«Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πως, μέχρι στιγμής, έχει αποκομίσει κέρδη ύψους 7.8 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα ομόλογα του ελληνικού Δημόσιου Χρέους που κατέχει, φανερώνει τη φύση των αποκαλούμενων διασώσεων (bailouts) της Ελλάδας, που οργάνωσαν οι ηγέτες της ΕΕ, σε συνδυασμό με μέτρα μαζικής λιτότητας από το 2012 κι έπειτα».

Το παράθεμα αυτό είναι η πρώτη παράγραφος από ένα πολύ πρόσφατο κείμενο (Beware the ECB bearing gifts for Greeks) του Μάικλ Ρόμπερτς, ενός από τους κορυφαίους σήμερα μαρξιστές οικονομολόγους στον κόσμο.  Στο άρθρο του, λοιπόν, ο Ρόμπερτς μας θυμίζει αυτά που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, αυτά, δηλαδή, που ξέραμε επί καιρό και τώρα επιχειρεί το –ενιαίο κι αδιαίρετο- πολιτικό σύστημα να αποκρύψει. 

Το βασικό, ωστόσο, δεν είναι αυτό. Αν θέλουμε να θυμόμαστε δεν χρειάζεται να προσφύγουμε σε ριζοσπάστες αναλυτές. Φτάνει να διαβάζουμε τις εκθέσεις του ΔΝΤ. Το οποίο ορθά επισημαίνει, διαρκώς και μονότονα, πως η ασκούμενη πολιτική χωρίς μεγάλη ελάφρυνση του Χρέους δημιουργεί «φαινόμενο χιονοστιβάδας», το οποίο, υπό εύλογες προβλέψεις για τα θεμελιώδη δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, οδηγεί το Δημόσιο Χρέος στα επίπεδα του 300% (από 180% σήμερα). Το γεγονός πως η κυβέρνηση έχει επιλέξει να «δείχνει» το ΔΝΤ ως εχθρό του λαού σε αντίθεση με τους πιο καλόβολους και υποστηρικτικούς Ευρωπαίους (!) είναι άλλο ένα παιχνίδι διαχείρισης και τίποτε περισσότερο. Το ΔΝΤ δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποτελεί εσμό καθαρμάτων.

Όπως, όμως, ακριβώς και η τεχνογραφειοκρατία της ΕΕ. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Το ΔΝΤ έχει και άλλες επιδιώξεις, οι οποίες συνδέονται με την μεγάλη επιρροή των ΗΠΑ στην σύνθεσή του. Πράγματι. Αυτό, ωστόσο, σε τίποτε δεν το κάνει χειρότερο από τους Μοσκοβισίδες. Και, ειδικά σε ό,τι αφορά το θέμα του Χρέους, εκτιμώντας προφανώς πως «αυτό το πράγμα δεν βγαίνει με τίποτε» επισημαίνει κάποια προφανή για όποιον έχει μάτια να δει. 

Ξαναλέω, όμως, δεν είναι αυτό το βασικό στην παρέμβαση του Ρόμπερτς. Το βασικό είναι ό,τι σήμερα, 5 χρόνια μετά το περίφημο PSI και σχεδόν 3 χρόνια με «αριστερή κυβέρνηση», τα όσα συμβαίνουν εξακολουθούν, από πολλές απόψεις, να φαίνονται πρωτοφανή κι ακραία ακόμη και για τους πιο υποψιασμένους διεθνείς αναλυτές.

Πραγματικά, είναι εξωφρενικό –ακόμη και με ιμπεριαλιστικούς όρους- η Κεντρική σου Τράπεζα, που δουλειά της είναι να σε στηρίζει με την πολιτική της, να αποκομίζει κέρδη σε βάρος σου. Κέρδη μεγάλα και απολύτως αδικαιολόγητα από θεσμική άποψη. Μέχρι το 2022, η ΕΚΤ θα έχει κονομήσει από τόκους του ελληνικού Δημόσιου Χρέους σχεδόν 22 δισεκατομμύρια! Αυτό το ποσό, αν δεν διέρρεε από την ελληνική οικονομία, θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια μικρότερη «δημοσιονομική προσαρμογή», θα μπορούσε, δηλαδή, να σώσει πραγματικά εκατοντάδες χιλιάδες μικροσυνταξιούχους και το ΕΚΑΣ τους. 

Όμως, όχι. Η ΕΚΤ συνεχίζει να βγάζει κέρδη σε βάρος των φτωχών στη χώρα μας. 
Σαδισμός; Ακριβώς!

Γιατί η στόχευση αυτής της πολιτικής, από την πρώτη αρχή της, ήταν να μετατρέψει την Ελλάδα –με την συναίνεση, αν όχι την πρωτοβουλία της ελληνικής ελίτ- σε παγκόσμιο πειραματόζωο, όπου θα δοκιμαστούν τα πάντα. Ένα πανηγύρι κοινωνικής μηχανικής, εργαστήριο παρανοϊκού νεοφιλελευθερισμού, χωρίς προηγούμενο. 

Όλοι ξέρουν πως χωρίς «μεγάλη διαγραφή χρέους» δεν πρόκειται να υπάρξει λύση το ελληνικό δράμα. Μόνο για την ελληνική κυβέρνηση δεν είμαι σίγουρος. Όλοι οι άλλοι, πάντως, το ξέρουν. 
Η Ελλάδα πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη «δημοσιονομική προσαρμογή» στην παγκόσμια ιστορία. Διπλάσια από την προηγούμενη μεγαλύτερη! Κανείς δεν θα το φαντάζονταν πριν από το 2010 πως υπήρχε ενδεχόμενο εφαρμογής τέτοιας πολιτικής οπουδήποτε στον κόσμο. Πόσο μάλλον σε μια χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.

Κι όμως συνέβη. Και δεν τους «ξέφυγε». Πειραματίστηκαν και συνεχίζουν να πειραματίζονται, εφόσον, μάλιστα, βρίσκουν όλες τις ποικιλίες των προθύμων, για να συνδράμουν. 
Είναι γι’ αυτό που ο Τσίπρας είχε δίκιο-βουνό, όταν έλεγε, επί χρόνια, πως η συνέχιση αυτής της πολιτικής είναι εγκληματική ενέργεια και –με τον στόμφο που τον διακρίνει- οι εφαρμοστές της είναι «ένοχοι εσχάτης προδοσίας απέναντι στη χώρα». 

Πράγματι, η συνέχιση αυτής της πολιτικής είναι εγκληματική ενέργεια. Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση στοιχειώδους «κανονικοποίησης». Το πράγμα θα επιζητά διαρκώς «διόρθωση», στο μέτρο που θα λείπουν οι στοιχειώδεις μακροοικονομικές συνθήκες εξισορρόπησης. Μοιραία, λοιπόν, αργά ή γρήγορα θα σκάσει, ακόμη κι αν δεν υπάρξει νέα όξυνση της παγκόσμιας κρίσης –που όλοι, μαζί και το ΔΝΤ, ωστόσο, προβλέπουν πως είναι το πιθανότερο. 

Κι όμως, η «κυβερνώσα αριστερά» επιχειρεί να πείσει πως τα πράγματα βαίνουν σχεδόν καλώς και πως οι «καταστροφολογούντες» παίζουν το παιχνίδι της… αντίδρασης. Κάνοντας έτσι, η «κυβερνώσα αριστερά», το καλύτερο για την ελληνική άρχουσα τάξη και για την παράταση του πρωτοφανούς πειράματος. Διότι το βασικό είναι πως «το πρόγραμμα καθαυτό αποδίδει». Οι διαφορές ως προς την διαχείριση μεταξύ των κομμάτων είναι ένας καλός τρόπος, για να φαίνονται διαφορετικά και να έχει ένα, ελάχιστο έστω, ενδιαφέρον το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. «Το πρόγραμμα αποδίδει. Η ανάπτυξη, δια της αιμοβόρας λιτότητας, έρχεται. Αν υπάρχει ελπίδα, εδώ και μόνο εδώ βρίσκεται». Αυτό είναι το μήνυμα και το περνούν μια χαρά, χέρι χέρι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση. 

Κι ας μην θυμώνουν διάφοροι συριζαίοι υπηρεσίας, όταν επισημαίνονται αυτά τα πράγματα. Γιατί, εκτός του ό,τι «εμείς» έχουμε πολύ περισσότερους λόγους να θυμώνουμε, είναι υποχρεωμένοι «αυτοί», πριν κακιώσουν, να μας πουν: Ήταν ή όχι εγκληματικές οι πολιτικές που ασκήθηκαν στην Ελλάδα μετά το 2010; Ή ήταν μια ακόμη, συγγνωστή ρε παιδί μου, υπερβολή του αρχηγού;
Ακόμη και σήμερα, ακόμη και οι πιο υποψιασμένοι παρατηρητές της ελληνικής τραγωδίας εξακολουθούν να φρικάρουν. Έχουν δίκιο. 

Η Ελλάδα δεν είναι σαν τις άλλες χώρες. Με δεδομένη την πορεία της μέσα στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση αποτελεί εμβληματική περίπτωση ως προς την ακρότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών – των επιλεγμένων, δηλαδή, βασανιστηρίων. 

Και η φρίκη που επιδεικνύουν όσοι την παρακολουθούν δείχνει πόσο δίκιο είχαν όσοι επέμεναν πως χωρίς ρήξη –και το ρίσκο της- τα πράγματα δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Ούτε καν να μείνουν ίδια –μην ξεχνάμε πως τα δύο επόμενα χρόνια, μέσω «παρεμβάσεων» σε συντάξεις και αφορολόγητο, έχουμε κι άλλη «προσαρμογή». Και μετά κι άλλη. Κι άλλη. 

Αυτό δεν τελειώνει ποτέ. 
Η μόνη πιθανότητα παραμένει η σύγκρουση και η ριζοσπαστική αντιμετώπιση. 
Το σύστημα, βέβαια, έχει καταφέρει να την κάνει πολύ πιο δύσκολη –πολιτικά και οικονομικά- από ό,τι πριν τρία ή πέντε χρόνια. 
Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει την αλήθεια της διαπίστωσης. 
Η μόνη λύση είναι η ρήξη, η σύγκρουση, η ριζική αλλαγή πορείας. Ακόμη και αν κατάφεραν, θεοί και δαίμονες, να την κάνουν σχεδόν αδύνατη επιλογή δεν παύει να είναι η μόνη λύση.

Ετικέτες