«Έπρεπε και μεις να βολευτούμε σε μια γωνιά, μετρούσαμε στα δάχτυλα τα φώτα της προκυμαίας μετρούσαμε τα βήματα των ψαράδων στην αμμουδιά προσέχαμε τις μικρές λάμψεις στα βότσαλα αλλάζαμε τις σημαίες με προχειρογραμμένα χαρτιά – είταν όμορφα, λέγαμε, το ξεχασμένο τσιγάρο στο βραδινό αγέρα το πλοιάριο που μπαίνει στο λιμάνι η μηχανή που σβήνει-όμορφα» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τέλος Καλοκαιριού/Σφυρίγματα Τραίνων’).

Την προσεχή Πέμπτη, 11 Απριλίου, πραγματοποιούν απεργία[1] οι εργαζόμενοι στους τομείς της εστίασης και των μεταφορών, προσιδιάζοντας σε μορφές μίας άμεσης διεκδικητικής[2] κινητοποίησης και πορείας με την χρήση μηχανών, που θέτουν στο επίκεντρο ζητήματα που άπτονται της εργασιακής τους καθημερινότητας, αναδεικνύοντας τις προσίδιες όψεις της επισφάλειας που σχετίζεται βαθυ-δομικά με τις συνθήκες εργασίας, με την κίνηση στο δρόμο που δύναται να συμπυκνώσει το 'χρόνο' του μεγάλου ή μικρού κεφαλαίου, εκφράζοντας παράλληλα τους όρους μίας 'φορτισμένης' δράσης που αντλεί από το ήδη διαμορφωθέν υπόστρωμα των προηγούμενων κινητοποιήσεων που έχουν εκ-διπλωθεί στο μακρύ χρόνο της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης.

 Όπως διαβάζουμε σχετικά στο κείμενο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα 'Info-war': «Η εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας που εκδόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου εξασφάλισε στους εργαζόμενους σε δίκυκλο ορισμένα δικαιώματα που διεκδικούνταν επί σειρά ετών. Κατακτήθηκε η παροχή Μέσων Ατομικής Προστασίας (ΜΑΠ) για τους οδηγούς από τους εργοδότες τους. Παράλληλα εξασφαλίστηκε η συντήρηση του οχήματος με ευθύνη του εργοδότη, καθώς και η παροχή εταιρικού δικύκλου.

Διεκδικήσεις του κλάδου που παραμένουν προς πραγματοποίηση είναι η αναγνώριση ενιαίας ειδικότητας για όλους τους εργαζομένους σε δίκυκλα και η ένταξή του στην κατηγορία των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Πλέον είναι η ώρα να εφαρμοστούν τα κεκτημένα. Η Συνέλευση[3] Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλων κάνει προσπάθειες ώστε να επιβληθούν στην πράξη όσα κερδήθηκαν».[4]

 Η εν προκειμένω θετική έγκληση της απεργιακής δράσης, συναρθρώνει τα ίδια χαρακτηριστικά της, στην πράξη εφαρμογής πολιτικών που τείνουν να συγκροτούν ένα ελάχιστο 'δίχτυ ασφαλείας', ιδίως όταν οι διανομείς 'γρήγορου' φαγητού ευρίσκονται στο δρόμο, με την παράλληλη διεκδίκηση της «ενιαίας ειδικότητας»[5] που φέρει το πρόσημο ή αλλιώς, προσδιορίζει εμπρόθετα το πρόσημο 'εργαζόμενος-διανομέας', καθώς και την δυνατότητα ένταξης τους επαγγέλματος στον κλάδο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, πτυχή που δύναται να αρθρώσει σφαιρικά τις εν γένει εργασιακές συνθήκες στο συγκεκριμένο εργασιακό κλάδο, στο βαθμό που δεικνύει και προς την κατεύθυνση ενός καταμερισμού εργασίας που εναλλάσσει την ορατή εντατικοποίηση της εργασίας με την εργασιακή επισφάλεια, με την απεργία της προσεχούς Πέμπτης να καθίσταται σημαίνον που συμβάλλει στην ανα-συγκρότηση της 'κοινότητας των διανομέων': η απεργιακή[6] δράση καθίσταται από τις πρώτες που επι-τελούνται εντός του κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος των 'μετα-μνημονιακών θριάμβων', ανασύροντας στο πεδίο του κοινωνικού τις επι-γενόμενες κοινωνικές-ταξικές μεταβολές που έχουν επέλθει την τελευταία ιστορική περίοδο.

Ως προς τα επίδικα της απεργίας,  ο συνθηματολογικά προσδιορισμένος κοινωνικός όσο και πολιτικός λόγος καθίσταται 'ουσιαστικοποιημένος', διαμεσολαβώντας ένα ευρύτερο αντι-εργοδοτικό υπόδειγμα που συμπυκνώνεται στο πρόθημα 'εναντίον': «Ενάντια στις ώρες που μας κλέβουν. Ενάντια στην εκμετάλλευση και την υποτίμηση μας. Ενάντια στην εργοδοτική τρομοκρατία. Για τους νεκρούς συναδέλφους. Για την αξιοπρέπεια[7] μας. Για την συλλογική αντίσταση».[8]

Επρόκειτο για την διαδικασία, και σε επίπεδο λογοθετικών διεργασιών, δόμησης ενός κοινωνικού-εργατικού και διαλεκτικά ταξικού 'αστερισμού' ο οποίος, δίπλα στις εργασιακές σχέσεις ('η εκμετάλλευση που τίθεται εναντίον των συλλογικών δυνατοτήτων') που αξιο-θεμελιώνονται πάνω σε ένα εργοδοτικό 'ενεργείν' (το άλλοτε 'αφεντικό')[9] που ασκεί και βία[10] οριζόμενη ως «εργοδοτική τρομοκρατία», θέτει τις προκείμενες μίας κοινωνικής συσπείρωσης που όντας πρωταρχικά απεργιακή, εκφράζεται διαμέσου της ενεργού χρήσης του πρώτου πληθυντικού («Μας»), μία συσπείρωση που δεν παύει να επι-ζητεί την «αξιοπρέπεια»,[11] να 'εγγίζει' πλαισιώσεις μίας μνημονικής πολιτικής («Για τους νεκρούς συναδέλφους»[12]) που δεν απόσχει από την αλληλουχία του χρόνου και της κίνησης του διανομέα, να σημασιοδοτεί ή, διαφορετικά τιθέμενο, να 'σαλπίζει' και να αναπαραγάγει την απεργία ως «αντίσταση»[13] που δεν δύναται να είναι τίποτε λιγότερο από «συλλογική».

Σε αυτό το πλαίσιο, κάνουμε λόγο για την δυνατότητα διαμόρφωσης ενός, κατά τον Νίκο Ποταμιάνο, «ταξικού πόλου».[14]

 Όπως επισημαίνει ο ίδιος, «ταξικό πόλο αποκαλούμε τον οργανωτικό, πολιτικό και ιδεολογικό πυρήνα που διεξάγει την «πάλη για την τάξη»: συγκροτεί και διακινεί μια ταυτότητα, απευθύνει ταξικές εγκλήσεις, διαμορφώνει και προπαγανδίζει αιτήματα, διατυπώνει τα συλλογικά συμφέροντα που ορίζουν την τάξη και τα διατηρεί αρθρωμένα, αγωνίζεται να προσελκύσει κομμάτια περιφερειακά και αμφιταλαντευόμενα».[15]

 Η Συνέλευση Βάσης Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλων, λειτουργώντας ως ιδιαίτερος ταξικός πόλος, «απευθύνει ταξικές εγκλήσεις», «διαμορφώνει και προπαγανδίζει αιτήματα»[16], και, κύρια, «διατυπώνει τα συλλογικά συμφέροντα που ορίζουν την τάξη», μετασχηματίζοντας το 'μας' προς ένα πεδίο μίας 'μαχόμενης συλλογικότητας'[17] που είναι η εργατική τάξη-μπλοκ, εκεί όπου ο «αγώνας δεν αφορά μόνο τους οδηγούς δικύκλου αφορά όλους τους εργαζόμενους αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης».[18]

 Η κοινωνική έγκληση[19] εγγράφει αιτήματα και όρους δια-πάλης, κλαδικά και συλλογικά, υπό το πρίσμα της δραστηριοποίησης ενός ταξικού πόλου που δεν «διεξάγει την πάλη για την τάξη» με όρους και χαρακτηριστικά 'πρωτοπορίας' κατά το Λενινιστικό πρότυπο, αλλά με στοιχεία εμβάθυνσης της κοινωνικής-ταξικής διαπάλης και σύγκρουσης, συστηματοποιώντας αιτήματα: «ο αγώνας αφορά το σύνολο της εργατικής τάξης»,[20] της μνημονιακής εργατικής τάξης, σπεύδουμε να συμπληρώσουμε.

Η «βιωμένη εμπειρία»[21] (Γιώργος Σιακαντάρης), μίας μερίδας της εργατικής τάξης που αναπαράγεται στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αναπαρίσταται μέσω της συγκεκριμένης προκήρυξης, που καλεί στη δράση, ήτοι στην απεργία ως διαμαρτυρία και στη διαμαρτυρία ως απεργία, με «ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά αυτόνομης ταξικής εκπροσώπησης»,[22] όπως τονίζει ο Γιώργος Μπιθυμήτρης.

Το εκτατικό πρόσημο ‘μας’[23] καθίσταται καίριας σημασίας για την ερμηνεία της όλης κοινωνικής κίνησης των διανομέων[24] ‘γρήγορου’ φαγητού, πιάνοντας το νήμα της τάξης. Η απεργία των διανομέων 'γρήγορου' φαγητού, εντάσσεται στη χορεία δράσεων που σχετίζονται με την 'φορτισμένη' επιστροφή της ανά κλάδο διεκδικητικότητας στον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, εκεί όπου τίθενται προτάγματα που αντλούν από το ιστορικό υπόβαθρο της 'αυτονομίας' δράσης και της 'κοινής' εργασιακής εμπειρίας που συγκροτείται πάνω στα πεδία της εκμετάλλευσης.[25]

 

[1] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω’, Ενημερωτική-Κινηματική Ιστοσελίδα ‘Info-War’, 26/03/2019, https://info-war.gr/stis-11-aprilioy-min-paraggeileis-ap-exo/. Η απεύθυνση διατυπώνεται με όψεις ‘άρνησης’ και δη κοινωνικής ‘άρνησης’ που, σε αυτό το πλαίσιο, συνιστά την ίδια και την ‘άλλη’ μορφή της αλληλεγγύης προς τους απεργούς και προς την απεργία τους: ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω’.

[2] Απεργίες διανομέων  είχαν πραγματοποιηθεί και το περασμένο καλοκαίρι, το δίμηνο Μάϊου και Ιουνίου.  

[3] Ο όρος ‘Συνέλευση’ και όχι ‘Συνδικάτο’ που υιοθετούν οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι, απηχεί τις εκφάνσεις της άμεσης δημοκρατίας και της διαβούλευσης στη λήψη των αποφάσεων εν μέσω ‘συνέλευσης’, εννοιολογώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περισσότερο αρνητικά τον όρο ‘Συνδικάτο’ που σε αυτή την περίπτωση ισοδυναμεί με μία ‘ιεραρχικοποιημένη’ έως και ‘γραφειοκρατικοποιημένη’ δομή, με σημείο αναφορά την πυραμιδοειδή διάταξη του ελληνικού συνδικαλισμού. Για την ιστορική λειτουργία του συνδικάτου, βλέπε σχετικά, Hyman R. ‘Understanding Trade Unionism: Between Market, Class, and Society’, Sage, London, 2001.

[4] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π. Τα μέτρα που ελήφθησαν από πλευράς υπουργείου Εργασίας, αντανακλούν την ασκούμενη κοινωνική πίεση και δια-μφισβήτηση του εργοδοτικού ‘καθεστώτος’ όπως αυτές εκφράστηκαν την τελευταία περίοδο, παράλληλα με τις προεκτάσεις που προσέλαβαν οι συνεχόμενοι θάνατοι διανομέων ‘γρήγορου’ φαγητού.

[5] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π.

[6] Η απεργιακή δραστηριοποίηση συνυφαίνει και διαφορετικά κοινωνικά περιεχόμενα, νοηματοδοτεί και συμπυκνώνει τις δράσεις και τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στους χώρους εργασίας, στα πεδία της κοινωνικής-ταξικής πάλης, αναπαριστώντας την γλώσσα με έναν τρόπο (τροπικότητα) δραστικό: ‘διεκδικούμε’. Στην εν γένει πληθυντικότητα επιμένει η δράση των διανομέων ‘γρήγορου’ φαγητού.

[7] Το σημαίνον της αξιοπρέπειας νοηματοδοτείται και στο θεατρικό έργο του Ανατολικογερμανού θεατρικού συγγραφέα Heiner Muller που φέρει τον τίτλο ‘Η Μηχανή Άμλετ’, με την λέξη ως έννοια να τοποθετείται στην έλλειψη, στον ίδιο καταναλωτικό ‘φετιχισμό’, στο περιεχόμενο της φτώχειας που διαρκεί στις παρυφές των μείζονων αστικών κέντρων στη μεταπολεμική Ευρώπη: «Χωρίς αξιοπρέπεια φτώχεια χωρίς την αξιοπρέπεια». Βλέπε σχετικά, Muller Heiner, ‘Η Μηχανή Άμλετ΄, Μετάφραση: Βαροπούλου Ελένη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013, σελ. 10.

[8] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π. Η γλώσσα που υιοθετείται δεικνύει και τα ‘μηνύματα’ της απεργιακής κινητοποίησης, επανεπινοώντας έναν διαφορετικό κοινωνικό ‘βιό-κοσμο’ που είναι εργατικός όσο και εκφραστικά προσθετικός: «Για την συλλογική αντίσταση» η οποία διαμεσολαβείται με στοιχεία εμμένειας και ιστορικής προσδιοριστικότητας, αποτελώντας την μείζονα προϋπόθεση για την ‘συλλογική νίκη’.

[9] Άλλοτε ‘αφεντικό’ και άλλοτε ο εργοδότης, το συγκεκριμένο κοινωνικό υποκείμενο εκ-φέρεται με όρους κυριαρχικής άρθρωσης-σχέσης, με όρους μίας ‘αρνητικότητας’ η οποία και δομεί ένα ‘εξαντικειμενοποιημένο’ ιδεότυπο: ‘η εργασία ως κλοπή από τον εργοδότη’, και, ο  εργοδότης ‘ως τρομοκράτης (ατομικός και συλλογικός) που μας στερεί’, όταν δεν ‘μας κλέβει’.

[10] Σε ανάλυση μας για τον θάνατο ενός διανομέα ‘γρήγορου’ φαγητού’, είχαμε σημειώσει σχετικά με τα συμφραζόμενα της εργοδοτικής-χωρικής βίας, με αφορμή την επίθεση που δέχθηκε ένας εργαζόμενος-διανομέας  στην πόλη της Θεσσαλονίκης:  «Η ασκούμενη βία μετασχηματίζεται ενεργητικά σε συστημική-εργοδοτική, επιθυμεί την αποκοπή από την εργασία του εργαζόμενου-‘νάνου’ (ιστορική ‘νανολογία’), αποτελεί δείγμα ενός κοινωνικού ‘πράττειν’ που εκφράζεται με όρους ‘εξύψωσης’, με όρους μίας βίαιης ‘γλώσσας’ που δεν ‘τιμωρεί’ απλά παρά αναγνωρίζει τα συμβολικώς ισχύοντα εντός επιχείρησης,  καθιστάμενη ιστορικό τεκμήριο της διάρκειας και της αναπαραγωγής της κοινωνικής-ταξικής δια-πάλης η οποία για μία στιγμή συγκεκριμενοποιείται». Βλέπε σχετικά, Ανδρονίδης Σίμος, ‘Για τον νέο θάνατο διανομέα ‘γρήγορου’ φαγητού.

[11] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π. Η αξιοπρέπεια επι-ζητείται και παράλληλα διεκδικείται, εντός και εκτός χώρων εργασίας, αποτελώντας από μόνη της έναυσμα συλλογικής κινητοποίησης, μοτίβο που ‘εισχωρεί’ στους συμβολισμούς που συγκροτούν μία ‘κοινότητα’, μία ‘Συνέλευση’: ‘Διανομείς’.

[12] Οι θάνατοι διανομέων ‘γρήγορου’ φαγητού ήταν πολλοί τους τελευταίους μήνες, με την επίκληση στους ‘νεκρούς συναδέλφους’, να ενέχει τις ορίζουσες της ‘συνέχειας’: ο ‘αγώνας’ θα συνεχιστεί και θα δοθεί  και για τους νεκρούς συναδέλφους’, ενόσω, στο αυτό πλέγμα, επι-τελείται η διαδικασία της ‘μνημόνευσης’, με την απεργία να λειτουργεί ωσάν ‘τελετουργικό μνημόνευσης’ του ‘δικού μας συναδέλφου’.

[13] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π. Η ‘αντίσταση’ των διανομέων εκφράζει ουσιωδώς αυτό που η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler αποκαλεί ‘επιτελεστικότητα’, ήτοι μία πράξη που τελείται με πτυχώσεις κοινωνικής ‘παράστασης’, με διαστάσεις μίας κοινωνικο-πολιτικής ‘μαρτυρίας’ που δεν αφίσταται από το πλαίσιο της ιδέας που εκφράζεται εκείνη την στιγμή, την στιγμή της επι-τέλεσης της απεργίας. Για την έννοια της επιτελεστικότητας, βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά & Μπάτλερ Τζούντιθ, ‘Απ-αλλοτρίωση. Η επιτελεστικότητα στο πολιτικό’, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2016.

[14] Βλέπε σχετικά, Ποταμιάνος Νίκος, ‘Οι Νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925’, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2016, σελ. 28. Για τον συγγραφέα η δράση του ταξικού πόλου «δεν είναι πάντα επιτυχημένη, και η ύπαρξη του δεν συνεπάγεται ότι μια τάξη είναι σχηματισμένη». Προχωρώντας περαιτέρω την αναλυτική του τονίζει πως «μάλιστα, μπορούμε να ορίσουμε τον ταξικό πόλο και ως αυτό που μένει πίσω όταν η τάξη αποδιαρθρώνεται», αποδίδοντας έμφαση στην έννοια του ταξικού πόλου που ουσιαστικά αποτελεί έναν ταξικό πυρήνα εντός τάξης, έναν πυρήνα εμπροσθοβαρή που ενσωματώνει εκείνα τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε μία κοινωνική τάξη ακόμη και όταν αυτή έχει απο-δομηθεί.

[15] Βλέπε σχετικά, Ποταμιάνος Νίκος, ‘Οι Νοικοκυραίοι. Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925…ό.π., σελ. 28.

[16] Αιτήματα που σχετίζονται με τον παροντικό χρόνο,  με την δυνατότητα μίας αναπαραγωγής που δεν είναι κυκλική (δηλαδή, θα συνεχίζεται στον χρόνο υπό την συνθήκη της εκμετάλλευσης),  αλλά σφαιρική-‘δυναμολογική’ (‘ρηγμάτωση’ της εκμετάλλευσης), εγκολπώνοντας κοινωνικές αντιφάσεις και αντινομίες.

[17] Το στοιχείο που προτάσσεται είναι η δυνατότητα συλλογικής δράσης για την αντιμετώπιση προβλημάτων και την διεκδίκηση εργασιακών ‘λύσεων’, πάνω στο έδαφος μίας ‘φορτισμένης’ ταξικότητας.  

[18] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π.

[19] Η έγκληση καθίσταται χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη, αντίστοιχη ενός κόσμου: ‘ανήκουμε στην εργατική τάξη’, ενώ ο ‘αγώνας’ που δίνεται δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνολικός.

[20] Βλέπε σχετικά, ‘Στις 11 Απριλίου μην παραγγείλεις απ’ έξω…ό.π.

[21] Αναφέρεται στο, Σιακαντάρης Γιώργος, ‘ «Απλός εργάτης», αυτός ο ήρωας’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, Ένθετο ‘Βιβλιοδρόμιο’, 06-07/04/2019, σελ. 1-2. Το κείμενο του κοινωνιολόγου Γιώργου Σιακαντάρη είναι μία βιβλιοκριτική για την έκδοση στην ελληνική γλώσσα του ογκώδους πονήματος του Ε.P. Thompson με τον τίτλο ‘Η συγκρότηση της Αγγλικής εργατικής τάξης’. Η έννοια της «βιωμένης εμπειρίας» σχετίζεται (κοινωνική σχεσιακότητα) με την καθημερινότητα του εργασιακού βίου, ήτοι του βίου της υπό διαμόρφωση εργατικής τάξης στην Αγγλία, με την κουλτούρα που ενσωματώνει, με τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνεται τον ‘εαυτό’ της, τρόπους που σημαίνουν τον αυτοπροσδιορισμό ‘εργάτης’, πέραν μίας αναγωγίστικης, οικονομικής-οικονομίστικης πρόσληψης της έννοιας της εργατικής τάξης που σχηματοποιείται στην «απλοϊκή εξίσωση: ατμοκίνηση και βαμβακουργείο = νέα εργατική τάξη». Στο ίδιο, σελ. 2.

[22] Βλέπε σχετικά, Μπιθυμήτρης Γιώργος, ‘Μια ιδιότυπη Σοσιαλδημοκρατική Συνδικαλιστική ταυτότητα: ΠΑΣΟΚ και Συνδικάτα. Από τη Μεταπολίτευση στην κρίση’, στο: Ασημακόπουλος Βασίλης & Τάσσης Χρύσανθος, (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές Μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές’, Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 136.

[23] Εντός των σημάνσεων της απεργιακής κινητοποίησης, εκ-ζητείται η έκφραση αλληλεγγύης από την πλευρά των υποκειμένων που παραγγέλνουν το φαγητό τους από διάφορες αλυσίδες ‘γρήγορου’ φαγητού, με την παράθεση μίας συνταγής για την παρασκευή μακαρονάδας στην κουζίνα, ‘εδαφοποιώντας’ το πρόταγμα της ‘μαζικής απεργίας’ που ορίζει τα επάλληλα πεδία της, την ευρύτητα του περιεχομένου της, από την ‘μη-παραγγελία’ εκείνη την ημέρα.

[24] «Σε αλληλεγγύη στις διεκδικήσεις των διανομέων, υπάρχει διαδικτυακό κάλεσμα προς τους καταναλωτές προκείμενου να αποφύγουν να παραγγείλουν απ’έξω εκείνη τη μέρα».

[25] Ο εν γένει ταξικός λόγος που αρθρώνεται με  αφορμή και την κήρυξη της απεργίας, εμβαθύνει στο πλαίσιο της κοινωνικής-ταξικής εκμετάλλευσης και των τρόπων άρσης του, τείνοντας σε μία εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση άρσης που είναι το μείζον υπόδειγμα του η ‘ισχύς εν τη ενώσει΄.

*Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ