Σε παραδείγματα από τις αντιστάσεις σε δύσκολους χώρους εργασίας, όπου ο συνδικαλισμός δεν είναι αυτονόητος και η εργοδοτική τρομοκρατία είναι καθεστώς, αλλά και στον προβληματισμό για τους τρόπους ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων επικεντρώθηκαν οι ομιλητές της συζήτησης «Οργανώνοντας τις αντιστάσεις των νέων επισφαλώς εργαζομένων και ανέργων», την τρίτη μέρα του 2ου Φεστιβάλ Νέων ΣΥΡΙΖΑ.
Στην Ελλάδα των μνημονίων και της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων (μείωση βασικού μισθού, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απελευθέρωση απολύσεων, γενικευμένη ευέλικτη και ανασφάλιστη εργασία ειδικά για τους νέους), είναι επείγουσα προτεραιότητα να οργανώσουμε τα συνδικάτα στη νέα συγκυρία και να επαναπροσδιορίσουμε τη στρατηγική τους, ώστε να σωθεί η εργατική τάξη από τη σημερινή αντεργατική λαίλαπα κυβέρνησης-τρόικας και αφεντικών.
Εμπειρίες από τις ΗΠΑ
Οι εμπειρίες που μετέφερε από τις ΗΠΑ η Patricia Kahle (κίνημα «fight for 15») ήταν εξαιρετικά χρήσιμες. Έχοντας εμπλακεί ενεργά στην πρόσφατη απεργία των εργαζομένων στα fast-food και των πωλητών στα πολυκαταστήματα, αναφέρθηκε σε μια σειρά από τρόπους με τους οποίους αυτή και οι συνάδελφοί της καταφέρνουν να υπερασπίζονται εργασιακά δικαιώματα και να κερδίζουν μάχες ενάντια στις απολύσεις, στη μητρόπολη του καπιταλισμού.
«Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η αρχική οργάνωση, να βρούμε τους ανθρώπους που θα συμφωνούσαν να οργανώσουν το σωματείο μαζί μας. Νομίζω ότι αυτό θα ήταν αδύνατο, αν δεν είχαμε οργανώσει πρώτα την αλληλεγγύη στο σωματείο των δασκάλων, όταν οι τελευταίοι κατέβηκαν σε απεργία, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Θέλαμε να κερδίσουμε τους ανθρώπους σε μια πολιτική βάση, όπου ήταν δυνατόν, και όχι μόνο σε οργανωτικό επίπεδο –όπως ήταν η τακτική των συνδικαλιστικών οργανώσεων εν γένει– γιατί γνωρίζαμε ότι θα δίναμε μάχες, όχι μόνο πάνω σε απλά οικονομικά θέματα, αλλά και πολιτικές μάχες γύρω από το ρατσισμό, τη σεξουαλική παρενόχληση και τις ταξικές πολιτικές».
Για να συσπειρώσουν κόσμο γύρω από το σωματείο, ξεκίνησαν καμπάνιες για ζητήματα που θα μπορούσαν να κερδίσουν πλατιά υποστήριξη, όπως η πολιτική παρουσιών της εταιρίας (να απολύεσαι επειδή είσαι έγκυος ή είχες ατύχημα) και η σεξουαλική παρενόχληση.
Παρά τις αντιδράσεις της εργοδοσίας, αυτή η επαφή με τους συναδέλφους βοήθησε για να προχωρήσουν σε μια πρώτη μειοψηφική απεργία με σύνθημα «Δεκαπέντε δολάρια την ώρα κατώτατος μισθός και αναγνώριση του σωματείου» (γι’ αυτό και «fight for 15»).
Η επέκταση της απεργίας σε άλλα καταστήματα του Σικάγου και σε άλλες πόλεις έκανε τον κόσμο να αισθανθεί ως κομμάτι ενός ευρύτερου κινήματος και να κερδίσει αυτοπεποίθηση.
«Αρχίσαμε φορώντας κόκκινα t-shirts μία ημέρα την εβδομάδα στη δουλειά, σαν επίδειξη της δύναμης και της ενότητάς μας. Ήταν επίσης ένας τρόπος για να μετρηθεί πόσο ισχυρή οργάνωση είχαμε, με βάση το πόσο πολλοί άνθρωποι θα συμμετάσχουν. Αποφασίσαμε ότι χρειαζόμασταν περισσότερο από μια μονοήμερη απεργία, οπότε σχεδιάσαμε να απεργήσουμε δύο ημέρες, 31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου.
Ήταν ακόμα μια μειοψηφική απεργία, αλλά είχαμε διπλάσιους εργαζομένους από ό,τι πριν και οι εργαζόμενοι, νέοι στο συνδικαλισμό, είχαν μάθει πολλά μετά από δύο μήνες. Την προηγούμενη φορά ήταν διστακτικοί να βγάλουν λόγο, να φωνάξουν συνθήματα , αλλά αυτή τη φορά ήταν επικεφαλής στις πικετοφορίες. Το να αναδειχθούν ηγετικές φιγούρες στο χώρο εργασίας είναι πολύ σημαντικό για να χτίσεις ένα πετυχημένο σωματείο».
Δημιουργικότητα
Χαρακτηριστικά είναι όσα εξιστόρησε η Patricia για τις μεθόδους αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων, που αποδεικνύουν ότι οι δημοκρατικές συνδικαλιστικές διαδικασίες από τη βάση δίνουν χώρο στους εργαζόμενους να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους, ώστε να αντιπαλέψουν τις επιθέσεις των αφεντικών.
«Αυτό που έχουμε μάθει είναι ότι η συλλογική δράση, και η απεργία ειδικότερα, παραμένει το ισχυρότερο όπλο μας. Όμως τα αφεντικά είναι πολύ εκπαιδευμένα στο να βρίσκουν τρόπους να υπονομεύουν την οργάνωσή μας και γι’ αυτό πρέπει κι εμείς να βρίσκουμε καινούργιους και δημιουργικούς τρόπους για να τους παρακάμψουμε και να κάνουμε απεργία.
Όταν η διοίκηση προσπαθεί να εξαγοράσει τους εργαζόμενους, δίνοντάς τους μικρές αυξήσεις ή δίνοντάς τους μικρά πράγματα, όπως να τους επιτρέπει να πίνουν νερό και καφέ σε ώρα εργασίας, βγάλαμε ένα φυλλάδιο με τίτλο “Ευχαριστούμε-Θα ξαναπεργήσουμε”. Με τον τρόπο αυτό ενθαρρύναμε τους εργαζόμενους να μη ρίχνουν το επίπεδο του αγώνα, κάθε φορά που ο εργοδότης δίνει κάτι.
Για να αντιταχθούμε στις πειθαρχικές συναντήσεις, προσπαθήσαμε να μειώσουμε την απόδοση της εργασίας, τηρώντας κατά γράμμα τους κανονισμούς. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που καλούσαν κάποιο για μια πειθαρχική ακρόαση, μειώναμε το ρυθμό της εργασίας, κοιτώντας συνέχεια μια ετικέτα στο ταμείο, ακόμη και αν ξέραμε τον κωδικό απέξω.
Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να επιβραδύνουμε την εργασία κατά σχεδόν 100%. Τις ώρες αιχμής αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στα νούμερα των πωλήσεων. Γνωρίζοντας ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, οι εργοδότες σταμάτησαν τις πειθαρχικές συναντήσεις και οι εργάτες έφευγαν χωρίς να τιμωρηθούν».
Η Γιώτα Λαζαροπούλου, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων της Eθνοdata, αναφέρθηκε στις δυσκολίες για την οργάνωση ενός επιχειρησιακού και ενός κλαδικού σωματείου στο χώρο των «ενοικιαζόμενων» εργαζομένων του τραπεζικού τομέα. Παρά τα γραφειοκρατικά εμπόδια όμως, τις αντικειμενικές δυσκολίες του χώρου και τη λυσσώδη αντίδραση των παχυλά αμειβόμενων διευθυντικών στελεχών, η δράση των δύο σωματείων έφερε αποτελέσματα.
«Με απεργίες και άλλες μορφές κινητοποιήσεων υπογράφηκε η πρώτη συλλογική σύμβαση στην Eθνοdata, που απαγόρευε τις απολύσεις και καθόριζε μικτό μισθό τα 1.000 ευρώ, ενώ ο ΣΥΔΑΤ απέτρεψε τουλάχιστον 3 απολύσεις. Όταν πετύχαμε μικρές νίκες, όπως επαναπρόσληψη συναδέλφων κλπ, πολλοί πλησίασαν το σωματείο. Είναι αφέλεια να νομίζουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε τους τραπεζίτες με διαλόγους».
Το αίτημα βέβαια της κατάργησης του δουλεμπορικού τρόπου εργασίας με «ενοικίαση» παραμένει, όπως και η ένταξη των εργαζομένων αυτών στους οργανισμούς και τις τράπεζες για τις οποίες δουλεύουν κανονικά.
Μισθωτοί τεχνικοί
Ο Δημήτρης Τσακαλωμάτης, από το Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών, ένα σωματείο που ιδρύθηκε μόλις το 1999 για να καλύψει και τους εργαζόμενους με μπλοκάκι και τους ανέργους του κλάδου, απαρίθμησε τα προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος και πρότεινε κάποιες λύσεις υπέρβασής τους (άνοιγμα στους ανέργους, ενότητα, μαζικότητα, αλληλεγγύη).
Ταυτόχρονα τόνισε την ανάγκη «να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Μιλάμε για θάνατο των συνδικάτων, από τη στιγμή που δεν μπορούν να διαπραγματευτούν το βασικό, που είναι ο μισθός. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα δώσει το νομοθετικό οπλοστάσιο να λειτουργήσουν και τα σωματεία καλύτερα. Μόνη της δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αλλά με τη δυναμική των σωματείων και μιας κυβέρνησης που θα τα στηρίζει, μπορούμε να πετύχουμε ουσιαστικές νίκες».
Ο εργατολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Αποστόλης Καψάλης, εξήγησε γιατί κατά τη γνώμη του είναι λάθος οι διαχωρισμοί που προσπαθούμε να κάνουμε στον κόσμο της εργασίας. «Στην καρδιά της κρίσης και της ύφεσης, οι διακρίσεις καλά ή κακά αμειβόμενων, δημόσιος ή ιδιωτικός, είναι πλέον πολύ δύσκολες. Ένας που δουλεύει μια μέρα την εβδομάδα δεν ξέρεις αν είναι άνεργος ή όχι, ενώ πολλοί κάνουν 2 και 3 δουλειές, χωρίς καμία σχέση μεταξύ τους.
Είναι λάθος να υψώνουμε εμείς τα διαχωριστικά τείχη και να ξεπηδούν κινήσεις ανέργων ή συλλογικότητες για τους επισφαλείς εργαζόμενους. Η ευελιξία αφορά πλέον τους πάντες, σε λίγο ακόμα και τον σκληρό πυρήνα της δημόσιας απασχόλησης. Η επισφάλεια είναι εγγενής στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Πρέπει να συζητάμε για την οργάνωση του εργατικού κινήματος, για να απαλλαγούμε από τα μνημόνια».
Συγχρόνως, όρισε την αναγκαιότητα άμεσης ανασύνταξης του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος, ως την πρώτη και βασική προϋπόθεση για να υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς. «Πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και αυτό πρέπει η Αριστερά και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ να το βάλουν στην προμετωπίδα της συζήτησής τους. Η κυβέρνηση της Αριστεράς και μια πολιτική πέρα από τα μνημόνια δεν μπορεί να γίνουν, αν δεν έχουν ως κύριο άξονα την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Με ένα εργατικό κίνημα που δεν μπορεί να δίνει απαντήσεις, ηττημένο, που δεν μπορεί ούτε καν να αμύνεται αξιοπρεπώς, δεν μπορεί η Αριστερά να φτάσει στη διακυβέρνηση μέσα από ομαλό κοινοβουλευτικό τρόπο, πόσο μάλλον στην κατάκτηση της εξουσίας.
Και αυτό δεν πρέπει να το κάνουμε φοβούμενοι μη μας πούνε εργατιστές. Και στην Ελλάδα, η μισθωτή εργασία, η εργατική τάξη είναι η πλειοψηφία στο σύνολο της απασχόλησης. Ήδη, πριν την κρίση, οι μισθωτοί στη χώρα αντιπροσώπευαν το 67-70%. Αν προσθέσουμε τα μπλοκάκια και τους πρώην αυταπασχολούμενους που τώρα εργάζονται για ένα μεροκάματο, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εργατική τάξη είναι η μεγάλη πλειοψηφία στη σύνολο της κοινωνίας.
Άρα δεν πρόκειται για μια νοσταλγία των ηρωικών στιγμών του εργατικού κινήματος, αλλά για μια πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δούμε μορφές ανασυγκρότησης και οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος».
Και ως τέτοιες πρότεινε την οργάνωση τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και τη δημιουργία μεγάλων συνδικάτων που θα ενώνονται σε κοινή βάση.