Ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι αξίες των μετοχών και των ομολόγων των αμερικανικών περιφερειακών τραπεζών βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση.
Και μια πολύ μεγάλη ελβετική τράπεζα, η Credit Suisse, βρίσκεται κοντά στη χρεωκοπία (ΣτΜ: το άρθρο γράφτηκε στις 15 Μαρτίου, αρκετές μέρες πριν την κρατικά καθοδηγημένη εξαγορά της τελευταίας από την UBS). Μπροστά μας μοιάζει να ξεδιπλώνεται μια χρηματοοικονομική κρίση που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008. Ποια θα είναι η απάντηση των νομισματικών και χρηματοοικονομικών αρχών;
Πίσω στα 1928, ο τότε Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και τραπεζίτης Άντριου Μέλον προώθησε μια αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός και η -τροφοδοτούμενη από τις φθηνές πιστώσεις- κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο. Με δική του εντολή, η Διοίκηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια τα οποία κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 1929 σε ιστορικά υψηλό επίπεδο. Μόλις δυο μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1929, το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υπέστη το χειρότερο κραχ στην ιστορία του, σε αυτό που ονομάστηκε «Μαύρη Τρίτη». Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Το 1929 ο Μέλον δεν πτοήθηκε. Συμβούλευσε τον τότε πρόεδρο Χούβερ να «εκκαθαρίσουμε την εργατική δύναμη, να εκκαθαρίσουμε μετοχές, να εκκαθαρίσουμε αγρότες, να εκκαθαρίσουμε ακίνητη περιουσία... θα καθαρίσει τη σαπίλα από το σύστημα. Το υψηλό κόστος ζωής και τα υψηλά επίπεδα διαβίωσης θα μειωθούν. Οι άνθρωποι θα εργάζονται σκληρότερα, θα ζουν πιο ηθικά. Οι αξίες θα αναπροσαρμοστούν και οι πραγματικοί επιχειρηματίες θα πάρουν τη σκυτάλη από τους λιγότερο ικανούς, μαζεύοντας τα ερείπιά τους». (ΣτΜ: Αποδίδουμε ως «εκκαθάριση» τον όρο «liquidate»,που περιγράφει τη «ρευστοποίηση» με την έννοια της μετατροπής σε ρευστό χρήμα, αλλά και το κλείσιμο μιας επιχείρησης, ενώ μεταφορικά περιγράφει και την εξολόθρευση).
Επιπλέον, ο Μέλον υποστήριξε το ξεσκαρτάρισμα των «αδύναμων» τραπεζών, ως μια σκληρή αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος. Αυτό το «ξεσκαρτάρισμα» θα επιτυγχανόταν μέσω της άρνησης δανεισμού μετρητών στις τράπεζες (λαμβάνοντας δάνεια και άλλες επενδύσεις ως εγγύηση) και μέσω της άρνησης να τεθούν περισσότερα μετρητά σε κυκλοφορία. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 ακολούθησε το μεγάλο τραπεζικό κραχ.
Το 2008, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι Αρχές στόχευσαν αρχικά σε κάτι παρόμοιο. Άφησαν την επενδυτική τράπεζα Bear Stearns να πτωχεύσει. Αλλά στη συνέχεια ήρθε και η επόμενη, η Lehman Bros. Η Fed αρχικά αμφιταλαντεύτηκε και τελικά αποφάσισε να μην τη διασώσει. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια τεράστια κατάρρευση των μετοχών και άλλων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και μια βαθιά ύφεση, η Μεγάλη Ύφεση. Ο τότε πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, ήταν υποτίθεται ένας μελετητής της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 και παρόλα αυτά συμφώνησε να αφεθεί να χρεοκοπήσει η τράπεζα. Στη συνέχεια αναγνώρισε ότι ως«δανειστής έσχατης καταφυγής», η Fed είχε το καθήκον να αποτρέπει τέτοιες καταρρεύσεις, ιδίως για αυτές τις τράπεζες που είναι «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν», οι οποίες θα διέσπειραν τις χρεοκοπίες σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Είναι σαφές ότι σήμερα οι κυβερνήσεις και οι νομισματικές Αρχές θέλουν να αποφύγουν τη γραμμή «εκκαθαρίστε, εκκαθαρίστε» και κραχ όπως της Lehman, ακόμη και αν μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση θα ξεφορτωνόταν τα «άχρηστα βάρη» και τη «σαπίλα του συστήματος», προκειμένου να ξημερώσει μια νέα μέρα. Πολιτικά, θα ήταν καταστροφικό για τις κυβερνήσεις που θα επόπτευαν μια ακόμη τραπεζική κατάρρευση και οικονομικά, θα προκαλούσε πιθανότατα μια νέα και βαθιά ύφεση. Έτσι, είναι προτιμότερο να τυπωθεί περισσότερο χρήμα για να διασωθούν οι καταθέτες και οι κάτοχοι ομολόγων των τραπεζών και να αποτραπεί η χρηματοπιστωτική μετάδοση -καθώς το τραπεζικό σύστημα είναι εξαιρετικά διασυνδεδεμένο.
Αυτό ήταν που έκαναν τελικά οι Αρχές το 2008-9 και αυτό θα κάνουν και αυτή τη φορά. Οι αξιωματούχοι αρχικά δεν ήταν σίγουροι ότι πρέπει να διασωθεί η Silicon Valley Bank (SVB). Γρήγορα άλλαξαν γνώμη, μετά τις πρώτες ενδείξεις ενός εκκολαπτόμενου τραπεζικού πανικού (μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων) σε όλες τις ΗΠΑ. Συνεντεύξεις με αξιωματούχους που συμμετείχαν στις σχετικές συζητήσεις ή είχαν άμεση πληροφόρηση για αυτές, δίνουν την εικόνα ενός «κολασμένου» τριημέρου. Η Credit Suisse είναι επίσης πιθανό να λάβει παρόμοια οικονομική στήριξη.
Υπάρχουν και σήμερα υποστηρικτές της προσέγγισης του Μέλον και τα επιχειρήματά τους εξακολουθούν να έχουν βάση. Ο Κεν Γκρίφιν, ιδρυτής του μεγάλου αμοιβαίου επενδυτικού κεφαλαίου (hedge fund) Citadel, δήλωσε στους Financial Times ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έπρεπε να παρέμβει για να προστατεύσει όλους τους καταθέτες της SVB. Συνέχισε: «Οι ΗΠΑ υποτίθεται ότι είναι μια καπιταλιστική οικονομία και αυτό καταρρέει μπροστά στα μάτια μας... Με την κυβέρνηση να διασώζει πλήρως τους καταθέτες χάθηκε η οικονομική πειθαρχία». Πρόσθετε ότι δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να υπάρξει «ηθικός κίνδυνος». «Οι απώλειες για τους καταθέτες θα ήταν ήσσονος σημασίας δεδομένων των συνθηκών, ενώ θα γινόταν σε όλους σαφές ότι είναι αναγκαίο να κάνουν διαχείριση ρίσκων/κινδύνων».
Ο «ηθικός κίνδυνος» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση που δημιουργείται όταν οι τράπεζες και οι εταιρείες θεωρούν ότι μπορούν πάντα να πάρουν χρήματα ή πίστωση από κάπου, συμπεριλαμβανομένου του κράτους. Έτσι, αν κάνουν απερίσκεπτες κερδοσκοπικές ενέργειες που πάνε στραβά, δεν πειράζει. Θα διασωθούν. Όπως μπορεί να το έθετε ο Μέλον: Είναι ανήθικο.
Το αντεπιχείρημα στα παραπάνω είναι ότι δεν γίνεται όταν οι τράπεζες μπλέκουν σε περιπέτειες να χάνουν τα χρήματά τους οι καταθέτες τους που δεν φέρουν καμία ευθύνη. Συνεπώς οι κυβερνήσεις πρέπει να παρεμβαίνουν για να σώζουν τους καταθέτες. Και αυτό το επιχείρημα έχει επίσης βάση. Όπως το έθεσε ένας άλλος δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης hedge fund, ο Μπιλ Άκμαν, κατά την κατάρρευση της SVB, ο Ομοσπονδιακός Οργανισμός Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation – FDIC) πρέπει «να εγγυηθεί ρητά όλες τις καταθέσεις τώρα», διότι «δεν θα λειτουργήσει ούτε η οικονομία μας, ούτε το τοπικό και περιφερειακό τραπεζικό μας σύστημα». Ο Μαρκ Κιούμπαν (ΣτΜ: δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και περσόνα των media) εξέφρασε την απογοήτευσή του για το ανώτατο όριο ασφάλισης της FDIC το οποίο εγγυάται έως 250.000 δολάρια για κάθε ξεχωριστό τραπεζικό λογαριασμό, θεωρώντας το«πολύ χαμηλό». Επέμεινε επίσης ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα πρέπει να αγοράσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της SVB. Ο Δημοκρατικός βουλευτής από την Καλιφόρνια Έρικ Σουάλγουελ μπήκε επίσης στο χορό, γράφοντας στο Twitter ότι «πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα καλυφτούν όλες οι καταθέσεις που υπερβαίνουν το όριο της FDIC στα 250 χιλιάδες δολάρια».
Η ειρωνεία εδώ έγκειται στο ότι αυτοί που ζητούν διασώσεις σήμερα είναι αυτοί οι επενδυτές (ΣτΜ: venture capitalists, αυτοί που παρέχουν κεφάλαια –κατά κανόνα– σε νεοφυείς επιχειρήσεις σε αρχικό στάδιο και σε αναδυόμενες εταιρείες που έχουν κριθεί ότι έχουν υψηλές δυνατότητες ανάπτυξης ή έχουν επιδείξει υψηλή ανάπτυξη), οι οποίοι συνήθως υποστηρίζουν σθεναρά την «ελεύθερη αγορά χωρίς καμία κρατική παρέμβαση». Ένας άλλος υποστηρικτής των κρατικών διασώσεων είναι κάποιος Σακς, παλιός συνεργάτης του επενδυτή Πίτερ Τίελ, ο οποίος πιστεύει με θέρμη στις «ελεύθερες αγορές» και στον «καπιταλισμό». Αλλά ήταν το Founders Fund του Τίελ αυτό που συνέβαλλε στο να ξεκινήσει ο τραπεζικός πανικός που βύθισε αρχικά την SVB.
Ο αρθρογράφος των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, εξήγησε πώς έχει το δίλημμα. «Οι τράπεζες αποτυγχάνουν. Και όταν αυτό συμβαίνει, εκείνοι που κινδυνεύουν με απώλειες φωνάζουν να υπάρξει κρατική διάσωση». Το δίλημμα είναι ότι «αν το απειλούμενο κόστος [της κατάρρευσης] είναι αρκετά μεγάλο, θα το πετύχουν [να υπάρξει διάσωση]. Με αυτόν τον τρόπο, κρίση με την κρίση, δημιουργήσαμε έναν τραπεζικό τομέα που θεωρητικά είναι ιδιωτικός, αλλά στην πράξη είναι “πτέρυγα” του κράτους. Το τελευταίο με τη σειρά του προσπαθεί να περιορίσει την τάση των μετόχων και των διοικήσεων να εκμεταλλεύονται τα δίκτυα ασφαλείας που απολαμβάνουν. Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, αλλά δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της». Άρα καταλήγουμε στον ηθικό κίνδυνο, γιατί η εναλλακτική είναι ο Αρμαγεδδών. Όπως καταλήγει ο Γουλφ: «είναι ένα μπλεγμένο χάλι».
Ποια είναι λοιπόν η λύση που προσφέρεται για να αποφευχθούν αυτά τα συνεχή τραπεζικά χάλια; Ο προοδευτικός (ΣτΜ: «liberal» με την αμερικανική έννοια του όρου) οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ, μας λέει ότι «η SVB αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από την αποτυχία μιας μεμονωμένης τράπεζας. Είναι σύμβολο βαθιάς αποτυχίας στην άσκηση τόσο της ρυθμιστικής όσο και της νομισματικής πολιτικής. Όπως και η κρίση του 2008, ήταν προβλέψιμη και προβλεπόμενη». Αλλά αφού μας είπε ότι η ρύθμιση δεν απέδιδε, ο Στίγκλιτζ υποστηρίζει ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη και αυστηρότερη ρύθμιση! «Χρειαζόμαστε αυστηρότερη ρύθμιση, για να διασφαλίσουμε ότι όλες οι τράπεζες είναι ασφαλείς». Για πείτε μας, αλήθεια, πόσο καλά έχει πάει αυτό ως τα τώρα;
Κανείς δεν λέει τίποτα περί δημόσιας ιδιοκτησίας των τραπεζών.Τίποτα ως προς το να γίνει ο τραπεζικός τομέας μια δημόσια υπηρεσία, αντί να είναι ένας τεράστιος τομέας απερίσκεπτης κερδοσκοπίας. Η SVB κατέρρευσε επειδή οι ιδιοκτήτες της πόνταραν στην άνοδο των τιμών των κρατικών ομολόγων και στα χαμηλά επιτόκια για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Αλλά το σχέδιο πήγε στραβά και τώρα οι άλλοι πελάτες των τραπεζών θα πληρώσουν το τίμημα μέσω αυξημένων προμηθειών και ζημιών για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα -και θα μειωθεί η χρηματοδότηση των παραγωγικών επενδύσεων για να πληρωθούν οι ζημιές από ένα ακόμη τραπεζικό χάλι.
Πριν από 13 χρόνια είχα πει τα παρακάτω: «Η απάντηση για την αποφυγή μιας νέας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης δεν είναι απλώς περισσότερη ρύθμιση (ακόμη και αν αυτή δεν «νερωθεί», όπως συνέβη με τους ρυθμιστικούς κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ). Οι τραπεζίτες θα βρουν νέους τρόπους να χάσουν τα χρήματά μας, τζογάροντας τα για να βγάλουν κέρδη για τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους. Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, ήταν η αγορά “ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης” (subprime mortgages), τα οποία ήταν τυλιγμένα σε περίεργα χρηματοοικονομικά πακέτα που ονομάζονταν ενυπόθηκες εξασφαλίσεις (mortgage backed securities) και εξασφαλισμένα ομόλογα χρέους (credit default swaps), κρυμμένα εκτός των ισολογισμών των τραπεζών, τα οποία κανείς δεν καταλάβαινε, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών. Την επόμενη φορά θα είναι κάτι άλλο. Στην απελπισμένη αναζήτηση του κέρδους και της απληστίας, δεν υπάρχουν “Προμηθεϊκά δεσμά” που να περιορίζουν τα χρηματοπιστωτικά τεχνάσματα».
Ας επιστρέψουμε στο δίλημμα της επιλογής μεταξύ «ηθικού κινδύνου» και «εκκαθάρισης». Όπως έλεγε ο Μέλον, η εκκαθάριση των αποτυχιών, ακόμη και αν αυτή σημαίνει ύφεση, είναι μια αναγκαία διαδικασία για τον καπιταλισμό. Είναι μια διαδικασία «δημιουργικής καταστροφής», όπως την περιέγραψε το 1930 ο οικονομολόγος Τζόζεφ Σουμπέτερ. Η εκκαθάριση και η καταστροφή των αξιών κεφαλαίου (μαζί με τη μαζική ανεργία) μπορεί να θέσει τις βάσεις για έναν «πιο γεροδεμένο και σε φόρμα» καπιταλισμό, ικανό να ανανεωθεί και να βρεθεί σε θέση για περισσότερη εκμετάλλευση και συσσώρευση με βάση την υψηλότερη κερδοφορία για εκείνους που θα επιβιώσουν από την καταστροφή.
Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. Έχει γίνει όλο και πιο δύσκολο για τους σχεδιαστές στρατηγικής του κεφαλαίου -τις νομισματικές Αρχές και τις κυβερνήσεις- να εξετάσουν σοβαρά την επιλογή της εκκαθάρισης. Αντ’αυτού, η ύπαρξη «ηθικού κινδύνου» είναι η μόνη επιλογή για να αποφευχθεί μια μεγάλη ύφεση και μια πολιτική καταστροφή για τις ενενεργεία κυβερνήσεις. Όμως, οι διασώσεις και ένας νέος γύρος ενέσεων ρευστότητας, όχι μόνο θα ανέτρεπαν πλήρως τις μάταιες προσπάθειες των νομισματικών Αρχών να ελέγξουν τα ακόμη υψηλά ποσοστά πληθωρισμού. Θα σημάνουν επίσης την παράταση της χαμηλής κερδοφορίας, των χαμηλών επενδύσεων και της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας στις οικονομίες που δεν θα μπορούν να ξεφύγουν από την κατάσταση ζόμπι στην οποία βρίσκονται. Το μόνο που θα έχουμε θα είναι ακόμα περισσότερη Μακρά Στασιμότητα.