Ένα σχεδόν μήνα μετά τη λήξη της, η αποτίμηση της απεργίας των καθηγητών αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Μήπως τελικά ούτε η απεργία διαρκείας είναι η λύση;

Πρέπει να συζητήσουμε για τον απολογισμό τη απεργίας των καθηγητών, για τα συμπεράσματα. Να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που είναι στα μυαλά όλων, όπως: «μήπως τελικά οι κλαδικοί αγώνες δεν μπορούν να νικήσουν;», «μήπως ούτε η απεργία διαρκείας είναι η νικηφόρα μέθοδος;».

Από τη μια είχαμε πρωτοφανή ποσοστά συμμετοχής, τουλάχιστον την πρώτη εβδομάδα, μαζικές γενικές συνελεύσεις, υψηλότερο πνεύμα μαχητικότητας από το Μάη και τουλάχιστον δύο εξαιρετικά πολυπληθείς πορείες στο κέντρο της Αθήνας. Επίσης ισχυρότερη από άλλες φορές υπήρξε η συμπαράσταση της κοινωνίας και ιδιαίτερα του κινήματος γονέων, που σε πολλές περιπτώσεις εκφράστηκε με συμμετοχή στις δυνάμεις περιφρούρησης των σχολείων, ενώ δεν πέρασε, παρά την εντατική προσπάθεια της κυβέρνησης, το κλίμα κοινωνικού αυτοματισμού που είχε περάσει σε πολλές άλλες απεργίες και στην απεργία των καθηγητών το Μάη – παίρνοντας βέβαια υπόψη ότι εκεί διακυβευόταν η διεξαγωγή των πανελληνίων. Ακόμη υπήρξε καλύτερη οργάνωση, τουλάχιστον όσον αφορά το επικοινωνιακό σκέλος της απεργίας, καθώς έγιναν πολλές μαζικές ενημερωτικές συναντήσεις σε πολλές γειτονιές με τη συμμετοχή γονέων και μαθητών. Τέλος, υπήρξε μεγαλύτερο κύμα συμπαράστασης από πολλές συλλογικότητες με βασικό χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με το Μάη, πήρε περισσότερο στα σοβαρά την απεργία και έδωσε τη μάχη με πιο συγκροτημένο τρόπο.

Από την άλλη όμως πλευρά, οι γνωστές αδυναμίες του κινήματος φάνηκαν και πάλι καθαρά. Τα απεργιακά ταμεία δεν λειτούργησαν, η περιφρούρηση υπήρξε οργανωμένη και αποτελεσματική σε ελάχιστες περιπτώσεις, ο πανεκπαιδευτικός και διακλαδικός συντονισμός μπλοκαρίστηκε από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, συγκεκριμένες παρατάξεις της Αριστεράς ακολουθώντας τη γραμμή του να σαμποτάρουν ό,τι δεν ελέγχουν, έσπειραν τη σύγχυση και την ηττοπάθεια με τη δικαιολογία ότι «δεν τραβάει ο κόσμος» - πράγμα που τελικά, ακριβώς εξαιτίας της στάσης τους, λειτούργησε σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Έτσι τα ποσοστά της απεργίας άρχισαν να φθίνουν από το τέλος κιόλας της πρώτης εβδομάδας, οι φοιτητές και οι μαθητές δεν μπήκαν ποτέ στον αγώνα, η κοινωνία παρέμεινε στο μεγάλο της μέρος απαθής και αναποφάσιστη και η απεργία τελείωσε νωρίς και άδοξα, χωρίς να καταφέρει την ικανοποίηση κάποιου κλαδικού αιτήματος αλλά και χωρίς να γίνει θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων που θα μπορούσαν να φτάσουν ως την πτώση ή τουλάχιστον το ταρακούνημα της κυβέρνησης μέσω της συγκρότησης ενός κινήματος που θα μπορούσε να προσλάβει χαρακτηριστικά εξέγερσης.

Απόδειξη της ανεπάρκειας της Αριστεράς και της απουσίας ξεκάθαρου πολιτικού σχεδίου και στόχου του αγώνα, αποτελεί και το γεγονός ότι η τραγική δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αντί να συμβάλει στη σύνδεση του αγώνα με τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις και τη μαζικοποίηση του κινήματος, λειτούργησε τελικά σαν αντιπερισπασμός, βοηθώντας την κυβέρνηση να στρέψει μέσω των ΜΜΕ αλλού την προσοχή του κόσμου, θάβοντας την απεργία.

Τι φταίει;

Μπαίνει λοιπόν το ερώτημα μήπως είναι αδύνατο τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο να φτάσει σε αίσιο τέλος ακόμη κι ένας κλαδικός αγώνας, πόσο μάλλον η συνολική ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής και συνεπώς και της κυβέρνησης, μήπως θα έπρεπε να περιμένουμε μια «ωρίμανση των συνθηκών» ή, τέλος, μήπως η λύση δεν μπορεί παρά να έλθει από τις εκλογές -όποτε κι αν γίνουν αυτές- και άρα οι προσπάθειές μας θα έπρεπε να επικεντρωθούν σε αυτόν το στόχο.

Η απάντηση είναι βέβαια κατηγορηματικά αρνητική. Δύσκολα θα μπορούσαν να υπάρξουν ευνοϊκότερες αντικειμενικές συνθήκες για το φούντωμα και την ενίσχυση του κινήματος: το successstoryτης κυβέρνησης καταρρέει μέρα με τη μέρα, η λήψη νέων επαχθών μέτρων -όπως κι αν τα βαφτίσουν- είναι βέβαιη, η κοινωνική και οικονομική καταστροφή συνεχίζεται και θα ενταθεί τους επόμενους μήνες και οι προσδοκίες του Σαμαρά για μια ελάφρυνση της πολιτικής της τρόικας μετά τις γερμανικές εκλογές αποδείχτηκαν φρούδες καθώς, όσο η κρίση βαθαίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν περισσεύει στους Ευρωπαίους κυριολεκτικά φράγκο για την Ελλάδα. Η πορεία όλων των μεγεθών της οικονομίας δείχνει ότι ο στόχος του ελληνικού καπιταλισμού να σταθεροποιηθεί τους επόμενους μήνες όλο και απομακρύνεται. Στο πολιτικό επίπεδο αυτή η κατάσταση αυξάνει την ένταση ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους, τη στιγμή μάλιστα που έχουν μειωθεί δραματικά οι εφεδρείες της αστικής τάξης, αφού στο ΛΑΟΣ και τη ΔΗΜΑΡ δείχνει να προστίθεται μετά τις τελευταίες εξελίξεις και η Χρυσή Αυγή.

Τι να κάνουμε

Γιατί λοιπόν η απεργία δεν πήγε τόσο καλά; Θα μπορούσε και τι πρέπει να γίνει την επόμενη φορά;

Πρώτα απ’ όλα, κάθε πολιτικός αγώνας πρέπει να έχει ξεκάθαρο πολιτικό στόχο και σχέδιο τακτικής. Τι θέλουμε, πώς θα το πετύχουμε και με ποιους μαζί. Μόνο έτσι μπορεί να συσπειρώσει γύρω του το πιο μαχητικό και συνειδητοποιημένο τμήμα της κοινωνίας που θα δει την υπόθεση των απεργών σαν δική του υπόθεση. Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, όπου η επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη είναι πρωτοφανής σε ένταση και έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, είναι βέβαιο ότι πρέπει να αλλάξει και η τακτική του συνδικαλιστικού κινήματος, αφού αυτό με τον τρόπο που λειτουργεί τώρα είναι αμφίβολο αν ανταποκρίνεται ακόμη και σε ανάγκες της προ κρίσης εποχής. Είναι λοιπόν απαραίτητο η οργάνωση των απεργιών στο άμεσο μέλλον να κινηθεί στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, δίνοντας ένα άλλο πολιτικό υπόδειγμα. Ενδεικτικά:

1.    Όλη η εξουσία να περάσει στη βάση μέσω των απεργιακών επιτροπών οι οποίες εκτός από τα πρακτικά ζητήματα πρέπει να αναλάβουν και την πολιτική διεύθυνση του αγώνα. Για να νομιμοποιούνται να το κάνουν αυτό παρακάμπτοντας τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, πρέπει να είναι εκλεγμένες από τις Γ.Σ. των συλλόγων και ανακλητές τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.

2.    Οι απεργιακές επιτροπές να αναλάβουν αποκλειστικά τη διαχείριση των απεργιακών ταμείων όπου αυτά υπάρχουν και να φροντίσουν για τη δημιουργία τους όπου δεν υπάρχουν.

3.   Μέσω των απεργιακών επιτροπών οι συνδικαλιστικοί  αγώνες να ανοιχτούν στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει προσπάθεια πανεκπαιδευτικού και διακλαδικού συντονισμού και προσπάθεια συμπόρευσης με συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα, επιτροπές ανέργων, μέλη λαϊκών συνελεύσεων, κινήσεις πολιτών όπως το «Δεν Πληρώνω», οικολογικά κινήματα, αντιφασιστικές και νεολαιίστικες οργανώσεις, συλλόγους γονέων, φοιτητικές παρατάξεις κ.λπ. Απώτερος σκοπός είναι η οργάνωση σωματείων βάσης πάνω στα οποία θα στηριχτεί η διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας και η οργανωμένη άρνηση πληρωμής των αντισυνταγματικών χαρατσιών.

4.    Να γίνει εντατική εκστρατεία ενημέρωσης τόσο των απεργών όσο και της κοινωνίας, με έγκυρα και επιστημονικά στοιχεία για τα οικονομικά, θεσμικά και λειτουργικά προβλήματα κάθε κλάδου, καθώς και να συνδεθούν αυτά σε μια ευρύτερη προοπτική με τη γενική κατάσταση της οικονομίας. Είναι απαραίτητο να αποδομηθεί στη συνείδηση του κόσμου η κυβερνητική προπαγάνδα περί της επερχόμενης ανάπτυξης και της εξόδου από το τούνελ της ύφεσης.

5.    Να δημιουργηθεί Κέντρο Τύπου για την προπαγάνδιση της απεργίας και να αναζητηθεί πρόσβαση σε φιλικά ραδιόφωνα και σάιτς.

6.    Να δημιουργηθεί ένα κεντρικό συντονιστικό όργανο των απεργιακών επιτροπών, επίσης με αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους, όχι με σκοπό την αυτονόμηση από τη βάση, αλλά την υλοποίηση των αποφάσεών της. Επίσης να γίνει σε κάθε περιοχή κέντρο αγώνα. Στην περίπτωση των εκπαιδευτικών αυτό θα μπορούσε να είναι το πιο κεντρικό ή το μεγαλύτερο σχολείο.

7.    Να γίνει σαφές ότι, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, δεν μπαίνει ζήτημα αντι-ΓΣΕΕ και αντι-ΑΔΕΔΥ αφού στόχος δεν είναι η διάλυση των τριτοβάθμιων συνδικάτων, αλλά αντίθετα, η διάσωσή τους στη συνείδηση της βάσης μέσω της αναβάθμισης του ρόλου τους. Παλεύουμε για την ενότητα της τάξης και την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στα συνδικαλιστικά της όργανα γιατί οι τωρινές ηγεσίες ούτε θέλουν ούτε μπορούν να υπερασπίσουν αποτελεσματικά τα συμφέροντά της. Γενικά άλλωστε είναι απαραίτητο κάθε απεργιακός αγώνας να έχει σαφές ταξικό πρόσημο και αυτό να δηλώνεται καθαρά και χωρίς υπεκφυγές, τόσο προς τα μέσα, δηλαδή τους απεργούς, όσο και προς τα έξω, δηλαδή την κοινωνία.

8.    Να εξεταστεί η πιθανότητα για ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης των συλλαλητηρίων και των διαδηλώσεων, όπως επίσης και η δυνατότητα τρόπων αγώνα συμπληρωματικών στην απεργία (π.χ. στην περίπτωση των εκπαιδευτικών εκδηλώσεις στα σχολεία κατά τη διάρκειά της).

9.    Εφόσον η πείρα των τελευταίων χρόνων έδειξε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ικανοποίησης στενά κλαδικών αιτημάτων χωρίς την κατάργηση των μνημονίων και την ανατροπή της κυβέρνησης που τα εφαρμόζει, να τεθούν και τα κόμματα της Αριστεράς μπροστά στις ευθύνες τους, καλούμενα να πλαισιώσουν τις απεργιακές επιτροπές, όχι για να τις καπελώσουν αλλά για να τις βοηθήσουν με τη μαζικότητα και την οργανωτική τους υποδομή. Ο τρόπος και ο βαθμός εμπλοκής τους θα πρέπει να αποφασίζεται από τις ίδιες τις απεργιακές επιτροπές. Έτσι, θα χτιστεί στην πράξη η ενότητα της Αριστεράς και του κινήματος και θα συγκροτηθεί μια πραγματική πρωτοπορία με συνείδηση του εαυτού της και των ευθυνών της.