Το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι «τέλος» μιας διαδρομής.
Που άρχισε με τη συμμετοχή στις διαδικασίες του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και την «αριστερή στροφή» των αρχών του 21ού αιώνα, πέρασε μέσα από την κρίση/διάσπαση του 2015, μεταλλάχθηκε μέσα από την άσκηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων του 3ου μνημονίου, και ολοκληρώνεται σήμερα με τη συγκρότηση ενός ακραία αρχηγικού και πολιτικά πολυσυλλεκτικού «κόμματος» που στο μυαλό και στη συνείδησή του κυριαρχεί η εκλογοκεντρική στρατηγική.
Σε αυτή τη διαδρομή πρωταγωνιστεί η ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλ. Τσίπρα. Αυτό το περίκλειστο «κόμμα μέσα στο κόμμα», που πήρε όλες τις καθοριστικές αποφάσεις μετά το 2013, αποφεύγοντας κάθε λογοδοσία ακόμα και μέσα στα πιο υπεύθυνα και αρμόδια όργανα του τότε κόμματος, η ομάδα που μπορούσε να επιβάλει τις πραξικοπηματικές «στροφές» της κυρίως γιατί είχε τη σταθερή υποστήριξη ενός πλατιού φάσματος στελεχών μέσα από τον παλιό-ενιαίο Συνασπισμό, αλλά και την ανοχή ενός σημαντικού φάσματος μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιμετώπισε με παραλυτικό δέος τα διλήμματα του «πρώτη φορά αριστερά». Αυτή η παραδοσιακή ισχύς της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλ. Τσίπρα έχει σήμερα κατακερματιστεί. Το πλατύ φάσμα στελεχών ευρωκομμουνιστικής καταγωγής, που του έδωσε την κομματική «σταθερότητα» στις δοκιμασίες γύρω από το 2015, έχει μετακομίσει στην εσωκομματική αντιπολίτευση της «Ομπρέλας», ενώ οι σχέσεις μεταξύ ηγεσίας και εσωκομματικής αντιπολίτευσης έχουν φτάσει σε ρεκόρ έντασης, όπως φάνηκε χειροπιαστά στην αίθουσα του Τάε Κβο Ντο. Η πλειοψηφία των μελών που παρέμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 έχουν υποβαθμιστεί σε ρόλο κυρίως αυριανού ψηφοφόρου του κόμματος. Η νέα ηγετική ομάδα στηρίζεται, πλέον, σε πολύ πιο ασταθή υλικά, όπως οι πασοκογενείς και οι επιστρέψαντες της ΔΗΜΑΡ, αλλά και οι «νέοι λύκοι», τα πρώην νεολαιίστικα στελέχη που ξεκίνησαν ως ριζοσπάστες για να καταλήξουν να έχουν σήμερα ως μοναδικό συνεκτικό στοιχείο την ελπίδα της «δεύτερης φοράς» στις κυβερνητικές καρέκλες. Ο Τσίπρας σήμερα μπορεί να αισθάνεται ισχυρός, αλλά είναι τόσο ισχυρός, όσο ήταν ο Ντ’ Αλέμα και άλλοι «μετα-κομμουνιστές» ηγέτες που, διαλύοντας τα κόμματά τους, θεωρούσαν ότι εγγράφουν μεγάλες κι ένδοξες προοπτικές. Σήμερα όμως κανείς δεν θέλει να τους θυμάται.
Στο 3ο συνέδριο ο Τσίπρας δήλωσε ότι θέτει ως στόχο το «να αποφύγουμε τη γραφειοκρατική αναπαραγωγή του εαυτού μας». Στην πραγματικότητα επέβαλε τη δυνατότητα της ηγετικής ομάδας να αναπαράγει τον εαυτό της, με κάθε αναγκαίο μέσο και έξω από κάθε δυνατότητα ελέγχου και κριτικής.
Ένα συνέδριο «αρένα» με 5.500 συνέδρους, πολιτικές και οργανωτικές αποφάσεις που προέκυπταν από όργανα με σύνθεση διορισμένη και προκύπτουσα από το σταρ-σύστεμ της «διεύρυνσης», κατέληξαν σε «τομές» που υπερβαίνουν κάθε κόκκινη γραμμή της παράδοσης της Αριστεράς στην κρίσιμη έννοια «κόμμα». Ο πρόεδρος γίνεται Αρχηγός που θα εκλέγεται από το «λαό του κόμματος», η ΚΕ (ένα όργανο-χυλός 300 μελών) θα εκλέγεται σε πανελλαδική ψηφοφορία με γεωγραφικές «ποσοστώσεις» (!), ενώ η έννοια του μέλους φτάνει στο απόλυτο ξεχείλωμα: μέλος γίνεται όποιος-α στέλνει ένα mail στο i-Syriza και δηλώνει πρόθυμος-η! Οι σοσιαλδημοκράτες της εποχής του Α. Παπανδρέου και του Φρ. Μιτεράν θα κοκκίνιζαν από ντροπή…
Δεν πρόκειται μόνο για ένα «αρχηγικό κόμμα – ανερμάτιστο πολυσυλλεκτικό μηχανισμό», όπως προειδοποίηση στο συνέδριο ο Ν. Φίλης. Δεν πρόκειται ούτε για μια στροφή από την αντίληψη για το μάχιμο κόμμα που καθόριζε όλες τις ποικιλίες της ιστορικής Αριστεράς, προς την αντίληψη για το κόμμα που είχαν τα ρεύματα του εκλογικού «αριστερού λαϊκισμού» (πχ στη Λατινική Αμερική και στην Ισπανία των Ποδέμος επί Π. Ιγκλέσιας). Πρόκειται για προσανατολισμό προς την απόλυτη ισοπέδωση, προς τις συνήθειες του «κόμματος-εκλογική λίστα» που χαρακτηρίζουν αστικά ρεύματα, όπως το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ ή το «κόμμα» του Μακρόν στη Γαλλία.
Αυτές οι οργανωτικές μετατοπίσεις αντανακλούν άμεσα βαθιές πολιτικές μετατοπίσεις.
Στο 3ο συνέδριο ο Τσίπρας ανέδειξε τις «5+1 δεσμεύσεις» με τις οποίες θα βαδίσει προς την εκλογική αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη. Οι 5 δεσμεύσεις υπόσχονται κάποιες βελτιώσεις στους εργαζόμενους, στους φτωχούς και στη νεολαία, ενώ η 6η (η παραγωγική ανασυγκρότηση) υπόσχεται στους καπιταλιστές ότι όλα θα γίνουν υπό την προϋπόθεση της συστημικής/καθεστωτικής σταθερότητας. Οι 5 δεσμεύσεις είναι λίγες: 5 χρόνια μετά τη χιλιοτραγουδημένη «έξοδο από τα μνημόνια», ο Τσίπρας δεν τολμά να δεσμευτεί ούτε για την κατάργηση των αγριότερων μνημονιακών «ρυθμίσεων» που, τότε, επιβλήθηκαν ως τάχα έκτακτα και προσωρινά μέτρα (κατάργηση 13ου και 14ου μισθού και σύνταξης στο δημόσιο, «εισφορά» αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ-τούρμπο σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης κ.ά.). Δεν τολμά να μας πει τι σκέφτεται να κάνει με τις ιδιωτικοποιήσεις στρατηγικής σημασίας, με τις τράπεζες-ζόμπι, με τις υποχρεώσεις πληρωμής χρέους που οσονούπω επανέρχονται, με τις κουτσουρεμένες κοινωνικές δαπάνες κ.ο.κ. Μπροστά στις σημερινές «5+1 δεσμεύσεις», το μετριοπαθές πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης φαντάζει ως άγριος αριστερισμός.
Αυτή η επιλογή ελάχιστων δεσμεύσεων, είναι η καλύτερη προειδοποίηση για την ελάχιστη αξιοπιστία όλων των δεσμεύσεων. Αν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης υλοποιήθηκε ως τρίτο μνημόνιο, ο καθείς μπορεί να καταλάβει ότι οι «5+1 δεσμεύσεις» μπορούν κάλλιστα να υλοποιηθούν ως… ό,τι προαιρείται ο ΣΕΒ και γενικότερα «οι επιχειρήσεις», μια λέξη που στο νέο λεξιλόγιο των «Τσίπρα και συνεργάτες» έχει γίνει αυτόματο συνοδευτικό και ισοδύναμο των λέξεων εργαζόμενοι, λαϊκές μάζες κ.ο.κ.
Στα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Τσίπρας απέτυχε να αναδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ ως αξιόπιστη εναλλακτική προοπτική.
Γι’ αυτό, παρά τη σκληρή και αποτυχημένη πολιτική του αρχηγού της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις εξακολουθεί να υπολείπεται της Δεξιάς. Σε αυτό το πρόβλημα, ο Αλ. Τσίπρας προσπαθεί να ανταποκριθεί όπως και σε όλα τα υπόλοιπα. Όχι με πραγματική μάχη για την ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, αλλά με «φαεινές ιδέες» που ψάχνουν διεξόδους μέσα στα όρια αυτών των συσχετισμών. Μια τέτοια ιδέα είναι η πρόταση για την «προοδευτική κυβέρνηση» που αντικαθιστά πλέον στο λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ το στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Πρακτικά, όπως είναι φανερό, η πρόταση απευθύνεται στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Είναι γνωστό ότι η ισχύς κάθε αλυσίδας είναι η ισχύς του πιο αδύναμου κρίκου της. Μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ θα έχει ως όριο στην πολιτική παρέμβασή της, το όριο της πολιτικής του ΚΙΝΑΛ. Πρόκειται για μια πρόσθετη προειδοποίηση για την αξιοπιστία των «5+1 δεσμεύσεων». Η καλλιέργεια αυταπατών για τις κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι χωρίς παρενέργειες. Ήδη ο Ν. Ανδρουλάκης προβάλει θέση ότι θα συναινέσει σε τέτοιες προοπτικές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα είναι πρωθυπουργός ούτε ο Αλ. Τσίπρας, ούτε ο Κυρ. Μητσοτάκης. Επιφανειακά, η πρόταση του Τσίπρα για «προοδευτική κυβέρνηση» μπορεί να εξελιχθεί σε αυτοπαγίδευση, που θα θυμίζει την παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται», όμως ο κίνδυνος είναι βαθύτερος: αυτή η προπαγάνδα λειαίνει το έδαφος για ευρύτερες κυβερνήσεις συνεργασίας ή «ειδικού σκοπού», δηλαδή για την καθεστωτική επιλογή που επωάζεται, αν η επερχόμενη κρίση αποδειχθεί βαθύτερη των προβλέψεων. Και σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Τσίπρας θα βαδίζει προς το δικό του Καστελόριζο, όπως και ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ θα βαδίζει προς τη δική του α λα ΠΑΣΟΚ παρακμή.
Κάποια στελέχη της «Ομπρέλας» διατύπωσαν δημόσια την εκτίμηση ότι το πραγματικό κίνητρο του Τσίπρα για την επιβολή των διαλυτικών οργανωτικών προτάσεών του, είναι κυρίως η διαμόρφωση των συνθηκών που θα του επιτρέψουν να διατηρήσει τον έλεγχο του κόμματος και να αποφύγει τις ευθύνες από μια νέα πολιτική ήττα.
Η εκτίμηση αυτή είναι σωστή. Και φωτίζει με πιο σκληρά χρώματα τόσο τις υποχρεώσεις όσων διατηρούν αριστερές αναφορές μέσα στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, όσο και τις υποχρεώσεις όλων όσων παλεύουν έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ και διεκδικούν σχέσεις με τον απλό κόσμο που συνεχίζει να είναι εγκλωβισμένος στις γραμμές του.