιωπηρή, μια de facto επέκταση της κυριαρχίας στα ύδατα και στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και των άλλων θαλασσών στα ανατολικά. Η Τουρκία, αντίστοιχα, επιχειρεί –με «όπλο» τις πτήσεις μαχητικών– να επαναφέρει την όποια βάση μελλοντικής διαπραγμάτευσης στη γραμμή του 25ου μεσημβρινού, ενώ δηλώνει ότι θεωρεί «γκρίζα ζώνη» όποιο ζήτημα δεν έχει λυθεί στη Λοζάνη.
Το αποτέλεσμα είναι ο ακήρυχτος πόλεμος «χαμηλής έντασης» στους ουρανούς και στις βραχονησίδες. Μια κατάσταση που βυθίζει και τις δύο χώρες σε κρίση (υποχρεώνοντας σε πρωτοφανή επίπεδα εξοπλισμών), ενώ κυρίως τις δένει στην ουρά των σημερινών Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως των ΗΠΑ.
Αριστερά
Μετά τη Μεταπολίτευση, η Αριστερά αποδέχθηκε την πίεση της εθνικής ενότητας πάνω στα ζητήματα «κυριαρχίας». Υπήρξαν φορές που καταψήφισε τον προϋπολογισμό του κράτους, υπερψηφίζοντας όμως πάντα τις πολεμικές δαπάνες, ακόμα και τα φαραωνικά σχέδια όπως η «αγορά του αιώνα» ή τους παραλογισμούς της εποχής του δόγματος «θα γίνουμε αστακός», στον καιρό της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ, που οι εξοπλισμοί ήταν η βάση του συστήματος της μίζας και της διαφθοράς.
Ένα τμήμα της κομουνιστικής Αριστεράς που παλιότερα χαρακτήριζε ως φασιστικό κάθε σύνθημα που οδηγούσε στη μετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική λίμνη σήμερα κάνει κριτική στην αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της για... ψοφοδεή στάση απέναντι στον ιμπεριαλισμό (αλλά και την Τουρκία), κατηγορώντας τους επειδή, τάχα, αρνούνται να επεκτείνουν τα «κυριαρχικά δικαιώματα» στα 12 μίλια. Είναι μια επικίνδυνη υπόκλιση στον ελληνικό εθνικισμό.
Όμως, στο μεταξύ η περιοχή έχει αλλάξει δραματικά. Ο πόλεμος στην Ανατολή, διά μέσου της Συρίας, έχει φτάσει κυριολεκτικά στην πόρτα μας. Η κρίση έχει βυθίσει την Ελλάδα στην κοινωνική ερήμωση, ενώ και στην Τουρκία είναι φανερό ότι ο «φωτεινός κύκλος» έχει τελειώσει ήδη. Η προσφυγική κρίση θα δοκιμάσει τις αντοχές –κοινωνικές και πολιτικές– και στις δύο όχθες του Αιγαίου.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, ο Αλέξης Τσίπρας –μετά τις «θερμές» επισκέψεις του στο κράτος του Ισραήλ και στους νέους δικτάτορες της Αιγύπτου– επισκέφθηκε την Τουρκία. Και μίλησε σαν ένας «κατεψυγμένος» Ανδρέας Παπανδρέου. Διατηρώντας παγωμένες τις θέσεις «αναμέτρησης» για την κυριαρχία στο Αιγαίο, παρά το προφανές κόστος και τους προφανέστατους κινδύνους. Δίνοντας δείγματα ογκώδους άγνοιας και έλλειψης επίγνωσης της ιστορίας (όπως το αμίμητο ότι το casus belli είναι κατάλοιπο της... δεκαετίας του ’60). Κυρίως όμως δείχνοντας την πρόθεση να συνεχίσει να χειρίζεται τα ελληνοτουρκικά με βάση τη δημαγωγική σκοπιμότητα της συμφιλίωσης με τον εσωτερικό πολιτικό «εθνικό χώρο».
Σε αντίθεση με όλα αυτά, η Αριστερά οφείλει να σπάσει το πλαίσιο υποταγής στον ανταγωνισμό για κυριαρχία. Να δηλώσει ότι η ειρήνη αποτελεί μείζον αγαθό για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις. Να προτείνει μια πολιτική φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που είναι προϋπόθεση για να βγουν οι λαοί της περιοχής από τη μιζέρια της υποταγής στους εμπόρους των όπλων και στους άρχοντες του ιμπεριαλισμού.
Αυτά που διακήρυξαν αλλά δεν μπορούσαν ή και δεν ήθελαν στην πραγματικότητα να κάνουν ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ παραμένουν υποχρεώσεις για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.