Η πολιτική συζήτηση για το 2015, για αυτή τη μεγάλη ευκαιρία ανατροπής που δημιούργησαν οι οξύτατοι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες της περιόδου μετά τον ΓΑΠ στο Καστελόριζο, για την ευκαιρία που χάθηκε με την πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, για την πολιτική που οδήγησε στην ήττα με το 3ο μνημόνιο, παραμένει μια ανοιχτή «πληγή» για τον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων κοινωνικής αντίστασης.
Οι αποφάσεις και οι συγκρούσεις εκείνης της σημαντικής περιόδου παρήγαν πολιτικά αποτελέσματα που παραμένουν ενεργά ακόμα στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Η διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, η δυνατότητα ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ αλλά με «βήμα σαλιγκαριού», η απόσυρση των ελπίδων μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων και λαϊκών ανθρώπων από το πολιτικό/εκλογικό «παιχνίδι», η στροφή στη μαζική αποχή και στον «κανένα», που δημιουργεί ευκαιρίες για «αντιπολιτεύσεις» ακραίας αστάθειας και πτητικότητας, είναι λίγα μόνο από τα αποτελέσματα των πράξεων και παραλήψεων εκείνης της εποχής.
Οι απολογισμοί των παραδοσιακών ηγεσιών των καθεστωτικών κυβερνητικών κομμάτων καθορίζονται από επιφανειακή δημαγωγία. Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι το 2015 ήταν μια «στιγμή» μεγάλης επικινδυνότητας και αχρείαστων θυσιών. Κρύβει ότι στην τελική πράξη του 2015, στη συζήτηση για την αποδοχή του τρίτου μνημονίου, ο ίδιος και το κόμμα του πρόσθεσαν την υπογραφή αλλά και την ψήφο τους στη Βουλή στις αποφάσεις του επιτελείου του Αλέξη Τσίπρα. Κρύβει, κυρίως, την επίγνωση των καθεστωτικών στελεχών ότι η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου είχε αποτύχει στην επιβολή του δεύτερου μνημονίου, ήταν απολύτως ανίκανη να επιβάλει το ερχόμενο τρίτο μνημόνιο και αντιμετώπιζε τον κίνδυνο μιας ανεξέλεγκτης πολιτικής κατάρρευσης. Η σταδιακή αποστασιοποίηση του Ευάγγελου Βενιζέλου από το «περιβάλλον» της ΝΔ και η επανασυμφιλίωσή του με το στελεχικό δυναμικό της «κυβερνώσας Αριστεράς» δείχνει την επίγνωση ενός τμήματος των καθεστωτικών δυνάμεων για το γεγονός ότι το 2015 την «έβγαλαν καθαρή» μόνο και μόνο γιατί πήραν την ανέλπιστη βοήθεια του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ.
Ο απολογισμός του επιτελείου του Αλ. Τσίπρα ξεπερνάει τα όρια του υπερφίαλου και προδιαγράφει μια πορεία προς ακόμα πιο συντηρητικές κατευθύνσεις. Αισθάνονται, λέει, υπερήφανοι γιατί «έβγαλαν τη χώρα από τα μνημόνια», γιατί άφησαν στον Μητσοτάκη τα συσσωρευμένα υπερπλεονάσματα του διαβόητου «μαξιλαριού» και γιατί έθεσαν τα θεμέλια για την τρέχουσα εξωτερική πολιτική του ακραία φιλονατοϊκού προσανατολισμού του ελληνικού κράτους, των μεγάλων εξοπλισμών, των ΑΟΖ και των εξορύξεων στην Ανατολική Μεσόγειο και, συνακόλουθα, των διπλωματικοστρατιωτικών «αξόνων» με το Ισραήλ και τη δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο! Όλα αυτά «εμείς τα κάναμε» υπογράμμιζε αμέριμνα στο «Βήμα» ένας κεντρικός «σύμβουλος» και θεωρούμενος ως «αυθεντικός εκφραστής» του πρώην πρωθυπουργού. Σε αυτήν τη βάση, ο Αλ. Τσίπρας διαρρέει συστηματικά προσχέδια μιας πιθανής «επιστροφής» και προς το παρόν συγγράφει… ΝΕΠ (όχι, δεν πρόκειται για επιστροφή στον Λένιν, αλλά για μια κάποια Νέα Εθνική Πυξίδα). Διαβάζοντας κανείς αυτό το πόνημα θα διαπίστωνε ότι χρειάζεται γενναιοδωρία για να το κατατάξει πολιτικά, αφού οι ιδέες του κινούνται κάπου ανάμεσα στον Γιάγκο Πεσματζόγλου (του αλησμόνητου ΚΟΔΗΣΟ) και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο (του «κυριαρχισμού», αλλά πάντα μέσα στο «ανήκομεν στη Δύση»). Μωραίνει Κύριος…
Δυστυχώς, και οι παρεμβάσεις του ΚΚΕ δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό. Σειρά άρθρων (και κάποια με «βαριές» υπογραφές) επαναφέρουν την άποψη ότι στην περίοδο 2010-15 δεν παιζόταν και κάτι σημαντικό, και γι’ αυτό το Κόμμα έπραξε απολύτως σωστά με το να μην κάνει… τίποτα! Είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι κανείς δεν αισθάνεται εκεί την ανάγκη για μια πειστική απάντηση στο γεγονός ότι στο τέλος μιας μακράς περιόδου κρίσης, μεγάλων αγώνων και μεγάλων πολιτικών ανακατατάξεων, το ΚΚΕ βγήκε με μικρότερες δυνάμεις από όσες διέθετε στο ξεκίνημα της περιόδου.
Αποτίμηση;
Σε αυτό το έδαφος ήταν πιο ενδιαφέρουσα η προσπάθεια των συζητήσεων που οργάνωση η εφημερίδα «Εποχή», με εισηγητές κυρίως από το μετά τον Κασσελάκη κύμα αποχωρήσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ που προσανατολίστηκαν στη Νέα Αριστερά.
Όμως αυτή η συζήτηση, δυστυχώς (και υπογραμμίζω το δυστυχώς) καθορίστηκε από την τάση απολογητισμού για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του Αλ. Τσίπρα.
Η τάση αυτή έγινε φανερή εκ προοιμίου. Πολλή έμφαση δόθηκε στους «επώδυνους συμβιβασμούς» και στην υπενθύμιση ότι υπήρχε ένα «πιστόλι στον κρόταφο». Στη συζήτηση για τους «συμβιβασμούς» το μόνο πολιτικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι το εάν και κατά πόσο αυτοί ήταν αναγκαίοι και προωθητικοί (από τη σκοπιά των εργαζομένων και της διεκδίκησης της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης) και όχι το εάν και κατά πόσον ήταν «επώδυνοι» (για ποιον κυρίως;). Όσο για το «πιστόλι», είναι ένα σπάνιο αυτογκόλ, γιατί αν κάποιοι ήλπιζαν ότι θα κυβερνήσουν με το πιστόλι με το μέρος τους, άλλα πράγματα θα έπρεπε να κάνουν πριν τον Γενάρη του 2015.
Όμως ποιο ήταν αυτό το «πιστόλι στον κρόταφο» των κυβερνητικών στελεχών; Ο Αντ. Παπαγιαννίδης το παρουσίασε εξ’ αρχής: «Η Τρόικα ήταν αποφασισμένη να θέσει ζήτημα εξόδου από το ευρώ». Πρόκειται για δημοσιογραφική πληροφορία, για εκτίμηση, για (σοβαρή) πολιτική πιθανότητα, για απειλή, αλλά όχι για πολιτικό γεγονός. Δέκα χρόνια μετά, δεν γνωρίζουμε αν η Κομισιόν και η ΕΚΤ θα ανέβαζαν πράγματι αυτό το «πιστόλι» στον κρόταφο της κυβέρνησης Τσίπρα, γιατί η κυβέρνηση υποχώρησε απ’ όλες τις βασικές προεκλογικές της υποσχέσεις πριν η Τρόικα χρειαστεί να περάσει από τις απειλές στις πράξεις (που θα είχαν, όπως όλοι γνωρίζουμε, κόστος για όλες τις πλευρές…).
Έχει υποτιμηθεί η πολιτική σημασία της ακύρωσης των υπεσχημένων «μονομερών ενεργειών» αντιλιτότητας, που περιλαμβάνονταν ως άμεσα μέτρα στο προεκλογικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Το σημείο υπογραμμίστηκε από τις ερωτήσεις του κοινού στη συζήτηση της «Εποχής». Ο Στ. Τομπάζος θύμισε τις κρίσιμες «μεταβατικές» πολιτικές επιλογές του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ: Εθνικοποίηση των τραπεζών, φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, έλεγχο στη «δραπέτευση» κεφαλαίων, στάση πληρωμών των δόσεων χρέους. Οι απαντήσεις του Γ. Δραγασάκη, αλλά και του Ευκλ. Τσακαλώτου, ήταν μια αναπαραγωγή της θεωρίας του «πιστολιού στον κρόταφο»: Εάν αυτά είχαν επιδιωχθεί, τότε η κυβέρνηση θα οδηγείτο σε αδυναμία εγγύησης των καταθέσεων των πολιτών, σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, σε μείωση των γενικών εσόδων του κράτους και των εσόδων από τον ΦΠΑ και τελικά «η Ελλάδα θα έμενε μόνη στη στάση πληρωμών». Μόνο που το 2018, όταν γινόταν η αποτίμηση της «μνημονιακής» περιόδου για να υπογραφεί η συμφωνία με τους δανειστές, οι καταθέσεις των εργαζομένων και λαϊκών ανθρώπων είχαν εξαερωθεί, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ήταν ρεκόρ σε καιρό ειρήνης, τα έσοδα του κράτους και τα έσοδα από τον ΦΠΑ «υπαγόρευαν» δραματική αύξηση των συντελεστών (υπερ)φορολόγησης όσων ζουν από την εργασία τους, η Ελλάδα είχε μείνει «μόνη» στο τελευταίο βαγόνι της δρακόντειας λιτότητας, μακράν πίσω από τις άλλες χώρες των PIGS που αντιμετώπισαν επίσης τη «μνημονιακή» επίθεση της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Αυτά αναδεικνύουν την υποκρισία της επίκλησης της «γραμμής του εφικτού». Το εφικτό, κάθε φορά, δεν είναι προκαθορισμένο. Η «γραμμή του εφικτού» μετακινείται, σε όρια που περιλαμβάνουν τις αλλαγές στον ταξικό συσχετισμό, τα αποτελέσματα της πολιτικής δράσης, τη στάση των κομμάτων της Αριστεράς. Και πολύ περισσότερο όταν αυτά έχουν βρεθεί στην κυβερνητική εξουσία, και δεν την αντιμετωπίζουν ως αυτοσκοπό αλλά ως «όπλο» και ως δυνατότητα για να προωθήσουν σημαντικές αλλαγές (θυμάται κανείς εκείνες τις «τομές»;) προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Κάθε πολιτική συζήτηση έχει κρίσιμες και «αποκαλυπτικές» στιγμές. Στο τριήμερο της «Εποχής», ανάλογη ήταν η τοποθέτηση του Γ. Σταθάκη. Με την άνεση και το χαμόγελο που τον χαρακτηρίζει, περιέγραψε την κυβερνητική πολιτική του δραματικού πρώτου εξαμήνου του 2015 ως το «χρονικό μιας προαναγγελθείσας συμφωνίας». Ο Σταθάκης είναι (προς τιμήν του) ειλικρινής και δεν αισθάνεται την ανάγκη να κρύβεται. Οι κρίσιμες αποφάσεις του ’15 ήταν οι προαποφασισμένες επιλογές ενός κλειστού επιτελείου (αυτού που τότε αποκαλούσαμε «περίκλειστο κόμμα μέσα στο κόμμα», γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα) που αποφάσισε να επιχειρήσει να κυβερνήσει σε συμβιβασμό με την ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους δανειστές. Με αυτόν τον προσανατολισμό, το τρίτο μνημόνιο ήταν το μόνο που μπορούσε να επιτύχει και τις συνέπειες τις λούζεται σήμερα η κοινωνική πλειοψηφία, αλλά και οι πρωταγωνιστές της εποχής της «κυβερνώσας Αριστεράς».
Φυσιολογικά, το κοινό έθεσε το στοιχειώδες ερώτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Αυτή η «προαναγγελθείσα συμφωνία» από ποιο συλλογικό σώμα είχε εγκριθεί; Η απάντηση δεν δόθηκε, γιατί δεν υπάρχει. Οι κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις του καυτού εξαμήνου του 2015 δεν είχαν την έγκριση κομματικών οργάνων, ακόμα και αυτών που το Καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ όριζε ως «ανώτατα» (ΠΓ, ΚΕ).
Το «κενό» δημοκρατίας δεν αφορά μόνο τις οικονομικές αποφάσεις, αλλά και τον σχηματισμό της κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ (που δεν εγκρίθηκε από καμιά «πλειοψηφία») και κυρίως την επιλογή του Πρ. Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας (που εγκρίθηκε από την Κ.Ο., σε μια συνεδρίαση με την παρουσία μελών της ΠΓ, λίγα μόλις λεπτά πριν ο Τσίπρας ανακοινώσει την προαποφασισμένη επιλογή του). Η υποβάθμιση της κομματικής λειτουργίας σε εικονική, δεν άρχισε ούτε στην περίοδο της «ανεξέλεγκτης διεύρυνσης» (2019-23), ούτε στην περίοδο Κασσελάκη.
Οι αποφάσεις για τον Καμμένο και τον Παυλόπουλο ήταν μια βάναυση παραβίαση των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ για τις πιθανές πολιτικές συμμαχίες που είχαν βάλει το όριο: «από την αριστερά της αριστεράς, μέχρι τη μη-μνημονιακή σοσιαλδημοκρατία». Ο Αρ. Μπαλτάς είχε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των συνεδριακών κειμένων του ΣΥΡΙΖΑ. Στο τριήμερο της «Εποχής», επέλεξε να δικαιολογήσει αυτή την πρώτη «διεύρυνση» των συμμαχιών προς την καραμανλική πτέρυγα και την «κυριαρχική» Δεξιά, ως αναγκαία για να αποφευχθεί μια παραλυτική κρίση. Άλλωστε, και στην ιστορία του κινήματος και της Αριστεράς, συνήθως έτσι δικαιολογούνταν εκ των υστέρων τα «μικρά βήματα» μετατόπισης προς έναν άλλο «μεγάλο δρόμο»…
Με τις αποφάσεις αναζήτησης του συμβιβασμού με την ντόπια κυρίαρχη τάξη, του «πάση θυσία» συμβιβασμού με την Τρόικα και της πολύπλευρης διεύρυνσης που απέκλειε τελικά μόνο «τη Σαμαρική Δεξιά και την ακροδεξιά», το πολιτικό σχέδιο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» ακυρώθηκε. Στη θέση του επιχειρήθηκε το σχέδιο «Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας», που ως όριο είχε να βγάλει «τη χώρα» (δηλαδή τον ελληνικό καπιταλισμό) από το βάραθρο της μνημονιακής κρίσης. Οι πρωταγωνιστές ήλπιζαν ότι θα ανταμειφθούν με μια μακρά κυβερνητική θητεία που, ίσως, θα τους επέτρεπε αργότερα να πάρουν και κάποια μέτρα πέρα από αυτά που επέλεξαν να «υιοθετήσουν». Ως συνήθως, όταν το νερό άρχισε να μπαίνει στο αυλάκι, κλήθηκαν στην (κυβερνητική) υπηρεσία οι πιο αυθεντικοί εκφραστές, δηλαδή η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της Δεξιάς υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
ΕΟΚ και ΝΑΤΟ…
Δυστυχώς η ζημιά των κυβερνήσεων Τσίπρα δεν περιορίστηκε στο οικονομικό-κοινωνικό πεδίο.
Ο Ν. Φίλης –προς τιμήν του!– ανέδειξε τη σημασία της φιλοαμερικανικής «στροφής» των κυβερνήσεων Τσίπρα, που οι πράξεις της θα έκαναν να κοκκινίσουν από ντροπή όλοι οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης, πριν τον Αντώνη Σαμαρά.
Ο Αλ. Τσίπρας δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον Τραμπ, αμέσως μετά την πρώτη εκλογική νίκη του, ως «διαβολικά καλό» και να υπογραμμίσει ότι «μοιραζόμαστε κοινές αρχές και αξίες». Ακολουθώντας κατά πόδας την πολιτική Τραμπ, επισκέφτηκε το Ισραήλ και ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος πολιτικός που αναφέρθηκε στο «ιστορικό δικαίωμα» του Κράτους του Ισραήλ να αναδείξει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά του.
Μεταξύ 2015-2019 το Ισραήλ απέκτησε τη δυνατότητα για συστηματικές αεροναυτικές ασκήσεις στον ελληνικό χώρο, ασκήσεις που είχαν ως «σενάριο» προσομοίωσης μια επίθεση μεγάλης κλίμακας κατά του Ιράν.
Σε αυτά τα χρόνια τέθηκαν στην πράξη τα θεμέλια για τους τριμερείς στρατιωτικούς «άξονες» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος), τα σχέδια που είχαν φέρει από τις ΗΠΑ οι αμερικανοσπουδαγμένοι Alt Right «σύμβουλοι» του Αντώνη Σαμαρά.
Στα ίδια χρόνια τέθηκαν τα θεμέλια, υπό την καθοδήγηση του πολύπειρου πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, για την αναβάθμιση και την επέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στον ελλαδικό χώρο. Ο Τζ. Πάιατ, με προϋπηρεσία ως πρέσβης στο Κίεβο, είχε «προφητικά» δηλώσει ότι η Αλεξανδρούπολη είναι για τις ΗΠΑ «ένας από τους πιο πολύτιμους τόπους στην Ευρώπη» και ότι η βάση της Σούδας έχει «κληρονομήσει» το ρόλο της βάσης στο Ιντσιρλίκ, δηλαδή του βασικού στηρίγματος των ΗΠΑ για το στρατιωτικό έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
Σε αντίβαρο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανεμίζει ως σημαία την Συμφωνία των Πρεσπών. Ανήκουμε σε αυτούς που υποστήριζαν πάντα μια πολιτική ειλικρινούς συμφιλίωσης με τους γείτονες της Μακεδονίας και γι’ αυτό αναγνωρίζαμε το δικαίωμά τους στον αυτοπροσδιορισμό. Όμως η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αφορά μόνο ή κυρίως την επίλυση του «ονόματος». Αφορά την επέκταση του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια, την ανάπτυξη υπολογίσιμων στρατιωτικών βάσεων στην καρδιά της περιοχής και την ανάθεση της εκπαίδευσης των αξιωματικών και των μάχιμων μονάδων της Β. Μακεδονίας στον πλησιέστερο Νατοϊκό στρατό, δηλαδή στον ελληνικό. Αυτά δεν είναι εύκολο να περιγραφούν ως πολιτική «συμφιλίωσης και ειρήνης» στα Βαλκάνια. Ο πραγματικός αρχιτέκοντας της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ο Τζέφρι Πάιατ. Γι’ αυτό άλλωστε η ΝΔ, μετά τις δημαγωγικές προεκλογικές εθνικιστικές κορώνες εκείνης της περιόδου, φροντίζει ως κυβέρνηση να υλοποιεί την συμφωνία και να απαιτεί από τη Β. Μακεδονία να τηρεί κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα.
Αυτή η πολιτική έστρωσε κυριολεκτικά το δρόμο στον Μητσοτάκη για να προχωρήσει στις «πρωτοβουλίες» των μεγάλων εξοπλισμών, των πολεμικών συμφώνων με τη Γαλλία και τις ΗΑΠ, της πώλησης των «οικοπέδων» της Ανατολικής Μεσογείου για εξορύξεις στη Chevronκαι στην ExxonMobilκ.ο.κ. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε όλους αυτούς τους «άξονες» πολιτικής, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε μεταξύ ντροπαλής αποδοχής και κάποτε «εθνικο-υπερήφανης» πλειοδοσίας. Η προεκλογική κορώνα του Αλ. Τσίπρα που ζήτησε, το 2023 να επεκταθούν τα ελληνικά χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο και ανατολικά της Κρήτης ήταν ένα μνημείο ανεύθυνης δημαγωγίας.
Η εποχή των διευρύνσεων
Ο βασικός ισχυρισμός των πρώην υπουργών στη συζήτηση της «Εποχής» ήταν ότι «βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, κάνοντας συμβιβασμούς, αλλά κρατώντας την κοινωνία όρθια».
Είναι μια απόδειξη ότι δεν κατάλαβαν τι (τους) είχε συμβεί. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αναγνώριση, από μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης, του «δικαιώματος της αμφιβολίας» σχετικά με τις προθέσεις και τις προοπτικές και όχι η επικρότηση του τρίτου μνημονίου. Στις εκλογές του 2019, ο φόβος απέναντι στον Μητσοτάκη περιόρισε τις διαστάσεις απόσυρσης στην αποχή, παρότι οι απώλειες ήταν ήδη σημαντικές.
Η πολιτική στα 4 χρόνια στην αντιπολίτευση σάλπισε το «τους ζυγούς λύσατε». Στις εκλογές του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε, σε σύγκριση με τον Γενάρη του 2015, 1.300.000 ψηφοφόρους, κυρίως στις εργατικές και λαϊκές περιοχές. Οι απώλειές του ήταν μεγαλύτερες από τις 900.000 ψήφους που συγκράτησε, προσωρινά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.
Ο κόσμος είχε ήδη την εμπειρία ότι η συμφωνία με τους δανειστές που παρουσιάστηκε το 2018 ως «έξοδος από τα μνημόνια», ενώ χαλάρωνε τους μνημονιακούς περιορισμούς στη δράση του κεφαλαίου, διατηρούσε στο απόλυτο τις μνημονιακές περικοπές στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Πάνω σε αυτό το σκληρό έδαφος, η στροφή του Τσίπρα προς το Κέντρο, η «ανεξέλεγκτη διεύρυνση» (Έφη Καλαμαρά), η υπόσχεση ότι η σωτηρία θα ερχόταν μέσα από την εκλογική νίκη ενός «κόμματος» που άρχιζε από τον Αντώναρο και τον Σπηλιωτόπουλο και έφτανε ως τον Ευκλ. Τσακαλώτο και τον Ν. Ηλιόπουλο, λειτούργησε «απομαγευτικά». Σήκωσε την κουρτίνα κι έδειξε ότι «ο βασιλιάς ήταν γυμνός», ότι κορόιδευε τους πάντες για τα πάντα, μπας και ξανακερδίσει τις εκλογές. Ένα ήδη αδύναμο «σύστημα» μετατράπηκε σε συντρίμμια. Το γεγονός ότι αναζήτησε σωτηρία στον Κασσελάκη ήταν απλώς η επιβεβαίωση της επιθανάτιας κρίσης του.
Η τότε υπεύθυνη οργανωτικού του ΣΥΡΙΖΑ, η Έφη Καλαμαρά, είχε δίκιο όταν σημείωσε ότι η ανεξέλεγκτη διεύρυνση δημιούργησε πρόβλημα φυσιογνωμίας «σε ένα κόμμα που είχε διαλυθεί από την περίοδο ακόμα της διακυβέρνησης». Είχε επίσης δίκιο όταν ισχυρίστηκε ότι οι προεδρικές προτάσεις, όπως η «άμεση» εκλογή του αρχηγού από τους οπαδούς με αντίτιμο τα 2 ευρώ, επέτειναν τη διαλυτική κατρακύλα, κάνοντας εφικτή την εκλογή ενός περαστικού όπως ο Stefanos. Όμως οι διαπιστώσεις σήμερα, δεν μειώνουν τις ευθύνες ενός στελεχικού δυναμικού που δεν αντέδρασε όταν και όπως έπρεπε.
Οι διαστάσεις μιας εσωκομματικής κρίσης, το μέγεθος της ήττας ενός πολιτικού οργανισμού, έχουν σημασία. Η Μαρία Ρεπούση, που μίλησε ως Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς (!!) σημείωσε ότι κατά την επιστροφή της στον ΣΥΡΙΖΑ «αυτό που συνάντησα δεν ήταν ένα αριστερό κόμμα».
Ο Β. Παπαστεργίου «έδειξε» μιαν άλλη πτυχή: οι αποχωρήσεις του 2015 οδήγησαν σε ρήξη των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τα κινήματα. Χωρίς να υποτιμώ (κάθε άλλο) τη σημασία της απομάκρυνσης πολλών στελεχών και πολύ περισσότερων μελών του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, το πρόβλημα ήταν βαθύτερο: ένα κόμμα με πολλούς πρώην υπουργούς, με πολλά επαγγελματικά στελέχη, με πόρους και μέσα στη διάθεσή του, μπορεί να αποδειχθεί ένα πολύ αδύναμο κόμμα, αν και όταν βρεθεί με λάθος πολιτικό προσανατολισμό. Και αυτό ήταν καθοριστικό στον ΣΥΡΙΖΑ γενικά, και ειδικότερα στη σχέση του με τα κινήματα, από την επομένη της υπογραφής του 3ου μνημονίου.
Άλλοι εντόπισαν τη σημασία του «ευρύτερου σχίσματος μέσα στην Ευρωπαϊκή Αριστερά». Είναι μια μάλλον κομψή περιγραφή της κατάστασης, όπου ο Ιγγλέσιας υποχρεωνόταν να απαγορεύσει στα στελέχη του Podemos κάθε δημόσια αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015, ή όπου ο Μελανσόν για να αποφύγει διαλυτικές εκλογικές συνέπειες πάνω στην επιρροή της F.I. υποχρεωνόταν να δηλώσει ότι θεωρεί τον Αλ. Τσίπρα ως «τον μεγαλύτερο πολιτικό απατεώνα στην Ευρώπη».
Δεν έλειψαν και απόπειρες δικαιολογιών, όπως ο ισχυρισμός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάντα να αντιμετωπίσει την εχθρική στάση των ΜΜΕ. Αλήθεια τώρα; Ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναάνοιξε την ΕΡΤ, κόβοντας και ράβοντας μόνο με σκοπιμότητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ καθοδήγησε τη «μετάβαση» στον Τύπο από τους καταρρέοντες εκδότες στους αναδυόμενους «ολιγάρχες»… Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε το αγγελιόσημο, χαρίζοντας στους εργοδότες 20% επί του ετήσιου τζίρου των διαφημίσεων και αφήνοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τον κλάδο χωρίς εργοδοτική ασφαλιστική εισφορά. Αν οι «μάγοι της τακτικής» που τα έκαναν αυτά, παρέδωσαν τα δώρα στους μιντιάρχες χωρίς να εξασφαλίσουν «φιλική» ή τουλάχιστον ουδέτερη αντιμετώπιση, τότε μάλλον θα έπρεπε να τους αφαιρεθεί κάθε δυνατότητα ενασχόλησης με τα κοινά.
Εν κατακλείδι, όπως υπογράμμισε ένας ομιλητής: «Ο ΣΥΡΙΖΑ απήλθε, συμπαρασύροντας την αισιοδοξία της ριζοσπαστικής βούλησης». Ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι απήλθε. Η συμμετοχή σε διαδικασίες ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υποχρέωση ριζοσπαστικής αριστερής κριτικής και αυτοκριτικής σχετικά με αυτήν την κρίσιμη περίοδο, πέρα από τις κοπτοραπτικές θετικών πεπραγμένων και αρνητικών συμπτωμάτων. Όσο για τη ριζοσπαστική βούληση, αυτή έχει το συνήθειο να αναγεννάται. Ακόμα και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η «βούληση» δεν προήλθε από κεφάλια επιφανών ή από συμβιβασμούς σε γραφεία, αλλά γεννήθηκε σε δύσκολες συνθήκες σε τόπους όπως Γένοβα, Φλωρεντία, Ναύπλιο, Χαλκιδική, Σούδα, Χαυτεία, Σύνταγμα και άλλα πολλά, όπου συμμετείχαν πολλές και πολλοί.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά