2β. Νέες πρακτικές για την γκρίζα ζώνη επισφάλειας και ανεργίας

Είναι δε­δο­μέ­νο ότι οι πα­λιές μορ­φές ορ­γά­νω­σης, στις οποί­ες ανα­φερ­θή­κα­με στο προη­γού­με­νο μέρος[1] και  οι οποί­ες αντι­στοι­χού­σαν σε άλλες επο­χές, δεν επαρ­κούν, όσο και αν εκ­συγ­χρο­νι­στούν και εκ­δη­μο­κρα­τι­στούν, ώστε να κα­λύ­ψουν συν­δι­κα­λι­στι­κά τους ερ­γα­ζο­μέ­νους σή­με­ρα. Η πλή­ρης απο­διάρ­θρω­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, σε συν­δυα­σμό με την εκτο­ξευ­μέ­νη ανερ­γία, την εκ πε­ρι­τρο­πής απα­σχό­λη­ση και την ετε­ρο­α­πα­σχό­λη­ση έχουν δη­μιουρ­γή­σει στρα­τιές ερ­γα­ζο­μέ­νων που δεν ερ­γά­ζο­νται μό­νι­μα σε μια επι­χεί­ρη­ση, ούτε καν σε έναν κλάδο. Συ­νε­πώς απαι­τού­νται βα­θιές επε­ξερ­γα­σί­ες για να βρε­θούν απο­τε­λε­σμα­τι­κές δομές ορ­γά­νω­σης για να κα­λύ­ψουν αυτό το κενό.

Θε­ω­ρού­με εκ των ων ουκ άνευ την έντα­ξη των επι­σφα­λώς ερ­γα­ζο­μέ­νων και των ανέρ­γων σε σω­μα­τεία, συ­ζή­τη­ση που έγινε σε με­γά­λο βαθμό και στα πρό­σφα­τα με­γά­λα συ­νέ­δρια του δη­μό­σιου τομέα (ΑΔΕΔΥ και ΠΟΕ-ΟΤΑ), αλλά δεν κα­τέ­λη­ξε σε λύ­σεις. Στην ΑΔΕΔΥ, η πρό­τα­ση για την έντα­ξη των επι­σφα­λώς ερ­γα­ζο­μέ­νων στα συν­δι­κά­τα έλαβε με­γά­λη πλειο­ψη­φία αλλά όχι άνω του ορίου της κα­τα­στα­τι­κής πρό­βλε­ψης και στην ΠΟΕ-ΟΤΑ οι δια­φο­ρε­τι­κές προ­τά­σεις προς αυτή την κα­τεύ­θυν­ση οδή­γη­σαν τε­λι­κά σε μη από­φα­ση. Η αντί­στοι­χη συ­ζή­τη­ση στη ΓΣΕΕ, στα Ερ­γα­τι­κά Κέ­ντρα και σε αρ­κε­τές ομο­σπον­δί­ες βρί­σκε­ται σε πολύ πιο πρώ­ι­μα στά­δια, με εξαί­ρε­ση ορι­σμέ­να σω­μα­τεία που εντάσ­σουν ανέρ­γους και επι­σφα­λώς ερ­γα­ζό­με­νους στη δύ­να­μή τους. Δεν έχουν πε­ρά­σει πολλά χρό­νια από τότε που το σω­μα­τείο των συμ­βα­σιού­χων ερ­γα­ζο­μέ­νων στα τη­λε­φω­νι­κά κέ­ντρα του ΟΤΕ είχε εκ­διω­χθεί από το συ­νέ­δριο της ΟΜΕ-ΟΤΕ.[2]

Μια άλλη εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κή πτυχή της ορ­γά­νω­σης αυτού του "γκρί­ζου" κομ­μα­τιού του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας αφορά τη δυ­σκο­λία συ­γκρό­τη­σης ταυ­τό­τη­τας. Έχει πα­ρα­τη­ρη­θεί πως όσοι αγω­νί­ζο­νται για τον βιο­πο­ρι­σμό τους, όσοι δεν έχουν ερ­γα­σία ή η ερ­γα­σία τους δεν έχει μια ελά­χι­στη εξα­σφά­λι­ση ως προς την προ­ο­πτι­κή της, είναι δυ­σκο­λό­τε­ρο να ασχο­λη­θούν με τα κοινά, καθώς ο αγώ­νας για την επι­βί­ω­ση τεί­νει να κα­τα­λαμ­βά­νει το σύ­νο­λο της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς τους. Ει­δι­κά στους μα­κρο­χρό­νια ανέρ­γους ή υπο­α­πα­σχο­λού­με­νους, η ανερ­γία έχει πολ­λα­πλές επι­πτώ­σεις σε όλες τις πτυ­χές της προ­σω­πι­κής και κοι­νω­νι­κής ζωής, με απο­τέ­λε­σμα η κι­νη­το­ποί­η­ση να δυ­σχε­ραί­νε­ται ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Στις πα­ρα­πά­νω προ­βλη­μα­τι­κές έρ­χε­ται να προ­στε­θεί και η αντί­λη­ψη των αν­θρώ­πων που βρί­σκο­νται σε πε­ρί­ο­δο "ερ­γα­σια­κής πε­ρι­πλά­νη­σης" με­τα­ξύ θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας χωρίς εν­δια­φέ­ρον ή σχέση με το αντι­κεί­με­νο των σπου­δών τους, οι οποί­οι τεί­νουν να θε­ω­ρούν ότι δεν θα βρί­σκο­νται για πολύ καιρό στη δου­λειά την οποία κά­νουν, και επο­μέ­νως δεν αξί­ζει να αγω­νι­στούν για τα δι­καιώ­μα­τά τους σε μια δου­λειά που θέ­λουν να αφή­σουν για να βρουν κάτι πιο δη­μιουρ­γι­κό, συ­να­φές με το επάγ­γελ­μά τους ή κα­λύ­τε­ρα αμει­βό­με­νο.

Υπάρ­χει όμως και μια δο­μι­κή αδυ­να­μία στα κι­νή­μα­τα που αφο­ρούν τον κόσμο της ανερ­γί­ας. Τα διεκ­δι­κη­τι­κά κι­νή­μα­τα συ­γκρο­τού­νται συ­νή­θως πάνω σε μια κοινή ταυ­τό­τη­τα των υπο­κει­μέ­νων που τα συ­να­παρ­τί­ζουν, ταυ­τό­τη­τα ως επί το πλεί­στον θε­τι­κή για αυ­τούς που την μοι­ρά­ζο­νται. Σε αντί­θε­ση με αυτό, οι κι­νή­σεις ανέρ­γων έχουν το μειο­νέ­κτη­μα ότι δια­μορ­φώ­νο­νται στη βάση μιας αρ­νη­τι­κής ταυ­τό­τη­τας, από την οποία οι φο­ρείς της θέ­λουν να απο­δρά­σουν. Για να το πούμε και πιο απλά, ένας άνερ­γος εν­δια­φέ­ρε­ται κυ­ρί­ως να βρει δου­λειά, και όχι να έχουν δι­καιώ­μα­τα οι άνερ­γοι, αφού η βα­σι­κή του επι­θυ­μία είναι να πάψει να είναι άνερ­γος και όχι να έχει κά­ποιες πα­ρο­χές λόγω της κα­τά­στα­σης στην οποία βρί­σκε­ται. Τα κλα­δι­κά ή ομοιο­ε­παγ­γελ­μα­τι­κά σω­μα­τεία έχουν τη δυ­να­τό­τη­τα να πα­ρά­γουν εγκλή­σεις σχε­τι­κές με τη θε­τι­κή ταυ­τό­τη­τα του αντι­κει­μέ­νου σπου­δών και της προσ­δο­κί­ας της επα­νέ­ντα­ξης στην ερ­γα­σία ώστε να συ­σπει­ρώ­νουν ανέρ­γους στον αγώνα για τα δι­καιώ­μα­τά τους μαζί με τους ερ­γα­ζό­με­νους, ώστε οι άνερ­γοι να έχουν την πε­ποί­θη­ση ότι τα κα­τα­κτη­θέ­ντα δι­καιώ­μα­τα θα τα απο­λαμ­βά­νουν και οι ίδιοι όταν κα­τορ­θώ­σουν να βρουν δου­λειά.

Προ­φα­νώς, όμως, η ορ­γά­νω­ση αυτή δεν επαρ­κεί. Υπάρ­χουν χι­λιά­δες άν­θρω­ποι που δεν μπο­ρούν να εντα­χθούν σε κά­ποιο υπάρ­χον σω­μα­τείο, ούτε να πε­ρι­μέ­νουν να φτια­χτεί αυτό για να διεκ­δι­κή­σουν. Υπάρ­χουν επί­σης ολό­κλη­ροι κα­τα­πο­ντι­σμέ­νοι κλά­δοι της οι­κο­νο­μί­ας που δεν πρό­κει­ται να ανα­κάμ­ψουν τα επό­με­να χρό­νια, όπως η οι­κο­δο­μή, και οι άνερ­γοι που έχει πα­ρά­ξει η κα­τα­κρή­μνι­σή τους είναι πολύ πιο πι­θα­νό να απορ­ρο­φη­θούν μελ­λο­ντι­κά σε άλ­λους το­μείς. Το γε­γο­νός ότι άνω του 70% των ανέρ­γων είναι πλέον μα­κρο­χρό­νια άνερ­γοι[3] επι­τεί­νει αυτήν την κα­τά­στα­ση. Είναι πλέον εκ­κω­φα­ντι­κή η ανά­γκη ορ­γά­νω­σης και με νέους τρό­πους.

Οι πρω­το­βου­λί­ες συ­γκρό­τη­σης  του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας με χω­ρι­κή ανα­φο­ρά, στις οποί­ες συμ­με­τέ­χουν και άνερ­γοι, προ­τάσ­σουν διεκ­δι­κή­σεις που αφο­ρούν τη ζωή στην πόλη και την πρό­σβα­ση σε κοι­νω­νι­κά αγαθά, όπως οι συ­γκοι­νω­νί­ες και ο πο­λι­τι­σμός. Οι πρω­το­βου­λί­ες αυτές απο­τε­λούν μια εκ­δο­χή του πει­ρα­μα­τι­σμού που λαμ­βά­νει χώρα στο πεδίο αυτό. Το ταυ­το­τι­κό στοι­χείο της χω­ρι­κής εγ­γύ­τη­τας, της ζωής στις ίδιες γει­το­νιές και πε­ρι­βάλ­λο­ντα, πα­ρέ­χει την επι­πλέ­ον δυ­να­τό­τη­τα να συ­νευ­ρί­σκο­νται άν­θρω­ποι με πα­ρό­μοιες αγω­νί­ες και εμπει­ρί­ες. Με­ρι­κές φορές έχουν δη­μιουρ­γη­θεί συ­νερ­γα­τι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα από τους κόλ­πους τους, δί­νο­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα σε κά­ποιο κόσμο να επι­χει­ρή­σει να βρει ο ίδιος απά­ντη­ση στο πρό­βλη­μα της έλ­λει­ψης ερ­γα­σί­ας.

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια ξε­πη­δούν διαρ­κώς πρω­το­βου­λί­ες νέων - κυ­ρί­ως - αν­θρώ­πων που επι­χει­ρούν να ορ­γα­νώ­σουν τον αγώνα τους και κι­νού­νται με­τα­ξύ ανερ­γί­ας, επι­σφα­λούς απα­σχό­λη­σης, ετε­ρο­α­πα­σχό­λη­σης και "κι­νη­τι­κό­τη­τας" χωρίς στα­θε­ρό ερ­γα­σια­κό ση­μείο ανα­φο­ράς. Το "Δί­κτυο επι­σφα­λώς ερ­γα­ζο­μέ­νων και ανέρ­γων" πα­λιό­τε­ρα (συ­νε­χί­ζει να δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη σή­με­ρα), οι V for Voucherά­δες, η ATTACK, οι "Ενερ­γοί- Άνερ­γοι", και πιο πρό­σφα­τα η Generation400, αλλά και πολ­λές συ­σπει­ρώ­σεις με ανα­φο­ρά στον αναρ­χι­κό/αντιε­ξου­σια­στι­κό χώρο, απο­τε­λούν κι­νή­σεις σε αυτή την κα­τεύ­θυν­ση. Οι πρω­το­βου­λί­ες αυτές έχουν πολύ με­γα­λύ­τε­ρη ικα­νό­τη­τα από τον "επί­ση­μο" συν­δι­κα­λι­σμό να αφου­γκρά­ζο­νται τον παλμό αυτού του κοι­νω­νι­κού τμή­μα­τος, λόγω της ηλι­κια­κής και της γε­νι­κό­τε­ρης κοι­νω­νι­κής τους σύν­θε­σης. Αντί­θε­τα από  τις γρα­φειο­κρα­τι­κές ηγε­σί­ες, συ­να­πο­τε­λού­νται από κόσμο που είναι κομ­μά­τι αυτού που θέλει να ορ­γα­νώ­σει και να εκ­φρά­σει.

Την ίδια στιγ­μή, η πο­λυ­διά­σπα­ση, κυ­ρί­ως λόγω δια­φο­ρε­τι­κής πο­λι­τι­κής ανα­φο­ράς, δη­μιουρ­γεί προ­σκόμ­μα­τα σε μα­ζι­κή απεύ­θυν­ση, μια πο­λυ­διά­σπα­ση που βρί­σκε­ται εμ­φα­νώς πίσω από τις πραγ­μα­τι­κές ανά­γκες της συ­γκυ­ρί­ας. Τέ­τοιες πρω­το­βου­λί­ες δεν μπο­ρεί και δεν πρέ­πει να λει­τουρ­γούν ως ευ­ρύ­τε­ρες κομ­μα­τι­κές συ­σπει­ρώ­σεις είτε ως διέ­ξο­δος πο­λι­τι­κών υπο­κει­μέ­νων που δεν έχουν άλλο χώρο ανα­φο­ράς για την πο­λι­τι­κή τους επι­βί­ω­ση και πα­ράλ­λη­λα να τα­λα­νί­ζο­νται  από διαρ­κείς εσω­τε­ρι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις για τη μία ή την άλλη πλευ­ρά της "γραμ­μής" τους, οι οποί­ες ελά­χι­στα αφο­ρούν τα αντί­στοι­χα κοι­νω­νι­κά ακρο­α­τή­ρια. Αντί­θε­τα θα πρέ­πει να συ­γκε­ντρώ­νουν πραγ­μα­τι­κά τον κόσμο που αντι­με­τω­πί­ζει αυτά τα ζη­τή­μα­τα στη λο­γι­κή της ορ­γά­νω­σης του κοι­νού τους αγώνα και όχι της "κα­θα­ρής" γραμ­μής. 
Η άρση της πο­λυ­διά­σπα­σης, που έχει ως προ­ϋ­πό­θε­ση τα πα­ρα­πά­νω, θα βοη­θού­σε - δια της μα­ζι­κο­ποί­η­σης - και στην επί­λυ­ση δο­μι­κών προ­βλη­μά­των που αντι­με­τω­πί­ζουν τέ­τοιες πρω­το­βου­λί­ες. Για πα­ρά­δειγ­μα, σε κάθε κύκλο των προ­γραμ­μά­των voucher ή κοι­νω­φε­λούς ερ­γα­σί­ας αλ­λά­ζουν σε με­γά­λο βαθμό και όσοι τους απα­σχο­λούν οι συν­θή­κες ερ­γα­σί­ας σε αυτά τα προ­γράμ­μα­τα. Όσο μα­ζι­κό­τε­ρες είναι οι πρω­το­βου­λί­ες που ασχο­λού­νται με το ζή­τη­μα - συν­θή­κη που δεν εξυ­πη­ρε­τεί­ται με την πο­λυ­διά­σπα­ση - τόσο μι­κρό­τε­ρη είναι η με­τα­βο­λή στη σύν­θε­σή τους, και άρα η απώ­λεια της συ­νέ­χειας στην πα­ρέμ­βα­σή τους.

Εφό­σον θε­ω­ρού­με ότι οι πα­ρα­πά­νω κι­νή­σεις είναι σε σωστή κα­τεύ­θυν­ση, θα πρέ­πει να τις ενι­σχύ­ου­με, να επι­χει­ρού­με να τις φέ­ρου­με σε επαφή με τα συν­δι­κά­τα, αλλά και να αγω­νι­στού­με για να λει­τουρ­γή­σουν και τα ίδια τα ερ­γα­τι­κά κέ­ντρα σε αυτήν την κα­τεύ­θυν­ση. Τα ερ­γα­τι­κά κέ­ντρα, όταν πρω­το­συ­στά­θη­καν στην Ελ­λά­δα, δη­μιούρ­γη­σαν μια πρω­ταρ­χι­κή στοι­χειώ­δη συ­νεν­νό­η­ση ανά­με­σα στους ανορ­γά­νω­τους ερ­γα­ζό­με­νους, ενώ σή­με­ρα, κυ­ρί­ως τα με­γά­λα, απο­τε­λούν σκλη­ρούς γρα­φειο­κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς. Τα ερ­γα­τι­κά κέ­ντρα θα μπο­ρού­σαν να δια­δρα­μα­τί­σουν το ρόλο της χω­ρι­κής συ­γκέ­ντρω­σης των πιο πλητ­τό­με­νων τμη­μά­των του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας  και να ορ­γα­νώ­σουν αυ­τούς και αυτές που δεν έχουν μό­νι­μο και στα­θε­ρό ερ­γα­σια­κό κα­θε­στώς και αντι­κεί­με­νο, αλλά τους ενώ­νει ότι ζουν στην ίδια πόλη και αντι­με­τω­πί­ζουν πα­νο­μοιό­τυ­πα ζη­τή­μα­τα. Ζη­τή­μα­τα για τα οποία μπο­ρούν να αγω­νι­στούν από κοι­νού και τα οποία δεν αφο­ρούν μόνο μια αρ­νη­τι­κή ταυ­τό­τη­τα την οποία θέ­λουν να απε­μπο­λή­σουν, την επι­σφά­λεια και την ανερ­γία, αλλά και μια μελ­λο­ντι­κή ερ­γα­σια­κή προ­ο­πτι­κή στην οποία ελ­πί­ζουν. Πα­ράλ­λη­λα να συ­νει­σφέ­ρουν, μέσω στα­θε­ρών δομών εντός τους, στην κα­θη­με­ρι­νή επι­βί­ω­ση και την ικα­νο­ποί­η­ση των μορ­φω­τι­κών ανα­γκών.

[1]Ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, κα­τά­στα­ση και προ­ο­πτι­κές: 2α.Προ­ο­πτι­κές: Ξε­κι­νώ­ντας από τις πα­ρα­δο­σια­κές μορ­φές ορ­γά­νω­σης

[2]Σω­μα­τείο Ερ­γα­ζο­μέ­νων στα Τη­λε­φω­νι­κά Κέ­ντρα του ΟΤΕ: Ερ­γα­ζό­με­νοι ξυ­λο­κο­πούν ερ­γα­ζό­με­νους συ­να­δέλ­φους τους...

[3]Στο 73% το πο­σο­στό των μα­κρο­χρό­νια ανέρ­γων σύμ­φω­να με τα στοι­χεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ