αναδημοσίευση από alterthess.gr

Η μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση συνεχίζεται. Με δεδομένο πως κανείς στοιχειωδώς σοβαρός παρατηρητής της πορείας των πραγμάτων δεν ισχυρίζεται πως η κατάσταση εξελίσσεται έστω υποφερτά, με δεδομένο, δηλαδή, πως υπάρχει γενική συναίνεση πως η κρίση συνεχίζεται και η ανάκαμψη αργεί, ο διάλογος και η αντιμαχία αφορούν το τι πρέπει να γίνει.

Ως προς αυτό, μπορούμε να πούμε πως οι δύο βασικές «ετερόδοξες» προσεγγίσεις στο θέμα –θέτοντας του νεοφιλελεύθερους οπαδούς της ανταγωνιστικής λιτότητας απέναντι- είναι εξαιρετικά αποκλίνουσες. 

Οι κεϋνσιανοί υποστηρίζουν πως η υπέρβαση της κρίσης θα έλθει με το σωστό χειρισμό της «ενεργού ζήτησης». Έτσι, ο Στίγκλιτς θεωρεί πως μόνο η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης μπορεί να δώσει ώθηση στην ανάκαμψη και, συνεπώς, με μια φιλολαϊκή τροπή της σκέψης του, υποστηρίζει πως η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας θα αποτελούσε μια πολύ σοφή κίνηση για όλους «μας». Η πρώτη αντίρρηση προέρχεται από έναν, εν πολλοίς, ομοϊδεάτη του, τον εξίσου διάσημο Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος αποδέχεται μεν την πρωτοκαθεδρία της ζήτησης, επισημαίνει, ωστόσο, πως προφανώς αυτή θα μπορούσε να προκύψει από τη μεγαλύτερη δαπάνη για πολυτελή αγαθά από μέρους των πλουσίων. Πράγμα που, αντίθετα με την προσδοκία του Στίγκλιτς, θα μπορούσε να υποβοηθηθεί από μια επιδείνωση της διανομής του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων. 

Οι μαρξιστές απορρίπτουν συνολικά το κεϋνσιανό σχήμα υπενθυμίζοντας πως ο καπιταλισμός δεν έχει ως στόχο την παραγωγή χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών, αλλά τη διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή κέρδους. Από αυτήν την καθοριστική άποψη, η λειτουργία του συστήματος δεν είναι να ικανοποιεί την κατανάλωση, αλλά τη συσσώρευση. Πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η επένδυση ο οδηγός της οικονομικής μεγέθυνσης στον καπιταλισμό. Και επένδυση αναλαμβάνεται μόνο όταν πληρούνται οι συνθήκες για υψηλή κερδοφορία. Πράγμα που, επιπλέον, σημαίνει πως η κερδοφορία είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την καπιταλιστική μεγέθυνση –χωρίς αυτήν, καμία «καταναλωτική ώθηση» δεν έχει την παραμικρή σημασία.

Η ελληνική περίπτωση αποτελεί μια καλή case study, που θάλεγε ο Γιώργος Παπανδρέου και όλοι οι χαρβαρντιανοί μας διανοούμενοι, για να ελεγχθεί η εγκυρότητα των βασικών προσεγγίσεων. Ας το δούμε, λοιπόν, λίγο το θέμα μας κι από αυτήν την άποψη.

Η μέθοδος που ακολούθησε το ελληνικό κεφάλαιο προκειμένου να ισχυροποιηθεί στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό υπήρξε η μεγάλη συμπίεση του μεριδίου των μισθών στο ετήσιο προϊόν. Αυτή η «επένδυση» στην όλο και εντονότερη εκμετάλλευση της εργασίας είναι διαρκής για τον ελληνικό καπιταλισμό τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αρκεί να σημειώσουμε πως το μερίδιο της εργασίας από 62% το 1973, όπως διαμορφώθηκε με συνεχή πτώση στη διάρκεια της χούντας, πήγε στο 69% το 1979 και αφού άγγιξε το 72% στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έπιασε το ιστορικό χαμηλό του το 2005 με 59,5%. Σήμερα, με την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, τείνει να συμπιεστεί κάτω από το 50% του ΑΕΠ, πράγμα που κατατάσσει τον ελληνικό καπιταλισμό στις ακραίες εκδοχές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Με άλλα λόγια, η εντύπωση ενός μεγάλου μέρους «προοδευτικών» εν γένει οικονομολόγων, πολιτικών και σχολιαστών πως η ενίσχυση της ζήτησης μέσω της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, δηλαδή μέσω της αύξησης των μισθών, θα ήταν προς όφελος της «εθνικής οικονομίας», άρα και της ελληνικής άρχουσας τάξης, αστοχεί από πολλές απόψεις. Από τη μία, είναι σαν να υποθέτει πως αυτή η ακραία εκμεταλλευτική πολιτική είναι κάτι σαν ανόητη αστοχία, ενώ πρόκειται για μια διαχρονική ταξική επιλογή. Από την άλλη, στο μέτρο που ισχυρίζεται πως η μισθολογική αύξηση είναι προς όφελος και των ελλήνων καπιταλιστών, εν τέλει, δεν κατανοεί το στοιχειώδες: η αύξηση των μισθών σημαίνει (και εδώ πρόκειται για ταυτολογία) μείωση των κερδών.  Κι αυτό τη στιγμή που όλη η σύγκρουση γίνεται για να αναταχθεί η κερδοφορία σε βάρος των εργαζόμενων.

Το δυστύχημα είναι πως αυτές οι νεοκεϋνσιανής κλίσης προσεγγίσεις επηρεάζουν ένα μεγάλο τμήμα και της ριζοσπαστικής ακόμη Αριστεράς. Και, εξαιτίας αυτού, υπάρχει, στο συγκεκριμένο τμήμα,  η πεποίθηση πως μια πολιτική «εθνικής σωτηρίας» μπορεί να είναι βιώσιμη στο μέτρο που θα συσπειρώσει «ευρύτερα» κοινωνικά στρώματα. Είναι δυστύχημα δε γιατί αντιλαμβάνεται την πολιτική εναλλακτική με όρους εφαρμογής ενός συνεκτικού προγράμματος καταπολέμησης της ύφεσης μέσω της «τόνωσης της ζήτησης». Κι αυτό, ενώ ο θόρυβος των πλησιαζόντων γεγονότων, για να θυμηθούμε το μεγάλο ποιητή, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως αυτό που επίκειται δεν είναι ο «δημοκρατικός προγραμματισμός», αλλά μια ιστορικής έκτασης σύγκρουση στην περίπτωση που η ριζοσπαστική Αριστερά αναλάβει την διακυβέρνηση στην Ελλάδα.

Η αύξηση του εισοδήματος της εργασίας δεν θα γίνει για «αναπτυξιακούς» λόγους, αλλά για να πληρώσουν οι πλούσιοι. Επενδύσεις δεν θα έλθουν παρά μόνο αν το δημόσιο τις αναλάβει αποφασιστικά για τις ανάγκες των πολλών. Χρηματοδότηση δεν θα υπάρξει αν δεν περάσουν οι τράπεζες σε δημόσια ιδιοκτησία υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

Επιπλέον, όλα αυτά δεν θα ανοίξουν το δρόμο στον μεγάλο κοινωνικό μετασχηματισμό αν πορευόμαστε ως νομισματικοί φετιχιστές της δραχμής χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πως η επιλογή του ευρωπαϊκού και του διεθνούς πεδίου γι’ αυτήν τη μάχη είναι στρατηγική. Χωρίς τη βοήθεια ενός μεγάλου τμήματος των ευρωπαίων εργαζομένων και το συντονισμό των ζωντανών κινημάτων στην ευρωπαϊκή τουλάχιστον επικράτεια κανένα σχέδιο δεν έχει τύχη.

Ετικέτες