Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και τουλάχιστον μέχρι την απαρχή της νεοφιλελεύθερης μεταστροφής, εφαρμόστηκε η πολιτική του «κοινωνικού συμβολαίου», δηλαδή ενός συμβιβασμού ανάμεσα στα ταξικά συμφέροντα της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και στις οικονομικές και κοινωνικές επιδιώξεις των αστικών τάξεων. Οι λόγοι που έκαναν εφικτή τη λειτουργία αυτών των «κοινωνικών συμφωνιών» είναι, μεταξύ άλλων, η επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης των καπιταλιστικών οικονομιών, η σχετική έντονη παρουσία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και των αριστερών πολιτικών σχηματισμών. Επίσης, η σχεδόν πλήρης απασχόληση του εργατικού δυναμικού και, ως εκ τούτου, η ανάγκη σύναψης ενός «κοινωνικού συμβολαίου» που να διασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής έναντι μιας σχετικής αναδιανεμητικής εισοδηματικής πολιτικής προς όφελος της μισθωτής εργασίας και της εξασφάλισης της λειτουργίας των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας.
Κοινωνική συναίνεση και σοσιαλδημοκρατία
Στο πολιτικό επίπεδο, αυτή η πολιτική κοινωνικής συναίνεσης εκφράστηκε κυρίως από τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, για τα οποία αποτέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό. Αυτό συνέβη και στην ελληνική πραγματικότητα με το «συμβόλαιο της αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησής του (1981-89), όπου διασφαλίζονταν οι όροι της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, παράλληλα με μια ορισμένη βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής τάξης: εισοδηματική βελτίωση, δημοκρατικό θεσμικό συνδικαλιστικό πλαίσιο, εθνικό σύστημα υγείας κλπ. Εντούτοις η παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970, ξεπεράστηκε ενδιάμεσα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 για να επανακάμψει κατά πολύ δριμύτερη από το τέλος της δεκαετίας του 2000, οδήγησε στη γενικευμένη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών, προκειμένου να αντιστραφεί η πτωτική πορεία του ποσοστού κέρδους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Κατ' αυτό τον τρόπο η κλασική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, μαζί και η ελληνική εκδοχή της, άρχισαν να μετατοπίζονται προς τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, από τον ήπιο μονεταρισμό στον νεοφιλελευθερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και τελικά προς τον απροσχημάτιστο ακραίο νεοφιλελευθερισμό, που μετάλλαξε το ΠΑΣΟΚ σε ακραιφνώς κόμμα του «σοσιαλφιλελευθερισμού», οδηγώντας στην ολοσχερή του απονομιμοποίηση στο επίπεδο των πολιτικών εργατικών εκπροσωπήσεων (από το 44% του 2009 στο αμφίβολο σημερινό 5%). Και ενώ αυτά συμβαίνουν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και εξαιρετικά δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η βασιμότητα των παραπάνω, διαπιστώνει κανείς, στο πλαίσιο μιας ορισμένης αντίληψης εντός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την επιμονή στη σύναψη της «κοινωνικής συμφωνίας». Ενός συμβολαίου ανάμεσα στην ανάπτυξη της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και στην ικανοποίηση των ζωτικών εργατικών αναγκών, που θα είναι σε θέση να επιφέρει την «ανόρθωση της χώρας», στο πλαίσιο μιας «επανεκκίνησης» της ελληνικής οικονομίας. Έτσι συμπληρώνεται το δίπτυχο των «δεσμεύσεων» τόσο προς τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο (εξαγγελίες της ΔΕΘ) όσο και προς τον επιχειρηματικό κόσμο (προτάσεις ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας).
Το καίριο ζήτημα δεν είναι ότι αυτή η αμφίπλευρη πολιτική κατεύθυνση που εκφράζεται εντός του ΣΥΡΙΖΑ (ταυτόχρονα προς την αστική και την εργατική τάξη) έχει αμφίσημα ριζοσπαστικά και σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, αλλά το αν μπορεί να επιφέρει την αποτελεσματικότητα, δηλαδή την (καπιταλιστική) οικονομική ανάκαμψη μαζί με μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης και επούλωσης των πληγμάτων που έχουν δεχθεί οι λαϊκές τάξεις από τις συνέπειες της κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής. Αν στο πρόγραμμα της ΔΕΘ δόθηκε η προτεραιότητα στην πολιτική των «κατωτάτων ορίων» (αποκατάσταση κατώτατου μισθού, σύνταξης και επιδόματος ανεργίας), στην περίπτωση της απεύθυνσης προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο η προτεραιότητα αφορά κάθε δυνατό μέτρο διευκόλυνσης και προαγωγής της ανάπτυξής του: σταθερό φορολογικό σύστημα χωρίς επαναφορά του συντελεστή φορολόγησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας στο 45% από το 20% που είναι σήμερα, χρησιμοποίηση των δημόσιων επενδύσεων για την τόνωση της ιδιωτικής οικονομίας, αποκατάσταση του «υγιούς» ανταγωνισμού της «ελεύθερης αγοράς», χρηματοδοτική και κεφαλαιακή στήριξη των ζημιογόνων επιχειρήσεων που απειλούνται με εκκαθάριση κλπ.
Από την πλευρά των αντιπαρατιθέμενων ταξικών δυνάμεων
Κατά συνέπεια, στο πολιτικό επίπεδο ο κόσμος της μισθωτής εργασίας καλείται να συστρατευθεί παράλληλα με τον επιχειρηματικό κόσμο, μέσα από μια «κοινωνική συμφωνία», έτσι ώστε να αναδειχθεί μια διαταξική προσπάθεια για την «ανόρθωση της οικονομίας». Μια τέτοια πολιτική γραμμή είναι αναποτελεσματική στην επίτευξή της από πολλές πλευρές, γι' αυτό αδυνατεί να διαμορφώσει όρους οικονομικής ανάταξης με ταυτόχρονη εξασφάλιση των λαϊκών συμφερόντων. Ουσιαστικά επανέρχεται το κλασικό σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο, το οποίο όμως έχει αποτύχει πανηγυρικά, ακριβώς γιατί είναι ανέφικτο σε περίοδο βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης, ενώ είναι εφικτό σε περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, ισχύος του εργατικού κινήματος και σχετικά πλήρους απασχόλησης, που όμως ουδόλως είναι η σημερινή ελληνική περίπτωση. Πώς τίθεται έτσι το ζήτημα στη σημερινή συγκυρία από την πλευρά των αντιπαρατιθέμενων ταξικών δυνάμεων;
Από την πλευρά των αστικών δυνάμεων του επιχειρηματικού κόσμου καταγράφεται ήδη μια πενταετής εμπειρία, η οποία είναι ενδεικτική:
Καταρχάς, η κρίση υπερσυσσώρευσης, που είναι κρίση της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας, έχει οδηγήσει σημαντικό μέρος των ζημιογόνων επιχειρήσεων στο κλείσιμο, προκαλώντας την εκτίναξη της ανεργίας στο ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού.
Κατόπιν, το επιχειρηματικό κεφάλαιο εδώ και μια εξαετία βρίσκεται σε κατάσταση επενδυτικής αποχής, εξαιτίας της εξαιρετικά χαμηλής αποδοτικότητας του κεφαλαίου, δηλαδή του περιορισμού κερδοφόρων πεδίων επένδυσης.
Τέλος, η αστική τάξη, παράλληλα με τα ευρωπαϊκά τραπεζικά και πολιτικά κέντρα, έχει απαιτήσει και επιβάλλει διαμέσου του πολιτικού της προσωπικού όλες τις μνημονιακές μεταλλάξεις, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση της σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Μ' αυτά τα δεδομένα πρακτικής των αστικών οικονομικών δυνάμεων, τι είδους «κοινωνική συμφωνία» μπορεί να συναφθεί με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και «υγιή» υπόσταση; Αυτό που επιδιώκει η ελληνική αστική τάξη, με βάση τη στάση της στη μνημονιακή πενταετία, δεν είναι παρά η περαιτέρω ανάπτυξη των κερδοφόρων θυλάκων του εταιρικού τομέα της οικονομίας με την ταυτόχρονη εκκαθάριση των ζημιογόνων επιχειρηματικών κεφαλαίων, τη διατήρηση της ανεργίας σε σταθερά υψηλά επίπεδα και σε ένα ευρύτερο περιβάλλον κοινωνικής ερήμωσης, και ουδόλως η συνολική παραγωγική ανάπτυξη της κοινωνίας.
Αλλά και από την άλλη πλευρά, των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, η σύναψη «κοινωνικής συμφωνίας», μέσα στο πεδίο του σύγχρονου κοινωνικού ολοκαυτώματος, μοιάζει με τραγέλαφο. Ενδεικτικά, σημειώνω: Οι εργατικοί μισθοί και συντάξεις έχουν κατακρεουργηθεί προς όφελος της επιχειρηματικής εργοδοσίας κατά 40% περίπου στην τελευταία πενταετία. – Τα εργατικά συνδικαλιστικά δικαιώματα έχουν υποστεί συντριπτικά πλήγματα στο επίπεδο του συλλογικού αλλά και του ατομικού εργατικού δικαίου. – Η ανεργία, που έχει προκαλέσει η ίδια η κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού, αγκαλιάζει πλέον το ένα τρίτο του συνολικού εργατικού δυναμικού. – Τα συστήματα προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών (ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης) έχουν τεθεί σε τροχιά ολοσχερούς παραφθοράς. Μ' αυτά τα κοινωνικά δεδομένα της απροσμέτρητης καταστροφής τι είδους «κοινωνικό συμβόλαιο» μπορεί να συναφθεί μεταξύ μισθωτής εργασίας και επιχειρηματικού κεφαλαίου, μεταξύ του θύτη και του θύματος;
Μ' αυτά τα δεδομένα, το εγχείρημα νεκρανάστασης της χρεοκοπημένης ιστορικά σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής της «κοινωνικής συμφωνίας», και μάλιστα στη δίνη μιας καπιταλιστικής κρίσης που ανακυκλώνεται διαρκώς, όχι μόνο είναι χωρίς κοινωνικό όφελος για τον μισθωτό εργαζόμενο κόσμο, αλλά και ανέφικτο. Η μοναδική πολιτική, πιστεύω, που μπορεί να διασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη παράλληλα οπωσδήποτε με την κοινωνική δικαιοσύνη, δεν θα επιτευχθεί με τέτοιου είδους κοινωνικές εταιρικές διαδικασίες, που θέτουν στο απυρόβλητο τα ταξικά συμφέροντα της «επιχειρηματικότητας. Πρέπει, αντίθετα, να φέρουμε στο προσκήνιο πολλά: τον εργατικό έλεγχο στις επιχειρήσεις, την κοινωνικοποίηση στρατηγικών οικονομικών κλάδων (από τα τρόφιμα μέχρι τη χαλυβουργία, από τα ναυπηγεία μέχρι τα τσιμέντα), τη δραστική φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας (τουλάχιστον στο 50%), τη συνεταιριστική παραγωγική οργάνωση, την εθνική δημοκρατική ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας, τον κοινωφελή χαρακτήρα λειτουργίας των δημόσιων επιχειρήσεων κ.ά. Τέτοια είναι τα αριστερά πρόσημα για έναν άλλο δρόμο.