Ο Αμερικανός ακροδεξιός πρόεδρος Τραμπ, ανακοίνωσε την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως επίσημης πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, κάνοντας τον ακροδεξιό πρωθυπουργό του Ισραήλ, Νετανιάχου, να πανηγυρίζει, και τον παλαιστινιακό λαό να βγαίνει μαζικά και μαχητικά στους δρόμους. Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται και εξαπλώνονται σε αραβικές και μουσουλμανικές χώρες (όπως σε Αίγυπτο, Ιράκ, Λίβανο, Τουρκία, Πακιστάν), κινητοποιήσεις γίνονται στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι δυο βασικές πολιτικές δυνάμεις της Παλαιστίνης, Φατάχ και Χαμάς μιλούν για νέα Ιντιφάντα, ενώ στον «κίνδυνο» της Ιντιφάντα αναφέρεται κι ο διεθνής Τύπος.
Έχοντας ήδη τους πρώτους νεκρούς Παλαιστίνιους από το κράτος του Ισραήλ, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να θυμίσουμε ότι ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ, που κάποτε διαδήλωνε ως κόμμα αντιπολίτευσης με παλαιστινιακές μαντίλες φωνάζοντας «λευτεριά στην Παλαιστίνη/νίκη στην Ιντιφάντα», σήμερα συσφίγγει πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις στον απόλυτο βαθμό με το κράτος-τρομοκράτη, όπως και με τον Νο1 μακελάρη των λαών, τις ΗΠΑ. Στο όνομα της «Μεγάλης Ιδέας» της κοινής ΑΟΖ με την Κύπρο, το Ισραήλ και τη χούντα της Αιγύπτου, με στόχο τον αποκλεισμό της Τουρκίας, θυσιάζονται και τα δικαιώματα των Παλαιστινίων.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, στρατηγικός σύμμαχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τον οποίο ο Αλ. Τσίπρας «μοιράζεται κοινές αξίες», έχει αποδειχθεί στη διάρκεια της θητείας του εξίσου και ακόμα περισσότερο επιθετικός από τους προκατόχους του. Έχουμε ήδη δει το χτύπημα σε στρατιωτική βάση στη Συρία, την κλιμάκωση των απειλών απέναντι στο Ιράν, την κλιμάκωση της εμπλοκής του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ, την ένταση της βαρβαρότητας στο Αφγανιστάν, την επιθετική ρητορική κατά της Κίνας και τις αντίστοιχες στρατιωτικές κινήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό, τις απειλές ολοκληρωτικού πολέμου κατά της Βόρειας Κορέας, τη στήριξη στην ισοπέδωση της Υεμένης από τη Σαουδική Αραβία. Και τώρα, μια σκληρή πρόκληση απέναντι στους Παλαιστίνιους, που προειδοποιεί για τα χειρότερα.
Τί σήμαινε τελικά το «Πρώτα η Αμερική»;
Ότι η προεδρία Τραμπ αποτελεί απειλή για τον πλανήτη θεωρείται σήμερα αυτονόητο. Γι' αυτό και η σύσσωμη η Αριστερά σήμερα καταγγέλει και στέκεται αποφασιστικά απέναντι στους σχεδιασμούς της Ουάσινγκτον. Γι' αυτό και τώρα σαφώς είναι ώρα για δράση, και η Αριστερά επιφορτίζεται με μεγάλα αντιπολεμικά και αντι-ιμπεριαλιστικά καθήκοντα.
Αξίζει ωστόσο να θυμίσουμε ότι τα σημερινά «αυτονόητα» δεν ήταν πάντα έτσι. Ακόμα και μέσα στις γραμμές της Αριστεράς, είχε εμφανιστεί μια κάποια «αισιοδοξία» σχετικά με τις συνέπειες της νίκης του Τραμπ, με αναλύσεις που ξεκινώντας από το δίκαιο χαρακτηρισμό «γερακίνα» για την Χίλαρι Κλίντον ή/και την εκτίμηση ότι αυτή εκφράζει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, έδειχναν να ελπίζουν σε πιο... φιλειρηνική πολιτική από το νέο πλανητάρχη.
Τον τόνο έδιναν αναλυτές του «πατριωτικού χώρου» και μιας θολής «αντι-παγκοσμιοποίησης».
Ο Νίκος Ιγγλέσης έγραφε ότι «Ένας πρωτοεμφανιζόμενος –στην πολιτική σκηνή– επιχειρηματίας, ο Ντόναλντ Τραμπ κατέθεσε μια ριζοσπαστική και αντισυστημική ατζέντα», στην οποία ο Ν.Ι. περιλάμβανε (ως «ριζοσπαστικό»;) τον φραγμό στη μετανάστευση και τις απελάσεις, αλλά και την πίεση στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ «να αναλάβουν το οικονομικό βάρος που τους αναλογεί»! Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, στις αμερικανικές εκλογές «...η σύγκρουση ήταν ανάμεσα στους «globalists» (τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης) και τις «local societies» (τις τοπικές κοινωνίες – τους λαούς των κρατών)», με τον Τραμπ δηλαδή να ηγείται των «λαών των κρατών»!
Ενώ ο Απ. Αποστολόπουλος έγραφε «Η ανατροπή, με τη νίκη του Τραμπ, επήλθε. Θρηνούν οι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί της Παγκοσμιοποίησης. Μαζί τους μιξοκλαίει η αριστερά αλά Μπλερ, των ανθρώπινων δικαιωμάτων ως πρόσχημα αιματηρών επεμβάσεων από το Ιράκ και τη Λιβύη, έως τη Συρία, την Ουκρανία κλπ. Ο Τραμπ κέρδισε επειδή οι άνθρωποι θέλουν πίσω τη δουλειά και τα εισοδήματά τους και δεν θέλουν πόλεμο....». Ευτυχώς που λίγο παρακάτω διευκρινίζεται ότι «ο Τραμπ δεν είναι ο αμετακίνητος φίλος της Ειρήνης, ο Άγγελος της Ουτοπίας» (!).
Αλλά και σε αναλύσεις αριστερών στελεχών, συχνά η αρθρογραφία εστίαζε ετεροβαρώς στην οργή ενάντια στο πολιτικό σύστημα ως εξήγηση της νίκης του Τραμπ (πχ, Δελαστίκ για τη «βόμβα Τραμπ»: «Οι ψηφοφόροι οι Αμερικανοί δεν είναι ”αντισυστημικοί”. Κάθε άλλο. Υπέρ του καπιταλισμού τάσσονται. Στις συνθήκες όμως της οικονομικής κρίσης έχουν υποστεί βίαιη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου. Τάχθηκαν λοιπόν αυτή την φόρα κατά του πολιτικού τους συστήματος όχι επειδή είναι ”αντισυστημικοί”, αλλά επειδή θέλουν καλύτερη και δικαιότερη κατανομή του πλούτου που παράγει η χώρα τους... Κρίνουν -και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μας- ότι το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ αδιαφορεί για τους πολίτες της πλανητικής αυτής υπερδύναμης») ή στις ανησυχίες άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων («έχει προκαλέσει πανικό στους Γερμανούς»). Διαπιστώσεις σωστές, αλλά πολύ «μερικές», που έτσι δεν βοηθούσαν να ξεπεραστεί ένα διάχυτο «κλίμα» σύγχυσης για το πώς αποτιμάται η νίκη Τραμπ, την ώρα που Αμερικανοί σύντροφοι προειδοποιούσαν ότι «Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αποτελεί μια σοκαριστική και επικίνδυνη εξέλιξη –όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. ... Η πολιτική του, που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «Η Αμερική πρώτα» μπορεί να οξύνει τις ιμπεριαλιστικές αντιπαλότητες...» ή όταν επεσήμαναν ότι «Η νίκη του Τραμπ σίγουρα στηρίχθηκε σε ένα βαθμό στον εθνικισμό, την αντιμεταναστευτική ρητορική και την ισλαμοφοβία» και διευκρίνιζαν ότι «Οι υποσχέσεις του να υπερασπιστεί τον «απλό άνθρωπο» είναι ωμά ψέματα για να καμουφλάρει ένα πρόγραμμα που θα βοηθήσει το 1% με γιγάντιες φοροαπαλλαγές και άλλα παρόμοια μέτρα».
Όπως προειδοποιούσαμε τότε, η εκλογή Τραμπ θα σήμαινε κλιμάκωση και όχι άμβλυνση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας των ΗΠΑ, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί θα κλιμακώνονταν, ο «εκλεκτός» της ακροδεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (και γενικότερα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ με ό,τι αυτή η θέση συνεπάγεται) δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει άλλη μια πολεμοχαρή εκδοχή προεδρίας, πιθανόν με ανεξέλεγκτες τάσεις. Από την αρθρογραφία των ημερών στο RP, “το πιο σοβαρό λάθος που μπορεί να γίνει, είναι η πρόβλεψη ότι ο Τραμπ θα είναι πιο «ήπιος» από τα γεράκια τύπου Χίλαρι στη διεθνή σκηνή... Η υστερία για τη Β. Κορέα και τη Θάλασσα της Κίνας, δείχνουν ότι η Ανατ. Ασία θα γίνει ένα «καυτό» μέτωπο για τις ΗΠΑ. Όμως απολύτως δικαιολογημένη είναι η ανησυχία και για τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή. Την επομένη της νίκης του Τραμπ, ο Νετανιάχου χαιρέτησε με ενθουσιασμό την εκλογή του, δηλώνοντας με πλήρη έλλειψη διπλωματικής αβρότητας προς τον Ομπάμα, ότι το κράτος του Ισραήλ «υπέφερε» στα προηγούμενα 8 χρόνια από τη «διστακτικότητα» της ηγεσίας των ΗΠΑ... Η δήλωση του Τραμπ ότι «θα συντρίψει άμεσα το ISIS» είναι προειδοποίηση ότι αυτοί οι χλωμοί «αυτοπεριορισμοί» στην αμερικανική επιθετικότητα στη Μ. Ανατολή θα τεθούν πιθανότατα σε επανεκτίμηση... Κανείς-και ειδικά μέσα στην Αριστερά!-δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για έναν πιο φιλειρηνικό ρόλο ενός αντιδραστικού πολιτικού ρεύματος, όπως αυτό του Τραμπ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ιστορία του καπιταλισμού, το ρεύμα του «εθνικού προστατευτισμού» δεν απέκλειε τον πόλεμο, το αντίθετο μάλιστα.”
Αυτή η αποτίμηση έχει αξία σήμερα, γιατί με «φαινόμενα» τύπου Τραμπ θα έχει να αναμετρηθεί ξανά και ξανά η Αριστερά διεθνώς, στο φόντο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, και θα είναι απαραίτητες οι αναλύσεις που προσανατολίζουν έγκαιρα τον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς απέναντι σε μεγάλες προκλήσεις. (ενδεικτικά, για τη φύση των ζητημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά, βλ. παλιότερο άρθρο στο Rp για την «παγκοσμιοποίηση» και τον «λαϊκισμό»).
Για την Παλαιστίνη
Σήμερα η Αριστερά βρίσκεται αντιμετώπη με την κορύφωση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας επί Τραμπ, στο κορυφαίο ζήτημα του παλαιστινιακού. Και καθώς θα ξεδιπλώνεται ο αγώνας, χρειάζεται να υπενθυμίζουμε μερικά πράγματα.
Όχι μόνο η Ιερουσαλήμ, αλλά και όλες οι άλλες πόλεις που έχουν καταστραφεί από το Ισραήλ για να χτιστούν επάνω τους καινούργιες, ανήκουν στην Παλαιστίνη. Το Ισραήλ είναι ένα κράτος-απαρτχάιντ, ένα κράτος εποίκων που χτίστηκε πάνω στα εδάφη της Παλαιστίνης και πληρώθηκε με το αίμα και τον βίαιο εκτοπισμό του παλαιστινιακού λαού, με τις ευλογίες τότε των Δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων και της ΕΣΣΔ. Είναι το κράτος που σφυρηλατήθηκε τις επόμενες δεκαετίες ως μαντρόσκυλο του δυτικού ιμπεριαλισμού απέναντι στους αραβικούς λαούς και η ύπαρξή του είναι συνυφασμένη με ένα σχέδιο εθνοκάθαρσης του παλαιστινιακού λαού, που σήμερα αποτελεί τον πιο φτωχό λαό στον πλανήτη. Η στάση του Τραμπ και των ΗΠΑ είναι η πλέον κραυγαλέα απόδειξη ότι η παλιά γνωστή ιδέα περί «ειρηνευτικής διαδικασίας που οδηγεί στη λύση των δυο κρατών», είναι ένα φύλλο συκής, πίσω από το οποίο συνεχίζεται απρόσκοπτα η εμπέδωση/επέκταση της κυριαρχίας του κράτους του Ισραήλ και η καταπίεση των Παλαιστινίων, με τις ΗΠΑ που υποτίθεται ότι προωθούν αυτές τις συνομιλίες, να αποτελούν τον βασικό σπόνσορα της πολεμικής μηχανής του Ισραήλ. Γι' αυτό και η λύση περνά από την αχρήστευσή του ως κράτος αστυνόμευσης στη Μέση Ανατολή, και από τη δράση του αντιπολεμικού κινήματος στη Δύση, που θα καθιστούν «βραχνά» για τους ιμπεριαλιστές τη συνέχεια της αδρής χρηματοδότησης, στήριξης και εξοπλισμού του Ισραήλ. Έτσι θα εκλείψουν οι υλικοί όροι που στηρίζουν την επιβίωση ενός καθεστώτος τύπου απαρτχάιντ, και θα μπορέσουν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα ενιαίο κράτος της Παλαιστίνης από κοινού από τον παλαιστινιακό και εβραϊκό λαό. Μια τέτοια προοπτική περνά από έναν μεγάλο ξεσηκωμό των αραβικών λαών ενάντια στα ντόπια καθεστώτα και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που θα ανοίγει μια καλύτερη προοπτική για τους λαούς της περιοχής. Αυτό σημαίνει ότι η στήριξή μας στον αγώνα των Παλαιστινίων ενάντια στο κράτος του Ισραήλ, το «στρατηγικό σύμμαχο» του ελληνικού κράτους, είναι ολόπλευρη και χωρίς προϋποθέσεις.
Γνωρίζουμε τις δυνατότητες και τα όρια των σημερινών ηγεσιών του παλαιστινιακού λαού ή/και τα αντιδραστικά τους χαρακτηριστικά που δυσκολεύουν την παλαιστινιακή αντίσταση. Αλλά στηρίζουμε την υπαρκτή αντίσταση απέναντι στο σιωνιστικό κράτος και τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Αφενός γιατί οι Παλαιστίνιοι χρειάζονται τη διεθνή αλληλεγγύη για να αποκρούσουν, για να αντέξουν, για να περιορίσουν τις απώλειες, για να πιεστεί και πολύ περισσότερο για να αποτραπεί η επιθετικότητα του Ισραήλ. Αφετέρου, γιατί η διευκόλυνση και η ενίσχυση της προσπάθειας που κάνουν οι σύντροφοι της Παλαιστινιακής Αριστεράς, περνά και από την δράση της Αριστεράς στη Δύση υπέρ του παλαιστινιακού αγώνα.
Να θυμίσουμε ότι οι ταξικοί αγώνες, που δίνει το κάθε κίνημα στη χώρα του, έχουν την τάση να εμπνέεουν διεθνώς. Να θυμίσουμε επίσης την αρχική ευφορία που υπήρξε στις παλαιστινιακές οργανώσεις την εποχή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτός ακόμα διαδήλωνε υπέρ της Παλαιστίνης. Ή τους δεσμούς που σφυρηλατεί μια νέα γενιά Παλαιστινίων αγωνιστών με οργανώσεις της Αριστεράς, που εμπλέκονται στο διεθνές κίνημα BDS. Τέτοιες εμπειρίες δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να «επικοινωνήσει» η Αριστερά με το παλαιστινιακό κίνημα, και άρα να συμβάλει στη δημιουργία όρων να χτιστούν αποτελεσματικά εργαλεία αντίστασης -ταξικά, σοσιαλιστικά- στην ίδια την Παλαιστίνη. Μέχρι εκείνο το σημείο όμως έχουμε πολύ δρόμο. Μέχρι τότε, οι Παλαιστίνιοι έχουν το δικαίωμα να αντιστέκονται όπως μπορούν κι εμείς την υποχρέωση να τους στηρίζουμε όπως μπορούμε.
Αντιιμπεριαλισμός και αντιεθνικισμός
Στην Ελλάδα που εξελίσσεται σε ενεργότατο και προθυμότατο μέλος του «άξονα» που υποστηρίζει το Ισραήλ και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό στην περιοχή, γίνεται ακόμα πιο κεντρική η πάλη για τη διεθνή απομόνωση, για τη διακοπή διπλωματικών, στρατιωτικών κι εμπορικών σχέσεων με το Ισραήλ, για να σπάσει η Ελλάδα τον «άξονα» μαζί του.
Ο παλαιστινιακός αγώνας πάντα αποτελούσε προτεραιότητα στην αντι-ιμπεριαλιστική ατζέντα της Αριστεράς. Σήμερα μπορεί να αποτελέσει και την πυξίδα για τον προσανατολισμό του αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος. Το οποίο για να συγκρουστεί με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, βρίσκεται μπροστά στο καθήκον να συγκρουστεί με μια αμερικανική πολιτική ηγεσία που εκφράζει ένα ρεύμα «εθνικής προτεραιότητας». Το οποίο επίσης για να συγκρουστεί σήμερα με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, οφείλει να συγκρουστεί μετωπικά και με την ελληνική εξωτερική πολιτική και τις ιεραρχήσεις που κάνει ο ελληνικός εθνικισμός για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης.