Ο τίτλος είναι από ένα αφιέρωμα-γνωριμία με το έργο του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Δημήτρη Φατούρου, που διοργανώνει το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (από 15/3 έως 28/4/2017). Ένα έργο που άρχισε να διαμορφώνεται προς τα μέσα της δεκαετίας του 1940 για να διακοπεί συνειδητά το 1966. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και διετέλεσε καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1959-96), συμμετέχοντας ταυτόχρονα ενεργά στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης.
Ο όρος «δίοδος» εισάγεται από τον ίδιο με σκοπό να γεφυρώσει την ζωγραφική και την αρχιτεκτονική, «την καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας με εκείνη της Θεσσαλονίκης και, το πιο σημαντικό, τις πνευματικές αναζητήσεις της γενιάς του ’30 με εκείνες των καλλιτεχνών της γενιάς του ’60», όπως αναφέρεται στο ενημερωτικό έντυπο. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του, μεταξύ των οποίων ο Βαλέριος Καλούτσης, ο Νίκος Κεσσανλής, ο Βλάσης Κάνιαρης και ο Δημήτρης Κοντός.
Η Έκθεση περιλαμβάνει περισσότερα από 140 ζωγραφικά έργα, καθώς επίσης και συμπληρωματικό υλικό σε προθήκες. Σκίτσα με διάφορα σχέδια που δείχνουν χαμόσπιτα, διάφορα τοπία, καπηλειά, αρχαιολογικούς χώρους κλπ., ή πολλές χρωματιστές προσωπογραφίες ζωγραφισμένες σε χαρτί με τέμπερα και μολύβι ή άλλες ζωγραφιές που δείχνουν ερωτευμένα ζευγάρια ή πορτρέτα γυναικών ή εσωτερικών χώρων κλπ. Επίσης, υπάρχουν πολλοί άτιτλοι πίνακες με πολύ έντονο το αφαιρετικό στοιχείο. Ένα τέτοιο σχέδιο, το οποίο φέρει τον τίτλο, «Συντριπτική ωραιότητα», φτιαγμένο με ελάχιστες γραμμές, «πιθανότατα εκφράζει το δέος που ένιωσε ο δημιουργός στη θέα ενός όμορφου τοπίου, το οποίο μπορεί να ήταν και ένα γυναικείο σώμα», όπως αναφέρεται στο ενημερωτικό έντυπο. Προφανώς ήταν τόσο ισχυρή η ομορφιά της εικόνας που έβλεπε, ώστε ο ίδιος να υποταχτεί (συντριβεί) σε αυτή.
Οι συνθήκες Κατοχής τον επηρέασαν βαθιά, όπως εξάλλου πολλούς καλλιτέχνες, με αποτέλεσμα να σκιτσάρει «δύο εφιαλτικές εικόνες που θα ήθελε αλλά δεν έπρεπε να ξεχάσει». Ιδιαίτερα το σκίτσο με τίτλο «Πείνα», είναι ένα σχέδιο, το οποίο αναπαριστά νεκρούς και ετοιμοθάνατους ανθρώπους που κείτονται στους δρόμους της Αθήνας υπό το βλέμμα των Ναζί κατακτητών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα σκίτσο με τίτλο, «Η φυγή που ξεσκίζει την καρδιά», το οποίο, κατά πως φαίνεται, αναπαριστά τον ίδιο σε νεαρή ηλικία, βασανισμένο από τον έρωτα. Επίσης, στα τελευταία έργα του, δοκιμάζει νέες διαδρομές και μέσα έκφρασης. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα. Σε ένα άτιτλο πίνακα, ο οποίος είναι διαμορφωμένος από τη σύνδεση τεσσάρων σελίδων, στη μία από αυτή γράφει:
«ΚΙΝΗΘΕΙΚΑΤΕ ΠΟΤΕ;
ΝΙΚΗΘΕΙΚΑΤΕ ΠΑΝΤΟΥ
ΚΟΙΜΗΘΕΙΚΑΤΕ
ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑΤΕ
ΠΟΤÉ;
ΠÒΤΕ;»
Σε ένα άλλο σχέδιό του, αποτυπώνοντας μονολεκτικά διάφορες σκέψεις, την μία κάτω από την άλλη, σε κάθετη στήλη, διαβάζουμε:
«ΣΥΜΠΙΕΣΙΣ / ΠΙΕΣΙΣ / ΕΛΞΙΣ / ΕΞΙΣ / ΠΕΡΙΞ / ΠΤΕΡΥΞ / ΤΕΡΨΙΣ / ΠΕΨΙΣ / ΛΕΞΙΣ / ΚΑΛΥΞ / ΟΡΑΤΟ / ΤΗΣ / ΤΟΞΟΤΗΣ / ΟΤΙ / ΟΤΙ / ΚΟΙΛΟΤΗΣ / ΠΙΕΣΙΣ».
Τέλος, αυτά που χαρακτηρίζουν το έργο του Φατούρου, ξέχωρα από το ότι ακολουθεί μια ιδιότυπη-ιδιόμορφη τεχνική, είναι προπαντός «το ‘’πάθος για σωματικότητα’’ και η ερωτική αντιμετώπιση του τοπίου», τα οποία αποτελούν δομικά στοιχεία της δουλειάς του και «τη βασική αιτία που το έργο του διατηρήθηκε αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων».