Αν η αποδέσμευση από το μνημόνιο και η έξωση της τρόικας εξελιχθούν σε «αντικατάστασή» τους από θεσμούς και μηχανισμούς που δεν αμφισβητούν τον πυρήνα του δημοσιονομικού ζουρλομανδύα της Ευρωζώνης αυτό θα προκαλέσει ιδεολογικοπολιτική δοκιμασία για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ δημιούργησε πολιτικό τετελεσμένο για όλη την ΕΕ και τις κυβερνητικές ηγεσίες των χωρών της. Η ισχυρή αμφισβήτηση της λιτότητας από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη φαίνεται να είναι μη αναστρέψιμη τάση, έστω κι αν πρόκειται να διοχετευτεί εκλογικά όχι μόνο σε αριστερόστροφους σχηματισμούς, όπως οι Podemos, αλλά και σε εθνικιστικά ή ακροδεξιά κόμματα, όπως της Λεπέν. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ηγεσία της ΕΕ και της Ευρωζώνης όσο και τα κυβερνώντα κόμματα των χωρών αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο μέχρι το προσεχές φθινόπωρο να βρεθούν μπροστά σε έναν ριζικά διαφορετικό πολιτικό χάρτη στην Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει ότι η έκβαση της διαπραγμάτευσης με τη νέα ελληνική κυβέρνηση αποκτά καταλυτικό χαρακτήρα για όλη την πολιτική ελίτ της ΕΕ. Από τα συμφραζόμενα των συναντήσεων του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών σε Παρίσι, Ρώμη, Λονδίνο, όπως και από την παρέμβαση Ομπάμα, προκύπτει ότι πολλοί παράγοντες εργάζονται και επεξεργάζονται ήδη το περιεχόμενο και τη μορφή ενός συμβιβασμού μεταξύ δανειστών και νέας ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, το «νέο συμβόλαιο» για το οποίο κάνει λόγο ο Γ. Βαρουφάκης διασταυρώνεται με τις πληροφορίες ότι ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ επεξεργάζεται ένα νέο πλαίσιο επιτήρησης της Ελλάδας, χωρίς την ενοχλητική παρουσία της «εξωθεσμικής» τρόικας. Η γερμανική ηγεσία προς το παρόν «τσινάει» και είναι άγνωστο υπό ποιους όρους θα συμβιβαστεί.
Η διαφαινόμενη μεταστροφή των δανειστών από την αδιαλλαξία στη διαλλακτικότητα σχετίζεται με δύο στοιχεία: Πρώτον, η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ έχει αποσύρει από το ρητορική της τα πιο ακανθώδη στοιχεία «απειλής» και «εκβιασμού» προς τους δανειστές, μετατοπιζόμενη σε μια εκστρατεία πειθούς για τη δυνατότητα ευρωπαϊκών θεσμικών εναλλακτικών λύσεων («συμφωνία γέφυρα», «νέο συμβόλαιο» κ.λπ.). Δεύτερον, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι διατεθειμένες να αξιοποιήσουν το ρήγμα που προκαλεί η εκλογική νίκη ΣΥΡΙΖΑ κατά της λιτότητας, διεκδικώντας έκαστη για λογαριασμό της την περίφημη ευελιξία στην εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας. Ιδιαίτερα τώρα που η ΕΚΤ ετοιμάζεται να τυπώσει χρήμα. Όλες οι κυβερνήσεις περιμένουν σαν μάννα εξ ουρανού την εκκίνηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από τις αρχές Μαρτίου, με τα 60 δισ. ευρώ το μήνα, προκειμένου να αποφύγουν τη διολίσθηση σε έναν νέο κύκλο ύφεσης.
QE χωρίς ελληνικές «σκιές»
Αυτό το τελευταίο στοιχείο, το πρόγραμμα της ΕΚΤ, ίσως αποτελεί και την αιτία μιας διαφαινόμενης επίσπευσης του συμβιβασμού δανειστών-ελληνικής κυβέρνησης. Θεωρητικά, το χρονοδιάγραμμα της διαπραγμάτευσης εκτείνεται μέχρι τον Ιούλιο, οπότε προκύπτει ανάγκη χρηματοδοτικής κάλυψης ομολόγων ύψους 5,1 δισ. που λήγουν. Ωστόσο, η εκκίνηση του προγράμματος της ΕΚΤ το Μάρτιο, για το οποίο άλλωστε ενδιαφέρεται ζωηρά και η αμερικανική κυβέρνηση, καθιστά αναγκαία την εφαρμογή του χωρίς σκιές και αμφιβολίες. Και μια ευρω-ελληνική ρήξη ή εκκρεμότητα δεν είναι ό,τι καλύτερο για το σχέδιο του Ντράγκι. Έτσι, δεν αποκλείεται η επίσπευση της διαπραγμάτευσης μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, τουλάχιστον ως προς το σκέλος τού αν και υπό ποιους όρους η Ελλάδα θα συνεχίζει να βρίσκεται σε κάποιας μορφής εταιρική σχέση με τους δανειστές της.
Βεβαίως, αυτό καταλήγει σε μιαν εφ’ όλης της ύλης αναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, η οποία είναι αδύνατο να γίνει χωρίς να περιλαμβάνει και νέους όρους αποπληρωμής του χρέους, πράγμα που οι δανειστές επ’ ουδενί διατίθενται να συζητήσουν τώρα. Ωστόσο, όπως συνέβη και από την αρχή της κρίσης, η Ελλάδα αποτέλεσε αφορμή και αντικείμενο παραγωγής πρωτότυπου κοινοτικού και παρα-κοινοτικού δικαίου με σταθερά εμβαλωματικό τρόπο (δημιουργία EFSF και ESM, τρόικα, δανειακές συμβάσεις, μνημόνια, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Σύμφωνο για το ευρώ+, τραπεζική ένωση κ.λπ.). Δεν αποκλείεται να δούμε κι αυτήν τη φορά νέα θεσμικά υβρίδια που λύνουν μέρος του προβλήματος και μεταθέτουν τη λύση του μείζονος -στην προκειμένη περίπτωση, του χρέους- σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η «συσκευασία»
Το αν μια τέτοια μεταβατική συμφωνία μπορεί να αποτελέσει το πρόπλασμα ενός «έντιμου συμβιβασμού» εξαρτάται από πολλά πράγματα. Κυρίως από το αν παρέχεται στη νέα κυβέρνηση χρόνος και χρήμα για να υλοποιήσει μερικές από τις πιο επείγουσες δεσμεύσεις της, να ανακτήσει κάποια αυτονομία στην άσκηση της οικονομικής της πολιτικής και να υλοποιήσει κάποια μέτρα ανακούφισης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Από κει και πέρα, η «συσκευασία» του επιδιωκόμενου συμβιβασμού, η επίτευξη του οποίου θα περάσει από πολλές εναλλαγές ρήξεων και προσεγγίσεων, έχει τις δυσκολίες της. Αν η αποδέσμευση από το μνημόνιο και η έξωση της τρόικας εξελιχθούν σε «αντικατάστασή» τους από θεσμούς και μηχανισμούς που δεν αμφισβητούν τον πυρήνα του δημοσιονομικού ζουρλομανδύα της Ευρωζώνης (Σύμφωνο Σταθερότητας, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Κανονισμός 472/2013 και παρελκόμενα), αλλά απλώς «εξορθολογίζουν» την εφαρμογή τους στις ειδικές συνθήκες της ύφεσης, αυτό θα προκαλέσει ιδεολογικοπολιτική δοκιμασία για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η οποία, ωστόσο, ενδεχομένως θα αντισταθμιστεί σε κάποιο βαθμό από μια ευρεία αποδοχή του συμβιβασμού από την κοινή γνώμη, με τη βοήθεια και ενός μιντιακού συστήματος που επιδεικνύει αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στη νέα κατάσταση...