Η νίκη στις ευρωεκλογές του ακροδεξιού κόμματος Rassemblement National (Εθνική Συσπείρωση, RN) της Μαρίν Λεπέν, με διπλάσιο ποσοστό από το κόμμα του Εμμανουέλ Μακρόν, αποτελεί ένα «σημείο καμπής» για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία και, προφανώς, έχει μεγάλες συνέπειες για όλη την Ευρώπη.
Η αντίδραση του Μακρόν να διαλύσει αμέσως τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές στις 30 Ιούνη και 7 Ιούλη, μοιάζει με ρελάνς απελπισμένου χαρτοπαίχτη που, σε μια δύσκολη στιγμή, αποφασίζει να μεγεθύνει το διακύβευμα στα όρια της αντοχής του παιχνιδιού (ο ίδιος παρομοίωσε την απόφασή του με το ρίξιμο «μιας απασφαλισμένης χειροβομβίδας, στα πόδια όλων των αντιπάλων»…). Στην πραγματικότητα, ήταν μια άτακτη υποχώρηση στην πολιτική πίεση του RN που, από το βράδυ των ευρωεκλογών, ζήτησε έκτακτες εθνικές εκλογές. Ο ελάχιστος χρόνος που αφέθηκε μεταξύ των ευρωεκλογών και των εθνικών εκλογών, αποδεικνύει ότι μεγάλο τμήμα αυτού του σχεδιασμού είναι ο αιφνιδιασμός όλων των άλλων πολιτικών ρευμάτων. Ο νάρκισσος ακροκεντρώος που (νομίζει ότι) θα κάθεται στην καρέκλα του Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι το 2027, προσπάθησε να βάλει ξανά το δίλημμα «Μακρόν ή Λεπέν;» και να υποχρεώσει έτσι εκβιαστικά τους πάντες να τον υποστηρίξουν. Το ρίσκο αυτού του τυχοδιωκτισμού είναι να περάσει η πλειοψηφία στη Βουλή, και κατά συνέπεια το δικαίωμα σχηματισμού κυβέρνησης, στα χέρια της Λεπέν και των νέων συμμαχιών που αυτή μπορεί να επισυνάψει με τμήματα της μισοδιαλυμένης και παραλυμένης μπροστά στις εξελίξεις «ρεπουμπλικανικής» Δεξιάς.
Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να υποτιμά κανείς αυτόν τον κίνδυνο. Αφενός, γιατί το RN είναι ένα από τα πιο επικίνδυνα και δυναμικά ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη. Στην παλιότερη εκδοχή του Εθνικού Μετώπου (FN), του πατρός Λεπέν, ήταν το κόμμα των φιλοναζί δοσίλογων, των δολοφόνων της OAS που έδωσαν τη μάχη για τη «γαλλική Αλγερία», των ακροδεξιών τραμπούκων που έδρασαν ως «ομάδες κρούσης» ενάντια στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα της εποχής μετά τον Μάη του 1968. Καμία πτυχή αυτής της παράδοσης δεν έχει χαθεί μέσα στις γραμμές του σημερινού RN. Η περίοδος της ηγεσίας της Μαρίν Λεπέν ταυτίζεται με τον «εκσυγχρονισμό» αυτής της σκουριασμένης παράδοσης. Ο εχθρός, τώρα, είναι οι μετανάστες και κυρίως οι μουσουλμάνοι μετανάστες που παρουσιάζονται ως εισβολείς («ισλαμο-φασισμός»), ενώ οι νέοι «δοσίλογοι» είναι όσοι Γάλλοι δρουν σε αλληλεγγύη με τους μετανάστες («ισλαμο-αριστερισμός»). Είναι αστείο, αλλά η κληρονόμος του FN κατηγορεί σήμερα τον Μελανσόν για… «δοσιλογισμό»! Η μεγάλη επιτυχία της Μαρίν Λεπέν, που επιτεύχθηκε πριν τη νίκη της στις ευρωεκλογές, είναι ότι κατόρθωσε να επεκτείνει αυτές τις ακραία ρατσιστικές κατευθύνσεις στις γραμμές της παραδοσιακής Δεξιάς, στη συνέχεια στο κόμμα του Μακρόν και –τελικά– στην πολιτική του γαλλικού κράτους. Αυτόν το σκληρό ιδεολογικό πυρήνα η Μαρίν Λεπέν «παντρεύει» έντεχνα με τις πολιτικές «Εθνικής Προτεραιότητας» στην οικονομική και κοινωνική πολιτική και με μια καλυμμένη αλλά αδίστακτη υποστήριξη όλων των «τομών» που απαίτησε ή απαιτεί η εργοδοσία. Άλλωστε, τα έργα και οι ημέρες της Μελόνι στη διπλανή Ιταλία, είναι μια καλή προειδοποίηση για όσους έχουν την αυταπάτη ότι η ακροδεξιά στην Ευρώπη έχει, τάχα, μια αντινεοφιλελεύθερη ατζέντα…
Ο δεύτερος λόγος που δεν επιτρέπει την υποτίμηση του κινδύνου είναι η ίδια η δύναμη του γαλλικού κράτους. Που διαθέτει τη μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ στην Ευρώπη, το μεγαλύτερο («ειρηνικό» και πολεμικό) πυρηνικό πρόγραμμα, ενεργή στρατιωτική παρουσία σε πολλά μέρη του πλανήτη, και ένα σύνολο κατασταλτικών μηχανισμών παροιμιώδους σκληρότητας και αδιαφάνειας. Το ενδεχόμενο να περάσει ο έλεγχος αυτής της δύναμης στα χέρια των καθαρμάτων του RN, θα πρέπει να προκαλεί εφιάλτες σε εκατομμύρια ανθρώπους στην Αφρική, στην Ωκεανία κλπ, αλλά θα έπρεπε να αποτελεί και καμπάνα συναγερμού για τους εργαζόμενους και την Αριστερά σε όλη την Ευρώπη.
Μπροστά στην απειλή της Λεπέν, η παραδοσιακή Δεξιά είναι στα πρόθυρα της διάλυσης. Οι «Ρεπουμπλικάνοι» (LR), οι κληρονόμοι της παράδοσης της «κυριαρχικής» Δεξιάς του Ντε Γκολ, μετά τη διαλυτική περίοδο Σαρκοζί που βούλιαξε στα σκάνδαλα διαφθοράς, έχουν βυθιστεί σε επιρροή που, κατά τις προβλέψεις, περιορίζεται σε 6-7%. Ο επικεφαλής του κόμματος Ερίκ Σιοτί, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της πολιτικής συνεργασίας με την Λεπέν: «Τα δεξιά κόμματα πρέπει να ενωθούν για να επιλύσουν τα προβλήματα της μετανάστευσης, της ανασφάλειας, της αγοραστικής δύναμης και των δημοσιονομικών». Το με ποιους πολιτικούς όρους και με ποιο συσχετισμό δύναμης προτείνει ο Σιοτί να προχωρήσει αυτή η «συνεργασία» όλη της Δεξιάς είναι ολοφάνερο. Το αποτέλεσμα ήταν η άμεση διαγραφή του από την πλειοψηφία του καθοδηγητικού οργάνου του κόμματος. Όμως οι «αδιαμεσολάβητες» τεχνικές διατήρησης της προεδρικής εξουσίας δεν είναι προνόμιο μόνο της Κουμουνδούρου: ο Σιοτί δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει την απόφαση της πλειοψηφίας, κλειδαμπάρωσε τα γραφεία του κόμματος και κατέφυγε στα… δικαστήρια, όπου θα κριθεί το μέλλον της σφραγίδας της κάποτε πανίσχυρης Δεξιάς.
Όμως η Γαλλία δεν είναι μόνο αυτή η εικόνα.
Ο μεγάλος απεργιακός Δεκέμβρης του 1995 ήταν η θρυαλλίδα της παγκόσμιας «αλλαγής σελίδας» του κινήματος, ο πρόλογος των μεγάλων διεθνών κινητοποιήσεων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Πιο πρόσφατα, η εξέγερση της περιόδου των «Κίτρινων Γιλέκων», προανήγγειλε τους μεγάλους αγώνες ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση του Μακρόν για το συνταξιοδοτικό. Αυτό το κίνημα ηττήθηκε, αλλά ηττήθηκε έχοντας δώσει μια μεγάλη μάχη. Τα προάστια του Παρισιού, της Μασσαλίας κλπ έχουν μετατραπεί σε κόλαση καταστολής, αλλά και κάστρα αντίστασης της εργατικής νεολαίας και των μεταναστών.
Η δύναμη αυτού του κόσμου δεν μετρήθηκε με αξιοπιστία στις ευρωεκλογές. Τα ποσοστά της Ανυπότακτης Γαλλίας του Μελανσόν, όπως και των άλλων κομμάτων της Αριστεράς που στον ένα ή τον άλλο βαθμό «αναφέρονται» στο εργατικό κίνημα και στην κοινωνική απελευθέρωση, μόνο εν μέρει συνδέθηκαν με τη δύναμη του κινήματος από τα κάτω. Η απογοήτευση και η απόσυρση ώθησαν σημαντικό τμήμα στην αποχή.
Έχουμε κατ’ επανάληψη ισχυριστεί ότι αν οι αστικές ηγεσίες ερμηνεύσουν την αποχή σαν πάγια πολιτική στάση των «από κάτω», σαν οριστική παραίτηση και διάλυση, τότε θα κάνουν ένα κρίσιμο πολιτικό λάθος. Οι απογοητευμένες εργατικές και λαϊκές μάζες, αν σε μια «στιγμή» δουν φως ελπίδας και αποτελεσματικότητας, μπορούν να αλλάξουν αιφνιδίως τη στάση τους, δημιουργώντας τελείως διαφορετικά δεδομένα.
Μπροστά σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται η Γαλλία από την επομένη της απόφασης του Μακρόν να προκηρύξει εκλογές. Αξιοποιώντας την προεργασία της Ανυπότακτης Γαλλίας γύρω από την υποψηφιότητα του Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές και τη συγκρότηση της NUPES στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, τα κόμματα που στη γαλλική πολιτική παράδοση περιλαμβάνονται στο σύνολο «Αριστερά», συγκρότησαν γρήγορα το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, καλώντας σε πολιτική μάχη τόσο ενάντια στη Λεπέν, όσο ενάντια στον Μακρόν. Πρόκειται για την Ανυπότακτη Γαλλία, το ΚΚ, το ΣΚ και τους Οικολόγους. Την προσχώρησή του στο Μέτωπο ανακοίνωσε και το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (NPA – L’ Anticapitaliste).
Εδώ αξίζει να ανοίξουμε μια παρένθεση σχετικά με την παράδοση των Λαϊκών Μετώπων. Στη δεκαετία του 1930, η Κομμουνιστική Διεθνής υπό την ηγεσία του Στάλιν, αφού νωρίτερα είχε κατεδαφίσει τη στρατηγική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου της Κομιντέρν του Λένιν, με μια βίαιη στροφή προέτρεψε τα ΚΚ σε μια πολιτική στενής συνεργασίας –ακόμα και κυβερνητικής– με τις «δημοκρατικές» αστικές πολιτικές δυνάμεις, με στόχο να αντιμετωπιστεί η πρόοδος του ναζισμού και του φασισμού. Σε αυτή τη βάση συγκροτήθηκε το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία: Μια συνεργασία του ΚΚ και του ΣΚ με το «κέντρο» κ.ά. αστούς δημοκράτες. Το ΛΜ βρέθηκε στην κυβέρνηση μέσα από την πίεση ενός τεράστιου κύματος γενικής απεργίας και κατάληψης των εργοστασίων. Αυτή η πίεση από τα κάτω πέτυχε τις ιστορικές κατακτήσεις που ακόμα θυμάται όλη η Ευρώπη (μείωση εργάσιμου χρόνου, πληρωμένη ετήσια άδεια, επιδότηση της ανεργίας κ.ά.), κατακτήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου. Τελικά οι αμφισημίες και οι δολοπλοκίες των αστών «συμμάχων» στο Μέτωπο, που τρόμαξαν από την εκδήλωση της δύναμης της εργατικής βάσης της Αριστεράς, οδήγησαν στην ήττα και στη διάλυση του ΛΜ.
Αυτή η «εποχή» άφησε ίχνη, αναμνήσεις και κάποιες παραδόσεις, όμως δεν έχει σύγκριση με τη σημερινή. Η δεκαετία του 1930 ήταν μια εποχή «πολέμων και επαναστάσεων» (15 μόλις χρόνια μετά την Οκτωβριανή και με την Ισπανία στο κέντρο της), ενώ τα πρωταγωνιστικά κόμματα, τόσο το ΚΚ όσο και το ΣΚ (παρά την επικράτηση στο εσωτερικό τους της μεταρρυθμιστικής «στρατηγικής των σταδίων»), ήταν πολύ περισσότερο κόμματα και πολύ περισσότερο εργατικά κόμματα απ’ ό,τι τα σημερινά ομότιτλά τους. Όποιος για να προσανατολιστεί πολιτικά σήμερα, στηριχτεί αποκλειστικά στις συζητήσεις και τις διαμάχες εκείνης της εποχής, θα καταλήξει να κυνηγά αδειανά πουκάμισα.
Είναι μια ειρωνεία της ιστορίας, αλλά αυτό που σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως Νέο Λαϊκό Μέτωπο, μπορεί να χτίσει τα θεμέλια για να αποφευχθεί η βασική εκβιαστική υποχώρηση του «λαϊκομετωπισμού»: ότι για να αποφύγουμε τη νίκη της ακροδεξιάς, θα πρέπει να συγκροτήσουμε πολιτική συμμαχία με το «κέντρο», αυτοπεριορίζοντας το λόγο και τη δράση μας στα δικά του (νεοφιλελεύθερα) όρια ανοχής.
Το κάλεσμα του Μετώπου για «την προώθηση ενός προγράμματος κοινωνικών και οικολογικών ρήξεων για να χτίσουμε μια εναλλακτική στον Εμμανουέλ Μακρόν και να πολεμήσουμε το ρατσιστικό σχέδιο της ακροδεξιάς» είναι η βάση της δυναμικής του, είναι το πολιτικό σημείο που προκαλεί μια γενικότερη τάση εμπλοκής κόσμου στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αυτό εκδηλώθηκε με την πρωτοβουλία των συνδικάτων, που αποφάσισαν μια ενεργή συμμετοχή, στη βάση ενός απλού και συγκεκριμένου «προγράμματος» εργατικών διεκδικήσεων, που συνοψίζει τους αγώνες της τελευταίας περιόδου. Η CGT, η CFDT, και οι πιο «ριζοσπαστικές» συλλογικότητες όπως οι SUD/Solidaires, καλούν σε σύγκρουση με τον Μακρόν και την Λεπέν, απαιτώντας από το Μέτωπο να δεσμευτεί στην άμεση κατάργηση του νόμου του Μακρόν για το ασφαλιστικό, στην απόσυρση της αντιμεταρρύθμισης για τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και την επιδότηση των ανέργων, στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1.600 ευρώ καθαρά, στη σύνδεση των αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις με τον πληθωρισμό, στο δημόσιο έλεγχο των τιμών στα τρόφιμα στην ενέργεια και στη στέγη, σε μαζικές δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση και στην υγεία κ.ο.κ.
Δίπλα στα συνδικάτα αρχίζουν να συγκεντρώνονται διάφορες «κοινωνικές» οργανώσεις: οι μετανάστες και οι γυναίκες από τα προάστια, οι αγρότες και οι συλλογικότητες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις από πολλές περιοχές της χώρας, οι κινήσεις για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες κ.ο.κ.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αρχίζει να διαμορφώνεται μια δυναμική που ξεπερνά –κατά πολύ!– την καταγραφή μιας «αριστερής» εναλλακτικής. Στις δημοσκοπήσεις που έγιναν αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της συγκρότησης του Μετώπου, προαναγγέλλεται μια ενδιαφέρουσα σύγκρουση: η Λεπέν προηγείται με 31%, όμως σε απόσταση «βολής» από το Μέτωπο με 28%, ο Μακρόν μένει πίσω στην περιοχή του 15-17%, και οι Ρεπουμπλικάνοι χάνονται κάτω από το 7%. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, οδηγεί σε δεύτερο γύρο μετωπικής αντιπαράθεσης μεταξύ ακροδεξιάς και Μετώπου της Αριστεράς. Η παγίδα που έστησε ο Μακρόν κλείνει, αλλά απειλώντας να μετατρέψει τον μακρονισμό σε βασικό θύμα των πολιτικών εξελίξεων.
Δεν υπάρχουν περιθώρια «ωραιοποίησης» της κατάστασης. Στη γαλλική πολιτική παράδοση, ακόμα και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο κόσμος του κινήματος, το ΣΚ θεωρείται πράγματι τμήμα της Αριστεράς. Όμως οι ξεσκολισμένοι σοσιαλδημοκράτες, που κυβέρνησαν για πολλά χρόνια το γαλλικό κράτος και κατάντησαν να στρώσουν το δρόμο στη μακρονία, είναι φορείς πολύ επικίνδυνων συμβιβασμών. Το ΚΚΓ, ένα κόμμα που ανέχθηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα την κατρακύλα συμβιβασμών που χαρακτήρισε παλιότερες εκδοχές «πληθυντικής Αριστεράς» είναι σήμερα μια χλωμή σκιά του κάποτε (αρκετά συντηρητικού) εαυτού του. Δεν μπορεί να υπολογίζει κανείς στην παρουσία του ΚΚΓ ως «αντίβαρο» στο ρόλο των σοσιαλδημοκρατών. Ο Μελανσόν έχει αποδείξει πολιτικές δυνατότητες, αλλά και επικίνδυνα ζιγκ-ζαγκ, και έχει αναδείξει μια έντονα αρχηγοκεντρική λειτουργία. Αν οι προγραμματικές αιχμές στο πλαίσιο των συνδικάτων και των κοινωνικών οργανώσεων είναι τα καλά νέα, δεν ισχύει το ίδιο για το «πρόγραμμα» των πολιτικών κομμάτων που συγκρότησαν το Μέτωπο. Η απουσία μιας συνεκτικής θέσης για το ρόλο του γαλλικού ιμπεριαλισμού μέσα στους ανταγωνισμούς στο σύγχρονο κόσμο είναι μια ανησυχητική προειδοποίηση. Το ίδιο ισχύει και για τη σιωπή απέναντι σε εμφατικές επιλογές της κυρίαρχης τάξης και του γαλλικού κράτους, όπως το πυρηνικό πρόγραμμα.
Ανάλογα, δεν υπάρχουν περιθώρια για βερμπαλιστικές υπεραισιοδοξίες. Όλα αυτά που έχουν προηγηθεί, η γενικότερη κατάσταση της ταξικής πάλης στη Γαλλία, δεν προαναγγέλλουν μια πολιτική νίκη της Αριστεράς με ευρύτερες ανατρεπτικές προοπτικές.
Παρόλα αυτά, στην πολιτική υπάρχουν περιπετειώδεις εκπλήξεις. Αυτό που σήμερα γίνεται στη Γαλλία είναι η ενδιαφέρουσα διεκδίκηση ενός σημαντικού «ριμπάουντ» για τον κόσμο μας: μετά από μια σαφή ήττα στις ευρωεκλογές, να ανοίξει απρόσμενα μια πολιτική αντεπίθεση. Αν η συμμετοχή του κόσμου από τα κάτω «γεμίσει» με το περιεχόμενο δικών του αγώνων και διεκδικήσεων την προσπάθεια να χτιστεί μια εναλλακτική απέναντι στο «ντουέτο» Μακρόν/Λεπέν, τότε ακόμα και αν το Μέτωπο τελικά ηττηθεί εκλογικά, θα έχουν δημιουργηθεί οι καλύτεροι όροι για την αντιμετώπιση της επόμενης περιόδου. Γιατί όλες οι εκδοχές στη σύνθεση της νέας Βουλής, που θα κληθεί να συγκατοικήσει με έναν ζεματισμένο Μακρόν στην προεδρία, θα εγκαινιάζουν μια περίοδο που θα αποτελέσει μια σοβαρή δοκιμασία για όλους στη Γαλλία.
Τέλος, είναι απαραίτητη μια έντονη υπογράμμιση. Οι διαφορές στις πολιτικές παραδόσεις, αλλά και στην οργάνωση της πολιτικής ζωής (πχ προεδρικό σύστημα, εκλογικό σύστημα 2 γύρων κ.ά.) κάνουν απαγορευτική κάθε απόπειρα «αντιγραφής συνταγών» από τη Γαλλία. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι οι διάφοροι Ολάντ και σία, βύθισαν το κίνημα στη Γαλλία σε ένα βάλτο όπου χρειάστηκαν χρόνια αγώνων για να διαμορφωθεί ξανά ένα μονοπάτι διεξόδου. Όπως, επίσης, και το ότι ο Μελανσόν, για να αποφύγει τις διαλυτικές συνέπειες της προδοσίας του ελληνικού 2015 πάνω στις τότε προσπάθειες συγκρότησης της Ανυπότακτης Γαλλίας, είχε υποχρεωθεί να χαρακτηρίσει δημόσια τον Τσίπρα ως τον «μεγαλύτερο πολιτικό απατεώνα στην Ευρώπη». Η στρατηγική πολιτικής-προγραμματικής σύγκρουσης και με τον Μακρόν και με την Λεπέν, και η ενεργοποίηση ενός πλατύτερου κόσμου που αυτή προκαλεί, είναι μια «στιγμή» υποχρεωτικής ρήξης με τον κεντροαριστερό καθωσπρεπισμό στη Γαλλία, που θα έτρεχε χαρούμενα στην ουρά του Μακρόν. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα για την κεντροαριστερή «ανασύνθεση» εδώ.