Το άρθρο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε τέσσερις μήνες πριν τις Ευρωεκλογές με τον τίτλο «κριτική της κριτικής». Βασισμένο σ’ ένα άρθρο ενός παλιού και ομολογουμένως αγαπητού συντρόφου, ασκούσε μια οξεία κριτική όχι φυσικά στο πρόσωπο του συντρόφου, αλλά στην τάση απογοήτευσης, εγκατάλειψης, αποστράτευσης και μετατόπισης προς μικρότερα σεκταριστικά σχήματα αρκετών μελών ιδιαίτερα της αριστερής πτέρυγας, η οποία είχε αρχίσει να παρατηρείται μετά την όλο και ποιο δεξιά στροφή της ηγετικής ομάδας. Μια πορεία που δυστυχώς μετά τις ευρωεκλογές, φαίνεται να παίρνει διαστάσεις χωρίς επιστροφή.

Το άρθρο όμως αυτό σκοπό είχε, εκτός απ’ την κριτική  στην αποστρατεία ή την μετατόπιση  προς τον σεκταρισμό, να επισημάνει  και διάφορες άλλες πλευρές που απασχολούν πρακτικά και θεωρητικά το κίνημα: όπως τις αυταπάτες των «αριστερών» οικονομολόγων περί ανάπτυξης, τις αιτίες που γεννούν τις  διαφωνίες μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, την αναπόφευκτη σύγκρουση  που θα επιβάλουν, όχι οι διαφωνίες στην αφηρημένη τους μορφή, αλλά τα αίτια που  επιβάλουν την ύπαρξη αυτών των διαφωνιών, αλλά και την έλλειψη προετοιμασίας της αριστερής  πτέρυγας γι’ αυτήν  την αναπόφευκτη σύγκρουση. Ακόμα πιο σημαντικά όμως, ακροθιγώς  καταπιάνεται με την κατάσταση των παραγωγικών  δυνάμεων  παγκόσμια σήμερα, και τις δυσκολίες που αυτές επιβάλουν στην κάθε προσπάθεια εθνικής ανασυγκρότησης. 

Μετά τις ευρωεκλογές και τα αποτελέσματα που αυτές επέβαλαν με τον ένα η τον άλλο τρόπο,  σε όλο το πολιτικό προσωπικό και το σύνολο των κομμάτων ιδιαίτερα, θεώρησα σκόπιμο να το ξαναδημοσιεύσω τροποποιημένο ως προς το ύφος του,  συμπληρωμένο σε πολλά σημεία αλλά και με την προσθήκη ενός αναγκαίου παραρτήματος για τις εξελίξεις μετά τις ευρωεκλογές.

Η ΔΕΞΙΑ ΔΙΟΛΙΣΘΗΣΗ

 Όλο το προηγούμενο διάστημα, από το συνέδριο και μετά,  με την αγωνία των νεοφώτιστων την παραμονή της εμβάπτισης  στην κυβερνητική κολυμβήθρα, παρατηρούμε μια συνεχή και συνειδητή  διολίσθηση προς τα δεξιά της ηγετικής πλειοψηφίας. Μετατόπιση η οποία γίνεται ολοένα και πιο διακριτή σε όλες τις ομιλίες του προέδρου αλλά και των βασικών στελεχών του οικονομικού επιτελείου.

Παραδείγματα πάμπολλα: από πού να ξεκινήσεις. Στην ομιλία του στο συνέδριο του εκόνομιστ!!!,  πέρυσι, ο πρόεδρος, πιεσμένος αφόρητα από την δεξιά ρεφορμιστική πτέρυγα, αλλά αισθανόμενος και την ανάγκη  να χαϊδέψει τα αυτιά των ακροατών του, έδωσε  αναστολή στο καταδικασμένο στην ποινή του θανάτου με «ένα και μόνο νόμο την επόμενη των εκλογών μνημόνιο, η μνημόνια». Αυτή η παλιά προεκλογική δέσμευση του 12, στις  ομιλίες του στις ευρωεκλογές πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων. Σε διάφορες συνεντεύξεις του η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων μετατρέπεται σε σκληρή επαναδιαπραγμάτευση. Και στις ομιλίες του στην Γερμανία, την Αμερική, αλλά και στον ΣΕΒ, και τελευταία στον Ντράγκι, συνοδευόμενος σχεδόν παντού, για να μην κάνει και κανένα λάθος απ’ τον κυρ Μηλιό, το πρώτο που κάνει είναι να μετατρέπει την παλιά δέσμευση για  μονομερή διαγραφή έστω και με ΕΛΕ του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, σε διαπραγμάτευση για την διαγραφή μέρους και αποπληρωμή με «ρήτρα ανάπτυξης» όχι μόνο του υπόλοιπου χρέους αλλά και όλων των δυσβάστακτων  τόκων που το συνοδεύουν

(Παρένθεση 1: η παλιά προεκλογική δέσμευση του 12,της μονομερούς διαγραφής του χρέους, ήταν μία από τις αιτίες της εκτόξευσης του από το 4% στο 27%, η άλλη ήταν η προς τα αριστερά πρόταση κυβερνητικής συνεργασίας. Παρένθεση 2: κάποτε ελπίζω να ασχοληθώ με αυτή την περιβόητη ρήτρα ανάπτυξης και τις δυνατότητες που υπάρχουν στην εποχή μας για την πραγματοποίηση της.) 

Η διολίσθηση αυτή προς τα δεξιά συμπληρώνεται με την αποφυγή  ρητής δέσμευσης για τα πάντα σε όλους τους προεκλογικούς του λόγους. Η υποχρεωτική επιστροφή του 13ου και του 14ου μισθού, η επιστροφή στα ημερομίσθια πριν την τρόικα, οι συλλογικές συμβάσεις, η μετενέργεια, όλα   γίνονται αόριστες έως εξαϋλωμένες υποσχέσεις. Η επαναπρόσληψη των απολυμένων μεταφέρεται στο απώτερο μέλλον. Ας μην μιλήσουμε για την υγεία, την παιδεία, τις παροχές, τις συντάξεις, τους φόρους και γενικότερα για το κράτος πρόνοιας. Ακόμα και η δέσμευση για την επιστροφή των μισθών στα 750 ευρώ περιορίστηκε στον ιδιωτικό τομέα στέλνοντας σε ένα σκοτεινό μέλλον τις αυξήσεις  στον δημόσιο. Φορτώνουν μ’ άλλα λόγια  στην ζούγκλα του ιδιωτικού τομέα, με δύο εκατομμύρια ανέργους, το καθήκον  να λύσει  το πρόβλημα των αυξήσεων ενώ στο δημόσιο που η ευθύνη είναι του κράτους, την μεταφέρουν σε ένα αόρατο μέλλον. Αγνοούν, όλο το νομικό θεσμικό πλαίσιο που χτίστηκε τα τέσσερα τελευταία χρόνια το οποίο  έριξε στον καιάδα της ανεργίας πάνω από δύο εκατομμύρια εργαζομένους  μικρό επαγγελματίες και εμπόρους, με την φορολογική λαίλαπα που βάζει σε υποθήκη το σύνολο της ιδιωτικής περιουσίας. Ξεχνούν τις κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, σπιτιών, αυτοκινήτων, πινάκων, χρυσαφικών και οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων από τις τράπεζες, την εφορία, τα δημόσια ταμεία όλα βορά στο Μολώχ του χρέους, νόμοι οι οποίοι καταργούν άμεσα το δικαίωμα στην ιδιωτική περιουσία. Με έναν  τρόπο σαν να μην υπάρχει, αντιμετωπίζουν την ύπατη αρμοστεία, τον Ραϊχενμπαχ, και γενικά την υποχρεωτική επιτήρηση από το διευθυντήριο των Βρυξελών και των διεθνών τραπεζιτών. Όλα αυτά ξεχνιόνται σαν να μην έχουν συμβεί ποτέ σ’ αυτή τη χώρα.

Σε όλα αυτά και για να μην υπάρξουν παρανοήσεις έρχεται το βαρύ πυροβολικό του οικονομικού επιτελείου να συμπληρώσει τα κενά. 

«Η Ελλάδα είναι μια αξιόπιστη χώρα αναγνωρίζει τα λάθη της, ξέρει ότι το χρέος είναι δικό της και όχι των εταίρων της». Δήλωση του γκουρού του κόμματος Γιάννη Δραγασάκη σε γερμανούς βουλευτές. Και δεν είναι η μόνη.

«Το Ελληνικό χρέος στο μεγαλύτερο μέρος του (και για να μην υπάρξουν παρανοήσεις το ορίζουμε κιόλας) το 95% περίπου είναι παραδοσιακό χρέος του κράτους και μόνο το 5% μπορεί να είναι επονείδιστο ή επαχθές άρα μόνο σ’ αυτό μπορούμε να κάνουμε διαπραγμάτευση για διαγραφή ενώ στο υπόλοιπο, το κράτος πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του». Και για να μην μένει και αμφιβολία για τον ρόλο μας συμπληρώνουμε και τον πρόεδρο «οι αυξήσεις  του ημερομισθίου στον ιδιωτικό τομέα δεν θα αφορά όλους τους εργαζόμενους, αλλά μόνο τους νέο προσληφθέντες.» Δηλώσεις Γιώργου Σταθάκη.

Και η επιτομή του ελληνικού μαρξισμού «για να έχουμε ανάπτυξη στην Ελλάδα χρειάζεται να έχουμε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και πρωτογενές πλεόνασμα. Και για να το πετύχουμε πρέπει να φορολογήσουμε τον πλούτο και όχι τα συνήθη υποζύγια». Δηλώσεις του φιλολαϊκού  καθηγητή Μηλιού.

Και όλα αυτά δεν είναι παρά μια επιτομή μόνο από όλα όσα έχουν ειπωθεί   και έχουν γραφτεί τα δύο τελευταία χρόνια που με αναπεταμένα τα λάβαρα η  πλειοψηφία οδηγεί το κόμμα με ταχύτητα προς τα δεξιά. 

Με την  προσκόλληση τους  στο ευρώ και την ευρωζώνη καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι μέσα εκεί μόνο λιτότητα υπάρχει.  Έχουν πλήρη επίγνωση ότι χωρίς τον έλεγχο της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής δεν έχουν και τον έλεγχο των δημοσίων επενδύσεων. Και χωρίς αυτόν τον έλεγχο, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα εφαρμογής φιλολαϊκής πολιτικής. Έτσι εφευρίσκουν θεωρίες περί ενός νέου νιού ντίλ, περί λύσης του προβλήματος του χρέους συνολικά στην ευρωζώνη, περί ρήτρας ανάπτυξης κλπ.  Πάνω σ’ αυτή τη λογική προστρέχουν στον πρόεδρο της Κ.Ε.Τ. κάνοντας  προτάσεις για επενδύσεις μέσω της Κ.Ε.Τ. και της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, πιστεύουν ότι μπορούν να συνετίσουν τον Σόϊμπλε, την Μέρκελ τον Ντράγκι και γενικά όλο το πουλημένο πολιτικό προσωπικό των τραπεζών, ευρωπαϊκό και ελληνικό. Ελπίζουν ότι έτσι θα γίνουν ο καταλύτης των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Δεν κατανοούν ότι με την στάση τους ρίχνουν στον καιάδα της δυστυχίας  τη χώρα τους, περιμένοντας να λυθεί το ζήτημα του χρέους συνολικά στην Ευρώπη. Δεν κατανοούν ότι ο καταλύτης για την λύση της κρίσης χρέους συνολικά στην Ευρώπη, είναι η λύση της κρίσης χρέους πρώτα στη χώρα τους.

Γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια ακόμα και αυτές τις λίγες καταστατικές αρχές, (οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, πόρρω απέχουν απ’ την λειτουργία  ενός κλασικού ακόμα και με τα αστικά πρότυπα κόμματος) που με τόσο κόπο προσπάθησαν να περάσουν στο συνέδριο, πλασάρονται σε όλα τα ΜΜΕ προβάλλοντας όλες τις παραπάνω θεωρίες, κάνοντας κουρελόχαρτα  τις ψηφισμένες αποφάσεις του συνεδρίου. Η κρατικοποίηση των τραπεζών, των δημοσίων οργανισμών, η μονομερής διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, η επαναπρόσληψη των απολυμένων, η δημόσια υγεία, η παιδεία, η επαναλειτουργία του κράτους πρόνοιας και μια σειρά άλλα ζητήματα εξαερώνονται σ’ ένα  απώτερο μέλλον  και μεταφέρονται στην αχλή απροσδιόριστων και αφηρημένων εννοιών. 

Παρένθεση: πρέπει να εξετάσουμε αυτό το ιδιόμορφο φαινόμενο το οποίο, ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης, παίρνει ένα όλο και ποιο εκρηκτικό χαρακτήρα. Ποιες είναι οι αιτίες που όλα τα κόμματα  αστικά και εργατικά μετατρέπονται από κλασικά κόμματα με εσωτερικές λειτουργίες, σε αρχηγικά και μηχανισμούς διεκπεραίωσης εκλογών. Ποιος είναι ο λόγος που τα ηγετικά κλιμάκια αποκόπτονται από την βάση του κόμματος και μ’ αυτήν την ένια οι αποφάσεις τους να μην υπόκεινται στον έλεγχο του κόμματος.

Μ’ αυτές τις πολιτικές πρακτικές όπως είναι επόμενο έρχονται κάθε τόσο σε σύγκρουση με το σύνολο σχεδόν των μελών και στελεχών του κόμματος με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε μια όλο  και ποιο στενή και αυταρχική ομάδα παίρνοντας πολιτικές αποφάσεις σε ένα όλο και στενότερο και αδιαφανή κύκλο, χωρίς να  αισθάνονται την υποχρέωση να λογοδοτούν σε κανένα όργανο.  Αποκορύφωμα: μετά την απόφαση της εκλογής του προέδρου απ’ το συνέδριο, άρα χωρίς να υπάρχει όργανο το οποίο θα μπορούσε να τον ελέγξει, να  μετατραπεί σε ένα απόλυτο  άρχοντα Βοναπάρτη.  Έτσι παρατηρείται το κωμικοτραγικό φαινόμενο. Όσο ποιο δεξιά οδηγείται η «πλειοψηφία», τόσο η αριστερή «μειοψηφία» αναγκάζεται να κάνει ένα βήμα πίσω και να υποχρεώνεται να υπερασπίζει τις θέσεις που καταψήφισε στο συνέδριο.

Και όλα αυτά τα καμώματα, νομίζουν ότι δεν  καταγράφονται πάνω απ’ όλα στην συνείδηση της κατεστραμμένης ελληνικής εργατικής τάξης και της κοινωνίας στο σύνολο της. Πιστεύουν ότι οι πολιτικαντισμοί είναι το μέσο που θα τους εξασφαλίσει το πολυπόθητο εισιτήριο για τους κυβερνητικούς θώκους. Το γεγονός  ότι μετά από μια τέτοια καταστροφή του συνόλου της κοινωνίας, η κοινωνία αυτή  δείχνει  με την στάση της να μην αγκαλιάζει μαζικά αυτό το κόμμα φαίνεται να μην τους προβληματίζει. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών στο οποίο καταγράφηκε ένα φρενάρισμα στην αριθμητική άνοδο του κόμματος, μεταφράστηκε από όλες τις δεξιόστροφες τάσεις της πλειοψηφικής ομάδας, σε κορεσμό απόχτησης ψήφων από τα «αριστερά». Αυτό τους οδηγεί στο κυνήγι των μαγισσών «κεντρώων και κεντροαριστερών προσωπικοτήτων» Όπως οι σεχταριστές όταν δεν τους καταλαβαίνει ο λαός η απάντησή τους είναι αλλάξτε λαό, έτσι και οι δεξιοί ρεφορμιστές όταν δεν τους καταλαβαίνει ο λαός κάνουν ένα ακόμα ποιο μεγάλο βήμα προς τα δεξιά ψάχνοντας «κεντρώα» φαντάσματα. 

Έτσι αντί να καλούν και να οργανώνουν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας σε αγώνες και συλλαλητήρια ανατροπής αυτής της εγκληματικής κυβέρνησης, αντί να γίνουν ο πυροκροτητής που θα μεταβάλει σε πυρκαγιά όλο αυτό το συσσωρευμένο μίσος ενός ολόκληρου λαού ενάντια στην μισητή κυβέρνηση των δανειστών, δηλώνουν ανερυθρίαστα, κάτι που ένας ολόκληρος λαός αισθάνεται  απόλυτα στο  πετσί του,  «μα δεν είμαστε σήμερα υπό κατοχή, δεν έχουμε σήμερα κατοχή στην Ελλάδα». Αντί να γίνουν η ηγεσία των αγώνων ενός ολόκληρου λαού έτσι ώστε να αποκτηθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη κόμματος και κοινωνίας, απαραίτητη προϋπόθεση για να αντέξουν τον πόλεμο των δανειστών στην προοπτική κατάληψης της κυβερνητικής εξουσία, καταφεύγουν σε διάφορες κοινοβουλευτικές καντρίλιες προσπαθώντας να ψαρέψουν στα θολά μνημονιακά νερά  διάφορα πολιτικά πτώματα ελπίζοντας ότι θα τους φέρουν τους απαραίτητους ψήφους για τους κυβερνητικούς θώκους. 

Η «ΑΡΙΣΤΕΡΗ» ΚΡΙΤΙΚΉ Ή Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕΧΤΑΡΙΣΜΟΥ

Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά που στήνουν, αργά αλλά σταθερά τα τελευταία  δύο χρόνια, σπρώχνουν μια σειρά αριστερούς αγωνιστές στην  αδράνεια, την απογοήτευση, την αποστρατεία, και στην καλύτερη περίπτωση  στην αγκαλιά άλλων μικρότερων σεχταριστικών οργανώσεων μετατρέποντας τους σε πολέμιους του κόμματος. Και μάλιστα τους δίνουν το  δικαίωμα να  νομίζουν ότι κάνουν κριτική από τα αριστερά κατηγορώντας το ΣΥΡΙΖΑ σαν νέο ΠΑΣΟΚ. Όπως ένας ιδεαλιστής αστός ιστορικός μπορεί να κάνει άλματα ανάμεσα σε δυο ιστορικές περιόδους και να βγάζει συμπεράσματα ταύτισης μεταξύ τους με το δικαίωμα που του δίνει η μονοδιάστατη ιδεαλιστική αστική του ιδεολογία,  έτσι και αυτοί, ταυτίζουν δύο τελείως διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Γεννούν ένα νέο ΠΑΣΟΚ σε μια περίοδο κρίσης και καταστροφής, σε μια περίοδο που οι ιστορικές εξελίξεις είναι συμπυκνωμένες και τα ιστορικά γεγονότα τρέχουν με ταχύτητα δεκαετιών. Και ακόμα χειρότερα, έχοντας «ξεκαθαρίσει» τις σχέσεις τους με την δεξιά πτέρυγα, κατατάσσοντας την στον «πασοκισμό»,  στρέφουν τα πυρά τους  στην αριστερά καλώντας την να ακολουθήσει τις προτροπές τους. 

Τι κάνουν δηλαδή όλοι αυτοί οι σύντροφοι; 

Απλώς εφαρμόζουν πιστά ένα παλιό ρητό: Όσο ποιο μεγάλο θόρυβο  κάνουμε, όσο ποιο σκληρά καταγγελτικό λόγο  έχουμε, τόσο ποιο αυστηρή κριτική  πιστεύουν ότι κάνουν. Νομίζουν, πιστεύουν καλύτερα,  ότι η καταγγελία είναι η σωστότερη μέθοδος ανάλυσης του κοινωνικού γίγνεσθαι, άρα και η καλύτερη μέθοδος κριτικής. 

Τι κάνουν δηλαδή;

 Πρώτον: καταγγέλλουν την αριστερή πλατφόρμα σαν σύνολο,  για παραλήψεις, λάθη, η και αβελτηρίες, πολλές φορές, αναφέροντας τις μια – μια ξεχωριστά.  Αυτό που δεν κατανοούν όμως είναι ότι οι καταγγελίες των λαθών και των  παραλείψεων, από μόνες τους, δεν στοιχειοθετούν κριτική προς τους καταγγελλόμενους. Όταν  παραγνωρίζονται οι αιτιάσεις, σωστές η λάθος, που προβάλλονται γι’ αυτές τις παραλήψεις, τότε η κριτική μετατρέπεται σε γκρίνια. Και αυτό ακριβώς κάνουν  οι περισσότεροι σύντροφοι. Επιβεβαιώνουν  τον κανόνα ότι η γκρίνια είναι κριτική. Παραγνωρίζουν  παντελώς τις όποιες αιτιάσεις που αυτοί πρόβαλαν στις συγκεκριμένες κατηγορίες.   Δεν κριτικάρουν  τις  πολιτικές θέσεις και τις παραλήψεις της πλατφόρμας για να καταδείξουν τις αδυναμίες αυτών των θέσεων άρα και των αιτιάσεων που αυτή προβάλει, έτσι  ώστε με αυτόν τον τρόπο να τεκμηριώσουν την κριτική τους και να την κάνουν δύναμη ανατροπής. 

Μια τέτοια κριτική, θα είχε σαν αποτέλεσμα  να γίνει δύναμη ανατροπής του στάτους και της ρουτινιάρικης συνήθειας προετοιμάζοντας το αύριο.  Ταυτόχρονα και η πλατφόρμα σαν σύνολο,  και οι σύντροφοι ένας - ένας ξεχωριστά, να έχουν την πιθανότητα να διορθώσουν τα λάθη τους. Τι κάνουν αντίθετα. Καταγγέλλουν τα πρόσωπα για τούτο και κείνο και το άλλο. Παγώνουν και παγιώνουν τη στάση τους στο απώτερο μέλλον, προεξοφλώντας ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα ή ευκαιρία να επηρεαστούν από τις εξελίξεις. Για τον σεχταριστή η ταξική πάλη μπορεί να υφίσταται, υφίσταται όμως κάπου στο κενό, χωρίς να μπορεί να επηρεάσει την ανθρώπινη  συνείδηση. Οι ανθρώπινες πράξεις οι οποίες δημιουργούν ιστορία δεν είναι ταυτόχρονα και σχολείο εκπαίδευσης αυτών των δρώντων ανθρώπων. Έτσι μετατρέπουν τα πρόσωπα και τις πράξεις τους σε καθοριστικούς συντελεστές της κίνησης της ιστορίας. Δεν τους περνάει καν απ’ το μυαλό ότι τα πρόσωπα – οι ηγετικές προσωπικότητες -δεν εκφράζουν τίποτε άλλο παρά τις ανάγκες μιας συγκεκριμένη ιστορικής στιγμής που και αυτή με τη σειρά της καθορίζεται απ’ το επίπεδο συνείδησης των μαζών. Αν τώρα τα πρόσωπα  δεν χωρούν στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, αυτή θα τα ξεβράσει στην όχθη αναζητώντας αυτά που της χρειάζονται για να δώσουν  λύσεις στα συγκεκριμένα προβλήματα.  

Έτσι, χωρίς να το θέλουν, μετατρέπουν την κριτική σε καταγγελία. Ξεπέφτουν στο τελευταίο σκαλοπάτι του σεχταρισμού. Σ’ αυτόν της καταγγελίας.  Στην κλασική δηλαδή μέθοδο που χρησιμοποιεί   σαν το μοναδικό όπλο του ο σεχταρισμός, κάτω απ’ οποιονδήποτε μανδύα και αν κρύβετε. 

Η ταχτική του ΚΚΕ, αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να καταγγέλλουν μέσω του ΣΥΡΙΖΑ το σύνολο της εργατικής τάξης για την ανικανότητα της να τους καταλάβει και να τους μετατρέψει σε δαφνοστεφανομένους ηγέτες της, είναι το κλασικό παράδειγμα σεχταρισμού. Δεν συμμετέχουν σε καμία μορφή συνεργασίας με τους κακούς ρεφορμιστές μην τυχόν και τους μιάνουν. Το ενιαίο μέτωπο γι’ αυτούς, παρ’ όλο που οι περισσότεροι το επικαλούνται όπως οι πιστοί χριστιανοί επικαλούνται το ευαγγέλιο, είναι κάτι περισσότερο από κενό  γράμμα. Δεν κατανοούν καν ότι η ύπαρξη και αναγέννηση του ρεφορμισμού, όπως και του σεχταρισμού,  στα κόμματα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αντανάκλαση στον καθρέπτη των κομμάτων του κοινωνικού ρεφορμισμού, και όχι το αντίστροφο. Η εργατική τάξη δεν αποτελείται από ένα ενιαίο συμπαγές οικονομικό και κοινωνικό σώμα, γι’ αυτό και η πολιτική της συνείδηση έχει διαφορετικά επίπεδα κατανόησης  και οργανωτικής δράσης. Δεν κατανοούν ότι εκεί ακριβώς ανάγεται και η αναγκαιότητα του Ε.Μ. Η διάσπαση των δυνάμεων της τάξης όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο είναι που κάνει  αναγκαία την ενιαία δράσης της, σαν μέσω εκπαίδευσης της. Η διάσπαση αυτή είναι που το επιβάλει το ΕΜ, και όχι όποια δήποτε φαντασιόπληκτη θεωρία. Έτσι εφαρμόζουν πιστά τον αφορισμό: «Αν ο λαός δεν μας καταλαβαίνει τότε διαγράφουμε τον λαό». Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα άλλωστε και από τις ανακοινώσεις για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών από όλες τις μικρό- οργανώσεις με αποκορύφωμα αυτήν του σχεδίου Β.  

Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως βλέπουν την πραγματικότητα ανεστραμμένη. Με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Μ’ άλλα λόγια είναι σαν να υποστηρίζουν ότι οι επιθυμίες του εποικοδομήματος, καθορίζουν την δομή και την λειτουργία της βάσης και όχι η αντικειμενική κατάσταση της  βάσης, καθορίζει την μορφή και τον χαρακτήρα του εποικοδομήματος.

Δεύτερον: Αραδιάζουν μια σειρά χιλιοειπωμένες προτάσεις οι οποίες διατυπώθηκαν από την αρχή της κρίσης, και οι οποίες εξακολουθούν να έχουν την ισχύ τους,   νομίζοντας ότι έτσι ξορκίζουν του κακούς αναθεωρητές της αριστερής πλατφόρμας όπως το λιβάνι ξορκίζει το σατανά. 

Με την ίδια ευκολία που η ηγετική ομάδα με τις προτάσεις της για πανευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος πιστεύει ότι μπορεί να βάλει την Ευρώπη στον ίσο δρόμο της ανάπτυξης, έτσι και διάφοροι σύντροφοι,  πιστεύουν ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, η κρατικοποίηση των τραπεζών,  των ΔΕΚΟ, η αναδιάρθρωση της οικονομίας και μια σειρά άλλα μέτρα που μπορεί να βάλει ο καθένας κατά το δοκούν στη σειρά, είναι συνταγή «δια πάσαν νόσο». Πιστεύουν ότι έτσι διατυπωμένα  και μάλιστα υπό τύπον προγράμματος,  μπορούν από μόνα τους να δώσουν απάντηση σήμερα στην αύξηση της ανεργίας, στην κατάρρευση των παγίων επενδύσεων, της μείωσης της κατανάλωσης, μ’ άλλα λόγια στην δυνατότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, εθνικά και διεθνικά.

Παρένθεση: Όσοι παροικούμε την Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε ότι αυτές τις προτάσεις τις ενστερνίζεται και τις προβάλει και η αριστερή πλατφόρμα και ο σ. Λαφαζάνης. Άρα γιατί διαλαλούν  κάτι που όλοι λίγο ως πολύ προπαγανδίζουμε;  Απλούστατα, για να έχουν ένα προκάλυμμα όταν προβάλλουν τον απλοϊκό ισχυρισμό:  Μπορεί να  προπαγανδίζουμε τα ίδια μεν, αλλά οι απέναντι δεν τα πιστεύουν δε. Γι’ αυτό και μπορούμε να τους κατηγορήσουμε χωρίς ενδοιασμό για αριστερό δεκανίκι του ρεφορμισμού.  Αυτές οι  δικαιολογίες είναι και το απαραίτητο προκάλυμμα το οποίο μπορούν να επικαλεστούν όταν επικαλούνται αλλά ταυτόχρονα πετάνε στα σκουπίδια την ταχτική του ενιαίου μετώπου.

Η αγανάκτηση, οι φωνές και οι συμβουλές υπό τύπον «διατακτικών» δεν είναι θα έλεγα και ο καλύτερος σύμβουλος για μια σωστή κριτική αντιπαράθεση. Δεν μας βοηθάει να κατανοήσουμε  ότι οι ιδέες αυτές  απέχουν ελάχιστα από την θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια και μόνη χώρα».

ΞΑΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

 Η ιστορία δεν βαδίζει με μια ευθύγραμμη πορεία προς τα εμπρός. Είναι αναγκασμένη ενίοτε να κάνει κύκλους, να παίρνει απότομες στροφές, ή πολλές φορές να κάνει βήματα πίσω  για να μπορέσει να κάνει ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός. Πρέπει να συσσωρεύσει την απαιτούμενη ποσότητα γνώσης και μαχητικότητας για να την μετατρέψει σε ποιοτική αλλαγή. Πρέπει να μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο υποκειμενικός παράγοντας βρίσκεται πάντα πολλά βήματα πίσω από την αντικειμενική  πραγματικότητα. Και όταν, σε μία ιστορική καμπή την κατακτάει, αυτό το κάνει  πάντα με ένα τεράστιο άλμα, χάνοντας την ξανά στην επόμενη φάση. Αυτή η αντίφαση θα λυθεί μόνο όταν το βασίλειο της γνώσης γίνει κτήμα όλης της ανθρωπότητας. Θα λυθεί μόνο με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα καταναγκαστικά δεσμά της μισθωτής εργασίας. Θα λυθεί μόνο όταν καταργηθεί η ιδιότητα των προϊόντων να παρουσιάζονται στην ζωή μας με δύο πρόσωπα σαν τον  Ιανό, με την μορφή της ανταλλακτικής  αξίας και τις αξίας χρήσης. Θα λυθεί μόνο στο βασίλειο της ελευθερίας.

Επί του προκειμένου. 

Η επιστροφή   στην περιχαράκωση του έθνους κράτους και του εθνικού νομίσματος, με όποια μορφή και αν την φανταζόμαστε αυτήν την επιστροφή, όσο και αν κρίνεται αναγκαία αυτή την ιστορική στιγμή για το φρενάρισμα της ανθρωπιστικής κρίσης  που εξαπλώνεται ραγδαία στην χώρα μας και όχι μόνο, δεν παύει από την φύση της να είναι ένα βήμα πίσω σε σχέση με τις ανάγκες προγραμματισμού των υπέρ ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων σήμερα.  

 Δύο τρείς αναγκαίες παρατηρήσεις, στις οποίες δεν θα κουραστώ να επανέρχομαι.

 Μετά την κρίση του 73 και την   κατάργηση του «χρυσού κανόνα» η αλλιώς της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς, (της σταθερής ισοτιμίας χρυσού-δολαρίου στα 35 δολάρια η ουγκιά ποσό που αντιστοιχούσε στο αποθεματικό σε χρυσό των ΗΠΑ, και την σταθερή ισοτιμία όλων των άλλων νομισμάτων στο δολάριο) μαζί με την κατάργηση των περιοριστικών νόμων για την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, και την ελαχιστοποίηση των δασμών στην διακίνηση εμπορευμάτων, το χρηματιστικό κεφάλαιο άρχισε για άλλη μια φορά να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της παραγωγής. Η ισορροπία του βιομηχανικού με το χρηματιστικό κεφάλαιο που καθόριζε την μέχρι τότε ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έπαψε να υφίσταται. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε και η ανισορροπία μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου που καθόριζε την  παραγωγή υπεραξίας και η οποία στηρίχτηκε στις επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας σε μια σειρά κλάδους. Η υπέρ εκμετάλλευση της εργασίας που επέβαλαν οι νέες τεχνολογίες δεν κατόρθωναν να εξισορροπήσουν την αλματώδη πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους.  Η Περίοδος της κρίσης είχε ξεκινήσει. (το βιβλίο του Γιώργου Τριανταφυλλόπουλου «το λυκόφως του καπιταλισμού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, έχει μια σειρά πίνακες που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω.)

Παράδειγμα: στην πρώτη φάση – μετά την κρίση του 73 – ο καπιταλισμός με όχημα τις πολυεθνικές, μετά από τις συμφωνίες για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορίου, την μείωση στο ελάχιστο του προστατευτισμού, κατάργησε βίαια  όλο τον νομικό οπλοστάσιο των εθνών κρατών για την προστασία της εθνικής τους παραγωγής, άρα και την προστασία των εθνικών τους αστικών τάξεων. Με όχημα τις νέες τεχνολογίες ο κοσμοπολιτισμός, ή η «παγκοσμιοποίηση» είχε ξεκινήσει. Έτσι ολοκλήρωσε μετά από μια μακρόσυρτη  πορεία, αργά αλλά σταθερά την κατάργηση του ρόλου  των εθνικών  συνόρων και κατ’ επέκταση του ρόλου του κλασικού έθνους κράτους του δεκάτου ενάτου αιώνα. 

Αυτό είχε σαν συνέπεια μια σειρά ανακατατάξεις και αλλαγές στην δομή των παραγωγικών δυνάμεων. Κατ’ αρχήν οδήγησε στην μετατροπή των εθνικών αστικών τάξεων  σιγά αλλά σταθερά, σε παραρτήματα της παγκόσμιας παραγωγικής μηχανής και του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας, αφαιρώντας τους  κατά κάποιο τρόπο τις δυνατότητες καθορισμού μιας «ανεξάρτητης εθνικής οικονομικής» πολιτικής. Τις ενέταξε με άλλα λόγια, με ένα υποχρεωτικό και βίαιο τρόπο σε ένα ανώτερο καταμερισμό της εργασίας παγκόσμια. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούσε μια από τις σημαντικότερες αναδιαρθρώσεις στην παραγωγική του βάση. Για να μειώσει το κόστος εργασίας, εισήγαγε και εφάρμοσε  την πιο ανεπτυγμένη μορφή της τεχνολογίας και του αυτοματισμού στην παραγωγή. Αυτό είχε σαν συνέπεια την δημιουργία τεράστιας ανισορροπίας στη σχέση σταθερού προς μεταβλητό στους συγκεκριμένους  τομείς ή κλάδους όπου εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα την ακόμα πιο βίαιη πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους παρά την  εντατικοποίηση και την υπερεκμετάλλευση της εργασίας που επέφερε. (και εδώ οι πίνακες Τριανταφυλλόπουλου έχουν μεγάλη αξία για την κατανόηση του φαινομένου)

Αυτό οδήγησε αυτούς του κλάδους της οικονομίας σε δύο αναγκαία μέτρα:

Ένα,  η ανάγκη τους να εισπράξουν από την παγκόσμια παραγωγή της υπεραξίας το μερίδιο του ποσοστού του κέρδους που έχαναν, έσπρωχναν μέσω του ανταγωνισμού μια σειρά ομοειδείς βιομηχανίες που δεν άντεξαν στην πίεση του ανταγωνισμού, στο κλείσιμο σε όλο τον κόσμο παίρνοντας το μερίδιο αγοράς που αυτές κάτεχαν. Σ’ αυτό είχαν σύμμαχο και αρωγό των προσπαθειών τους τις τράπεζες, με μια σειρά  εξαγορές και συγχωνεύσεις που επέβαλαν. Ταυτόχρονα κρατώντας τις τιμές ψιλά προσπάθησαν να εξισορροπήσουν την βίαιη πτωτική τάση του  ποσοστού του κέρδους.

Δύο,  υποχρεώθηκαν  να εξορθολογήσουν, ξανά μέσω των πολυεθνικών, την παραγωγή τους. Από την δεκαετία του 70 και με όλο ένα και ποιο εντατικούς ρυθμούς το 80 και το 90, οι πολυεθνικές επενδύοντας στις νέες τεχνολογίες και μεγιστοποιώντας τις δυνατότητες παραγωγής τους χώρισαν τον κόσμο σε σφαίρες εμπορίου. Έτσι επενδύοντας και ιδρύοντας μονάδες παραγωγής για την εξυπηρέτηση εκατομμυρίων  καταναλωτών έκλεισαν μια σειρά «εθνικές» βιομηχανικές μονάδες τους που είχαν ιδρύσει  ανά τον κόσμο με τον πόλεμο στα έθνη κράτη,  μετατρέποντας τις εταιρίες τους από βιομηχανικές – εμπορικές σε αμιγώς εμπορικές για την διάθεση των προϊόντων τους που παρήγαγαν αλλού. Με άλλα λόγια αναγκαζόταν να οδηγούν την παραγωγή βήμα το βήμα σε ένα όλο και μεγαλύτερο προγραμματισμό κοινωνικοποιώντας ή «σοσιαλιστικοποιώντας» σε ένα ανώτερο επίπεδο την παραγωγή. Έτσι εμμέσως «καταργούσαν» τον εαυτό τους και ταυτόχρονα οδηγούσαν την παγκόσμια οικονομία σε μια μεγαλύτερη σε ένταση κρίση υπερπαραγωγής και συρρίκνωσης της κατανάλωσης. Οι προσπάθειες που έγιναν στην συνέχεια για την ενίσχυση της κατανάλωσης με την αύξηση του χρέους στα νοικοκυριά τι εταιρίες και τα κράτη, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να επιδεινώσουν ακόμα περισσότερο την κρίση, δίνοντας της μόνο ένα τράτο χρόνου μέχρι να ξεσπάσει.  Αυτά τα λίγα για την ώρα για τις αλλαγές που επέφερε στη βάση της παραγωγής η κρίση του 73. Η νέα κρίση, αυτή που βιώνουμε σήμερα, προετοιμάζει νέες αλλαγές στην παραγωγική βάση με ένα πολύ ποιο  οξύ και δραματικό τρόπο.  

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΕΥΡΩ ΔΡΑΧΜΗΣ

Παραγνωρίζοντας αυτές τις σημαντικές αλλαγές στην παραγωγή, παραγνωρίζουμε την αλληλοσύνδεση, αλληλεξάρτηση και την παγκοσμιοποιημένη μορφή που έχει σήμερα, ξεπερνώντας τα στενά όρια του έθνους κράτους. Έτσι λοιπόν, σε  μια περίοδο που ο καπιταλισμός έχει υπέρ εθνικοποιήσει  την παραγωγή καταργώντας τα σύνορα των εθνών κρατών η «εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων» και ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας», όπως διαλαλούν πίσω από την μοναχική τους αυταρέσκεια μια σειρά μικρό οργανώσεις, όπως κανοναρχεί το ΚΚΕ, όπως όμως ισχυρίζεται με διάφορες παραλλαγές και η αριστερή πλατφόρμα, σε μια χώρα και στην προκειμένη περίπτωση στη χώρα μας, είναι καθαρή ουτοπία. 

 Μ’ αυτήν την έννοια, η επιστροφή στην περιχαράκωση του έθνους κράτους και στην ασφάλεια της εθνικής νομισματικής πολιτικής, η επιστροφή αυτή, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα ιστορικά όρια που  είναι υποχρεωμένη να κινηθεί: αυτά τα όρια του έθνους κράτους στην σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία.  Η επιστροφή αυτή, δεν μπορεί να μας δώσει  τίποτε άλλο, παρά στην καλύτερη περίπτωση  μια πιο σωστά οργανωμένου τύπου κρατικού καπιταλισμού οικονομία απ’ αυτήν που γνωρίσαμε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας, ή στην χειρότερη περίπτωση, να μας οδηγήσει σε ένα νέου τύπου εκφυλισμένο γραφειοκρατικό μόρφωμα  διαχείρισης της φτώχιας. Πρέπει να διαλέξουμε. 

Η ιστορική αναγκαιότητα που μας αναγκάζει να κάνουμε ένα βήμα πίσω, μόνο με την ιστορική προοπτική να κάνουμε δύο βήματα εμπρός είναι νοητή. Διαφορετικά, η προσπάθεια μας  είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Γι’ αυτό το λόγο όσοι φαντάζονται και ταυτόχρονα ευαγγελίζονται σοσιαλιστικούς παραδείσους με την επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα και στο έθνος κράτος με όπλο την κρατικοποίηση των τραπεζών, της κοινής ωφέλειας, της διακίνησης χρήματος και ότι άλλο θέλουν να προσθέσουν, μόνο αυταπάτες καλλιεργούν. Όσοι πιστεύουν ότι ο σοσιαλισμός είναι ζήτημα διατακτικών και μάλιστα σε μια χώρα με κατεστραμμένο τον  παραγωγικό ιστό της, και όχι υπόθεση συνειδητής επέμβασης εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων και συμμετοχής  μιας σειράς ανεπτυγμένων  κρατών, δυστυχώς, είναι πολύ πιο πίσω ιδεολογικά από την σταλινική θεωρία του σοσιαλισμού σε μια και μόνη χώρα. 

Η ιδεολογική διαμάχη ευρώ – δραχμής που έχει ξεσπάσει μέσα στους κόλπους του κινήματος  τα τελευταία χρόνια επομένως, παίρνει αξία ειδομένη  μόνο απ’ αυτή τη σκοπιά. Από την σκοπιά όχι για το ποιος έχει την καλύτερη πρόταση για έναν καλύτερο σοσιαλισμό, αλλά με ποιόν τρόπο μπορούμε να σταματήσουμε την καταστροφή στην οποία  μας οδηγεί  η κρίση. Σ’ αυτό που συμφωνούμε όλοι είναι ότι η δεξιά ομάδα των ευρωλάγνων τύπου Δραγασάκη Μηλιού Σταθάκη και σια, είναι πολύ δύσκολο να αντισταθούν στις πιέσεις του συστήματος και των δανειστών ενταγμένοι ήδη από πριν στην λογική τους. Σ’ αυτό που σίγουρα διαφωνούμε είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ενιαίο μπλοκ δυνάμεων με καθορισμένους ρόλους ιδιαίτερα δε για «για την απορρόφηση των αριστερών κραδασμών». 

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών δεν είναι τίποτε παραπάνω και  τίποτε λιγότερο, παρά αποτέλεσμα της αντιφατικής αυτής πορείας των κοινωνικών αντιθέσεων γενικότερα και των εσωτερικών παραλήψεων, συγχύσεων, δεξιών αποκλίσεων   και αδυναμιών μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ.