Είτε το θέλει κανείς είτε όχι, μπαίνουμε σε μία τροχιά που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οδηγεί σε μια πολιτική εκλογική και κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, όπου ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διαμορφώσει το δίπολο «Φως ή Σκότος», «Κεντροαριστερά ή Άκρα Δεξιά», εννοώντας ότι σήμερα αντιπαρατίθενται δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά μπλοκ και στρατηγικές.

Αυτό των δυνάμεων του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ και των μικρότερων υπαρκτών ή εν δυνάμει δορυφόρων του (ΑΝΕΛ, Δημοκρατική Συμπαράταξη), και εκείνου της συντηρητικής παράταξης της ΝΔ με τις αντίστοιχες δορυφορικές της δυνάμεις. Πρόκειται για μια πολιτική πρακτική δοκιμασμένη στο παρελθόν από την ελληνική σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ), που είχε μεν μιαν αποτελεσματικότητα εκλογικής συσπείρωσης, ωστόσο πραγματοποιήθηκε με ριζικά διαφορετικούς όρους από ό,τι στη σημερινή περίοδο. Κι’ αυτό μάλιστα τη στιγμή που η συνολική στρατηγική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαμορφώθηκε σε μια μακρόχρονη πορεία από το ΚΚΕ εσωτερικού, την ΕΑΡ και τον ΣΥΝ, εμπεριέκλειε ως βασική της διάσταση την συνεννόηση των εθνικών δυνάμεων, την συναίνεση των δημοκρατικών σχηματισμών, της κοινοβουλευτικής Δεξιάς συμπεριλαμβανομένης.

Μια ψευδεπίγραφη και κίβδηλη πολιτική αντιπαράθεση

          Παρόλη αυτή την παράδοση το σημερινό κόμμα του μικροαστικού εκσυγχρονισμού και της τεχνοκρατικής αστικής διαχείρισης, επιχειρεί πλασματικά να φιλοτεχνήσει αυτή την τεχνητή αντιπαράθεση, προκειμένου να συγκρατήσει ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος από το λαϊκό και εργατικό εκλογικό σώμα του 36% που απέσπασε στις εκλογικές αναμετρήσεις του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015. Αυτό βέβαια παράλληλα με την διαδικασία ανοιχτής προσπάθειας διεμβολισμού των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων του αστισμού (αστικής τάξης και μικρομεσαίων στρωμάτων), στη βάση της λογικής ότι είναι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει την πολιτική ικανότητα και την καπιταλιστική ανάπτυξη να προωθήσει, και με το αμερικανικό ιμπέριουμ να συμμαχήσει, και τους θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να ικανοποιήσει, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εξουδετέρωση των λαϊκών αντιδράσεων και την παθητικοποίηση σημαντικών εργατικών στρωμάτων. Πρόκειται για μια ευφυή πολιτική τακτική που εξελίσσεται σε δύο επίπεδα: Συγκρότηση των εκλογικών διαρροών προς τα αριστερά και μαζί σύγκλιση προς τμήματα του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας.

          Προφανέστατα και η αντιπαράθεση Αριστεράς και Δεξιάς έχει μια καθοριστική σημασία για τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο, εφόσον εκφράζει την πραγματική αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική της μνημονιακής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, της μείωσης της αμοιβής της μισθωτής εργασίας, της διόγκωσης της ανεργίας με την εκκαθάριση των μη κερδοφόρων κεφαλαίων, της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, της ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων, και σε μια αντιμνημονιακή σοσιαλιστική πολιτική που υπεραμύνεται των δικαιωμάτων και ελευθεριών της εργατικής τάξης, των ανέργων, των συνταξιούχων, επιχειρεί να διασφαλίσει τη λειτουργία δημόσιων επιχειρήσεων παροχής κοινωφελών υπηρεσιών, ριζοσπαστικής αντιμετώπισης των καταστρεπτικών συνεπειών της ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου και αποτροπής της φορολογικής αφαίμαξης των λαϊκών τάξεων για την εξυπηρέτηση των δανείων της αστικής τάξης της χώρας. Μια αντιπαράθεση που στο βάθος της έχει την ασυμφιλίωτη αντιπαλότητα ανάμεσα στην κυριαρχία των αστικών σχέσεων παραγωγής και της επιδίωξης του αντικαπιταλιστικού τους μετασχηματισμού.

          Μ’ αυτή την έννοια, αν ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να αξιοποιήσει τα χαρακτηριστικά μιας αριστερής ταυτότητας δεν θα είχε παρά να επιδείξει τα «θετικά επιτεύγματα» της πολιτικής του για τις λαϊκές τάξεις, προκειμένου να εξασφαλίσει την συναίνεσή τους στην διαχείριση που ασκεί. Μ’ άλλες λέξεις να επικαλεστεί την αποκατάσταση του βασικού μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων των αρχών του 2012, την χορήγηση επιδομάτων ανεργίας στο σύνολο του αργούντος εργατικού δυναμικού, την συγκράτηση της καθοδικής πορείας των συντάξεων, την ανάπτυξη του δημόσιου τομέα της οικονομίας με όρους εργατικού ελέγχου και κοινωνικών κριτηρίων λειτουργίας, την απαλλαγή των εργαζομένων από την υπέρβαρη άμεση, έμμεση και έκτακτη φορολόγηση κλπ. Έτσι λειτουργώντας ο ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας θα μπορούσε πραγματικά να αντιμετωπίσει την προοπτική της «δεξιάς παλινόρθωσης» και μάλιστα να προσαυξήσει την επιρροή της Αριστεράς στους «από κάτω» (από το 36% των εκλογών του 2015 στο 62% του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού της ίδιας χρονιάς). Εντούτοις ο σχηματισμός των μικροαστών διαχειριστών της αστικής πολιτικής, τίποτα από αυτά δεν πραγματοποίησε, αν και αποτελούσαν προγραμματικές του δεσμεύσεις μεταρρυθμιστικού, αριστερού ή σοσιαλδημοκρατικού, χαρακτήρα.

          Κατά συνέπεια η επιστράτευση του διπόλου της πάλης του «φωτός με το σκότος» γίνεται ακριβώς για να συγκαλυφθεί η πραγματική κίνηση της μετατόπισης από την Αριστερά στη σοσιαλδημοκρατία και από εκεί στον ακραιφνή νεοφιλελευθερισμό. Γίνεται προκειμένου να συσκοτισθεί ο ρόλος του ως εγγυητή και κινητήριας δύναμης μιας σύγχρονης ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, με χαρακτηριστικά «εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού», ως δύναμης σταθεροποίησης και μονιμοποίησης των ρυθμίσεων τεσσάρων ολόκληρων μνημονίων με τους εκατοντάδες εφαρμοστικούς νόμους που τα συνοδεύουν και βρίσκονται σε πλήρη ισχύ. Έτσι λειτουργώντας, με αστική πολιτική και αριστερή φρασεολογική επικάλυψη, καταλήγει όχι μόνον να υπηρετεί τα συμφέροντα του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας, αλλά και να ευτελίζει τα μέγιστα την ίδια την αξία, τη φερεγγυότητα και λαϊκότητα της Αριστεράς, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την απομάκρυνση των λαϊκών στρωμάτων από ό,τι συνιστά μια αριστερή πολιτική. Το ίδιο κατ’ αναλογία που συνέβαινε επί δεκαετίες στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου ασκούνταν μια πολιτική δεσποτικού κρατικού καπιταλισμού, ενώ τα καθεστώτα αυτά ισχυρίζονταν ότι μια τέτοια πολιτική εφαρμόζονταν στο όνομα του «σοσιαλισμού». Το αποτέλεσμα το βλέπουμε εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, δηλαδή την μαζική απομάκρυνση του εργαζόμενου πληθυσμού από ό,τι έχει σχέση με τον σοσιαλισμό ή τον κομμουνισμό. Ακόμη και το ΚΚ Κίνας επικαλείται στο 19ο Συνέδριό του τον «σοσιαλισμό με τα κινεζικά χρώματα», τη στιγμή που ηγείται μιας εκτεταμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης (φιλελεύθερης και κρατικής) και ιμπεριαλιστικής επέκτασης στην σύγχρονη διεθνή σκηνή.

Μια επίκαιρη ειλικρινής αυτοκριτική επανοριοθέτηση

          Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι αυτή η αντιπαλότητα Αριστεράς και Δεξιάς που γίνεται με πλασματικούς και φαντασιακούς όρους; Η πιο άμεση και ευχερής απάντηση θα ήταν να πολιτευτεί η ελληνική Αριστερά με όρους «συνεπούς Αριστεράς» έναντι του ΣΥΡΙΖΑ που αντιπροσωπεύει μια «κάλπικη και προδοτική» Αριστερά. Μια τέτοια στάση, όσο και αν φαντάζει λογική και αναγκαία, εντούτοις δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, και θα οδηγήσει στην αναπαραγωγή μιας δοσμένης πολιτικής επιρροής της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑΣ) , όπως αποτυπώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Η αμείλικτη πραγματικότητα είναι ότι η πολιτική Αριστερά υφίσταται σήμερα τις συνέπειες της χρεοκοπίας του ΣΥΡΙΖΑ (από την άποψη των λαϊκών συμφερόντων, γιατί από την άποψη των αστικών συμφερόντων η διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε εξαιρετικά επωφελής για τις αστικές δυνάμεις) συνολικά, γιατί είτε το θέλουμε είτε όχι συνεχίζουμε να πληρώνουμε το γεγονός της ανεπάρκειάς μας στο μεταίχμιο του Μαΐου – Ιουνίου 2012, όταν μετά το πανεργατικό απεργιακό κίνημα του 2010 – 12, ο λαϊκός κόσμος της σοσιαλδημοκρατίας στράφηκε μαζικά «προς τα αριστερά». Τότε ήταν η ιστορική πολιτική στιγμή που μπορούσαν να διαμορφωθούν συνθήκες «αιχμαλωσίας» του ΣΥΡΙΖΑ από λαϊκές και αριστερές δυνάμεις που θα οδηγούσαν σε εντελώς διαφορετικές εξελίξεις μέχρι τον Ιανουάριο του 2015.

          Α) Εμείς ως η τότε Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μπορούσαμε και οφείλαμε να δούμε την τεράστια μετάλλαξη που έγινε στον ΣΥΡΙΖΑ μετά τον Ιούνιο 2012 (27% αξιωματική αντιπολίτευση), δηλαδή την κατάκτηση του πολιτικού υποκειμένου από τις δυνάμεις του μικροαστικού εκσυγχρονισμού του ΣΥΝ, που μέχρι τότε ήταν εχθρικές και τον προσέγγισαν μόλις οσμίστηκαν «εξουσία» (στρατιές ολόκληρες πανεπιστημιακών, δικηγόρων, μηχανικών κλπ. = νέα μικροαστική τάξη της διανοητικής εργασίας), δεν αντιμετωπίσαμε καν αυτό το φαινόμενο που μετέτρεπε τον ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του λαϊκού μεταρρυθμιστικού ριζοσπαστισμού σε πολιτικό σχηματισμό μικροαστικού τεχνοκρατικού χαρακτήρα.

          Β) Ενώ βλέπαμε την εκλογική μεταστροφή του εργατικού κόσμου της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ προς την Αριστερά, και ενώ ήταν δεδομένη η ταυτόχρονη αποχή αυτού του κόσμου από την οργανωτική δομή του ΣΥΡΙΖΑ (φυσιολογική αμοιβαία εχθρότητα εργατικής τάξης και μικροαστικής τεχνοκρατίας), δεν κινηθήκαμε στην κατεύθυνση αποκατάστασης οργανικών κινηματικών και συνδικαλιστικών σχέσεων μ’ αυτό τον λαϊκό κόσμο, που θα ήταν η μεγάλη δεξαμενή της άντλησης εργατικών δυνάμεων σε ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ. Συνεχίσαμε να κινούμαστε στη λογική της «αριστερής αντιπολίτευσης» μηχανισμών και όχι κινηματικού κοινωνικού χαρακτήρα.

          Γ) Αφεθήκαμε κυριολεκτικά να συρθούμε στην επικράτηση της λογικής του «ειρηνικού κοινοβουλευτικού δρόμου», παραμερίζοντας την θεμελιώδη διάσταση της ταξικής διαπάλης στο επίπεδο της κοινωνικής παραγωγής, με αποτέλεσμα την διόγκωση των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς καμία αντιστοιχία με κινηματικές εργατικές διαδικασίες. Ακόμη και η λογική του «αριστερού ευρωκομμουνισμού» εμπεριέκλειε ως βασική διάσταση του «δημοκρατικού δρόμου» την έδραση της όλης διαδικασίας, πέραν των σχετικών κοινοβουλευτικών αντιπροσωπεύσεων, στην δυναμική των μορφών της ταξικής διαπάλης των εργαζομένων στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες. Έτσι αντί να συμβάλουμε στην ανάδειξη ενός εργατικού ταξικού ρεύματος στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ, επαναπαυθήκαμε στην μονοδιάστατη διεύρυνση της εκλογικής ισχύος, με αποτέλεσμα όταν εκδηλώθηκε η μνημονιακή μεταστροφή (Αύγουστος 2015) η όποια αντίθεση να βρίσκεται, από κοινωνική άποψη, κυριολεκτικά στον αέρα, να μην έχει δηλαδή υπόσταση και αποτελεσματικότητα.

          Δ) Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ που είχε καταληφθεί από τις δυνάμεις της μικροαστικής τεχνοκρατίας βάδιζε πλησίστιος προς την υπηρέτηση των επιδιώξεων της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης (λ.χ. συμμετοχή στις ετήσιες συνελεύσεις και συνέδρια του ΣΕΒ, του Ελληνο-αμερικανικού επιμελητηρίου κλπ.), είχαμε θέσει πρωταρχικά στο επίκεντρο το «ζήτημα των ζητημάτων» του εθνικού νομίσματος (πράγμα που συνεχίζει να γίνεται και σήμερα), αντί της λαϊκής ταξικής αντιπαλότητας προς τις μνημονιακές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, κοινές στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, προς τις συγκεκριμένες μορφές της αστικής ταξικής κυριαρχίας, όπως ασκούνται σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο. Και μάλιστα συνοδεύαμε (και αυτό συνεχίζει να γίνεται) αυτή την πρωταρχική επιδίωξη με τις ίδιες παραμέτρους που υλοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ: Παραγωγική ανασυγκρότηση, απεριόριστος οικονομισμός, στήριξη της μικρομεσαίας εργοδοσίας, ακατάσχετη αναπτυξιολογία στη λογική ότι η ανάπτυξη της εθνικής (αστικής) οικονομίας θα επέφερε στο βάθος του ορίζοντα τον σοσιαλισμό, τη στιγμή που ο σοσιαλισμός είναι αποτέλεσμα των μετασχηματισμών των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή εκμετάλλευσης και υποταγής της εργατικής τάξης.

Η αναποτελεσματικότητα των περίκλειστων φρουρίων

          Από την άλλη πλευρά, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπλασίαζε τα εκλογικά του ποσοστά, το ΚΚΕ αντί να αξιοποιήσει την μεταστροφή «προς τα αριστερά» των λαϊκών στρωμάτων της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατικής επιρροής, διακήρυσσε την αδιαφορία του για το εγχείρημα κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης από τις αριστερές δυνάμεις, με στόχο την κατάργηση των μνημονίων και την εφαρμογή μιας λαϊκής ριζοσπαστικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα ήταν, και συνεχίζει και σήμερα να παραμένει, το κόμμα της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς να δει τις δυνάμεις του να υποδιπλασιάζονται, αντί να ακολουθούν ανοδική πορεία όπως συνέβαινε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η απαίτηση των λαϊκών τάξεων ήταν η απόκτηση του ελέγχου της διακυβέρνησης της χώρας από την Αριστερά, γιατί θεωρούσαν ότι ήταν αυτή που μπορούσε να οδηγήσει στην ήττα την πολιτική του μακρόχρονου νεοφιλελευθερισμού. Πώς μέσα σε μια τόσο πρωτοφανή κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, είναι δυνατό δυνάμεις της Αριστεράς να παραπέμπουν το ζήτημα της εξουσίας στο απώτατο ιστορικό μέλλον, και να σφυρίζουν αδιάφορα όταν η πλειονότητα της εργατικής τάξης έχει μείνει πολιτικά ορφανή (μνημονιακή μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ) και αναζητά έκφραση στα αριστερά του πολιτικού φάσματος; Όταν οι λαϊκές εκπροσωπήσεις κυκλοφορούν στους δρόμους και εσύ αντί να τις εκφράσεις παίρνεις τα βουνά, και λειτουργείς με μια λογική που λίγη σχέση έχει με τον λενινισμό που επικαλείσαι, τότε σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να ανοίξεις δρόμους μιας αλλαγής που να σε οδηγεί στην λαϊκή εργατική εξουσία.

          Τέλος, το ΝΑΡ (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) παρόλες τις θεωρητικές του αναλύσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό και την εργατική τάξη, ενώ είχε και αυτό μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να απογειωθεί στο επίπεδο των εκλογικών εκπροσωπήσεων, θέτοντας παράλληλα τη συγκεκριμένη προοπτική μιας πολύχρωμης, εκ των πραγμάτων, λαϊκής ριζοσπαστικής διακυβέρνησης που ήταν ορατή, συνέχισε να επικαθορίζεται από στρατηγικούς στόχους στη θέση της τακτικής, είτε της επίκλησης του «κομμουνισμού», είτε της απαίτησης προοιμιακής αποχώρησης από όλους τους θεσμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προσεγγίσει τον εργατικό κόσμο που απελευθερώνονταν από την επιρροή του ΠΑΣΟΚ και κατευθύνονταν «προς τα αριστερά». Και σ’ αυτή την περίπτωση είναι να απορεί κανείς πώς η συνεχής αναφορά στη λενινιστική πολιτική κατορθώνει να απομακρυνθεί τόσο πολύ από  αντίστοιχες παρεμβάσεις. Από πότε η πολιτική διαπάλη στο επίπεδο του αστικού κοινοβουλευτισμού των ευρωπαϊκών χωρών στερείται ταξικού περιεχομένου και διεξάγεται μονομερώς στο επίπεδο της παραγωγής; Ακόμη κι’ αν είναι έτσι τα πράγματα γιατί αναδεικνύεται η αδυναμία ανάδειξης αυτής της ταξικής παραγωγικής διαπάλης, όταν οι εργαζόμενες τάξεις εγκαταλείπουν τους πολιτικούς τους εκπροσώπους (ΠΑΣΟΚ) και αναζητούν τους δρόμους της Αριστεράς; Πώς οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν στην περίοδο Φεβρουάριος – Οκτώβριος 1917 να μετατραπούν από σχετική μειοψηφία που ήταν στα Σοβιέτ έναντι των σοσιαλιστών επαναστατών και των μενσεβίκων, σε επαναστατική πλειοψηφία; Προπαγανδίζοντας αφηρημένα τον «κομμουνισμό» ή παλεύοντας για το ζήτημα της ειρήνης, για την αντιμετώπιση της εργατικής εξαθλίωσης, για την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης, για τον έλεγχο των εργατών στα εργοστάσια κλπ., δηλαδή για τα υλικά επίδικα της συγκυρίας ;

Επανάκαμψη της Αριστεράς μόνο με επάνοδο του κινήματος

          Αν λοιπόν στην πολιτική συγκυρία Μαΐου – Ιουνίου 2012 οι αριστερές δυνάμεις (Αριστερή Πλατφόρμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτοτελώς) είχαν θέσει τα ζητήματα διαφορετικά, με όρους ενωτικούς, αντικαπιταλιστικούς και ριζοσπαστικούς στην προοπτική διαμόρφωσης μιας συμμαχικής κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης (μικροαστικού ριζοσπαστισμού και εργατικής λαϊκότητας), ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θα κατέγραφε μια σαφώς μικρότερη άνοδο, η δε Αριστερά θα διεύρυνε τις δυνάμεις της, δημιουργώντας μια νέα ισορροπία. Το αποτέλεσμα θα ήταν στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 να αναδειχθούν δύο ισοδύναμα πολιτικά μπλοκ (Αριστεράς και πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ), έτσι ώστε: Είτε θα αναδεικνύονταν μια κυβέρνηση πραγματικά της Αριστεράς με την επιβολή στον ΣΥΡΙΖΑ βασικών λαϊκών και ριζοσπαστικών κατευθύνσεων (λ.χ. αποκατάσταση μισθών και συντάξεων, κατάργηση ΕΝΦΙΑ και συνολικών φορολογικών βαρών, προάσπιση δημόσιων επιχειρήσεων, επίδομα ανεργίας σε όλους τους ανέργους κ.ά.), ανοίγοντας έτσι δρόμους εμβάθυνσης μιας συγκρουσιακής διαδικασίας απέναντι στην αστική ταξική κυριαρχία, ελληνική και ευρωπαϊκή. – Είτε η πλειονότητα του ΣΥΡΙΖΑ θα συμμαχούσε με τις καθαρά αστικές μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις της με την ενδυναμωμένη εν τω μεταξύ Αριστερά, και έτσι θα άφηνε τεράστιο πολιτικό κενό εκπροσώπησης που θα καλούνταν να καλύψουν οι αριστερές δυνάμεις.

          Εκείνο που απεναντίας συνέβη ήταν οι δυνάμεις της Αριστεράς να κλειστούν στα πολιτικά τους «φρούρια», και η μικροαστική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ να επιτελέσει «ανενόχλητη» το έργο της υπηρέτησης της καπιταλιστικής ανάκαμψης και των ευρωπαϊκών δανειακών υπαγορεύσεων. Και ταυτόχρονα από την άλλη πλευρά τα τρία αριστερά σχήματα να παραμείνουν στο περιθώριο, αδυνατώντας να αντιστρέψουν την πορεία των πραγμάτων. Αποτέλεσμα το γεγονός ότι ενώ το μεγαλειώδες αντιμνημονιακό «όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 μετατράπηκε  τον επόμενο μήνα σε πανηγυρικό μνημονιακό «ναι», αυτή η μεταστροφή δεν συνάντησε κανενός είδους πολιτικές μαζικές αντιδράσεις, εργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις, και πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια εκκωφαντική κινηματική «σιωπή».

          Έτσι στη σημερινή συγκυρία που τίθεται εκ νέου το ζήτημα μιας διευρυμένης εκπροσώπησης των εργατικών λαϊκών συμφερόντων, δηλαδή του μισού εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ που έχει άρει τη συναίνεσή του στην κυβερνητική του διαχείριση, η πολιτική θέση των αριστερών δυνάμεων εμφανίζεται πλέον εξίσου αποδυναμωμένη. Συνεπώς ενώ είναι κοινό μυστικό και είναι πασιφανές ότι η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ «Προόδου και Συντήρησης» έχει πλασματικά και τεχνητά χαρακτηριστικά (εφόσον οι δύο πόλοι του αστικού πολιτικού παιχνιδιού σχεδόν ταυτίζονται στις επιδιώξεις τους), εντούτοις η ελληνική Αριστερά δεν είναι σε θέση να παρέμβει έτσι ώστε να συσπειρώσει τις λαϊκές δυνάμεις που έχουν αποστασιοποιηθεί από την κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ. Και βέβαια η επίκληση της «συνεπούς και αληθινής» Αριστεράς έναντι της «κίβδηλης» δυστυχώς δεν μπορεί να έχει μια αξιόλογη αποτελεσματικότητα, εφόσον θα επικαθορίζεται από την αντιπαλότητα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, εντός του κοινού πεδίου άσκησης της αστικής πολιτικής. Η «συνέπεια» της ελληνικής Αριστεράς κρίθηκε στην ιστορική στιγμή του Μαΐου – Ιουνίου 2012 και στη συνέχεια του Ιανουαρίου – Αυγούστου 2015: Η πλειονότητα του ΣΥΡΙΖΑ έκανε πλήρη μεταστροφή από την πολιτική του μικροαστικού μεταρρυθμιστικού ριζοσπαστισμού στον ανοιχτό νεοφιλελευθερισμό, ενώ οι άλλες δυνάμεις του αριστερού κινήματος συνέχισαν να κάνουν συμμαχία η κάθε μία με τον εαυτό της, συνέχισαν να μην μπορούν να συσπειρώνουν το εργατικό λαϊκό ακροατήριο που αποδεσμεύονταν από την αστική πολιτική.

          Έτσι, στη σημερινή συγκυρία μόνον ένα ενωτικό αυτόνομο λαϊκό κίνημα χειραφέτησης, με την υποστήριξη των όσων αριστερών σχημάτων έχουν επίγνωση αυτών των γεγονότων, με επίκεντρο την κινηματική προβολή και διεκδίκηση των άμεσων ζωτικών κοινωνικών αναγκών, που έχει ανοιχτό το πεδίο στην αντικαπιταλιστική πολιτικοποίηση του κοινωνικού ζητήματος, που προτάσσει την διαπάλη προς τον ελληνικό και ευρωπαϊκό καπιταλισμό και τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις του, που αναβαπτίζει την Αριστερά στο καμίνι της ταξικής παραγωγικής διαπάλης κλπ. είναι σε θέση να προβάλλει στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, να παρακάμψει την ψευδεπίγραφη διαπάλη του «φωτός με το σκότος», να δώσει καινούρια ρούχα στην Αριστερά, και να την επαναφέρει στο επίκεντρο των ταξικών συσχετισμών.

Ετικέτες