Η κρίση επεκτείνεται από την περιφέρεια στο κέντρο και από την οικονομική βάση στο πολιτικό εποικοδόμημα

Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 23 και 24 Οκτωβρίου δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Αυτήν τη φορά το σκηνικό ήταν διαφορετικό: δεν ήταν ο ευρωπαϊκός Νότος ξαπλωμένος στο «κρεβάτι του Προκρούστη» με πάνω του σκυμμένους τους «γιατρούς» του ευρωπαϊκού Βορρά να κρατούν το νυστέρι της ακραίας λιτότητας και των μνημονίων, αλλά η Γερμανίδα καγκελάριος είχε αναλάβει την αποστολή να επαναφέρει στη δημοσιονομική τάξη τόσο τη Γαλλία και την Ιταλία, όσο και τον νέο πρόεδρο της Κομισιόν Γιούνκερ, για να μην τρέφει αυταπάτες για ευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης με δημόσιες επενδύσεις και κρατικά ελλείμματα.

Σε αυτό το πλαίσιο και σε ένα κλίμα σύγκρουσης «όλων με όλους», συνέβησαν τα εξής: Ο Κάμερον θυμήθηκε το «θέλω πίσω τα λεφτά μου» της Θάτσερ λέγοντας «δεν πληρώνω» τα 2,1 δισ. ευρώ που καταμερίστηκαν στη Μ. Βρετανία ως επιπλέον συνεισφορά στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Ο Ολάντ προσήλθε δηλώνοντας «τίποτα δεν πρόκειται να μας αποπροσανατολίσει από το στόχο μας, που είναι να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας και ανάπτυξη», αναφερόμενος στην... εθνικά υπερήφανη απόφασή του να καταθέσει προϋπολογισμό λιτότητας μεν που δεν τηρεί τον κανόνα της μείωσης του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ δε. Ο Ρέντσι, αφού είχε δημιουργήσει «διπλωματικό επεισόδιο» με τον Μπαρόζο γιατί δημοσιοποίησε «απόρρητο» έγγραφο της Κομισιόν και αφού κατέθεσε προϋπολογισμό λιτότητας μεν που δεν τηρεί τις δεσμεύσεις για τη μείωση του διαρθρωτικού ελλείμματος δε, δήλωσε αμετανόητος «νομίζω πως όχι μόνο θα δημοσιοποιούμε στοιχεία, αλλά θα αποκαλύπτουμε και πόσα ξοδεύουν εδώ στα παλάτια της ΕΕ! Θα διασκεδάσουμε αρκετά από εδώ και πέρα!» και έμπλεος εθνικής υπερηφάνειας ότι «η Ιταλία είναι μια χώρα που έχει δύναμη και κύρος και επομένως δεν έρχεται στις συνόδους για να πάρει μαθήματα ή επιπλήξεις». Η Μέρκελ δήλωσε ότι ευχαριστεί τον Ευρωπαίο κεντρικό τραπεζίτη Ντράγκι επειδή «έβαλε μπροστά μας τον καθρέφτη», για να συνεχίσει λέγοντας ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να κάνει περισσότερα, τώρα είναι η ώρα των κυβερνήσεων, που πρέπει να εναρμονίσουν τα σχέδια ανάπτυξης με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν Γιούνκερ προσπάθησε να θριαμβολογήσει για την «πραμάτεια» του, το περιβόητο ευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 300 δισ. ευρώ, αλλά η Γερμανίδα καγκελάριος του έκοψε τη φόρα δηλώνοντας ότι το πρόγραμμα πρέπει να συνδυαστεί με τη δημοσιονομική σταθερότητα και επομένως δεν πρέπει να στηριχτεί σε δημόσιες επενδύσεις αλλά κυρίως στα δάνεια χαμηλού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στη συμβολή ιδιωτικών κεφαλαίων και στην περιβόητη «μόχλευση» λίγων κεφαλαίων για να φαίνονται εν δυνάμει πολλά.

Αυτή η «σύρραξη» στους κόλπους των ισχυρών της Ευρωζώνης είναι το άμεσο «σύμπτωμα» μιας διπλής αποτυχίας του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού Βορρά: Πρώτον, να δημιουργήσει τους όρους για την έξοδο από τη δομική καπιταλιστική κρίση. Δεύτερον, να αντιμετωπίσει τις ανατροπές που δημιουργεί η ανισόμετρη κατανομή των συνεπειών της κρίσης στην «τριάδα» των ισχυρών καπιταλισμών της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία).

Οι άμεσες συνέπειες αυτής της διπλής αποτυχίας είναι οι ισχυρές ενδείξεις για επερχόμενη νέα υποτροπή της κρίσης στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, η επέκταση κατά συνέπεια της κρίσης στον καπιταλιστικό Βορρά και η μετατροπή της κρίσης σε πολιτική, δηλαδή σε κρίση στο «πολιτικό εποικοδόμημα» της Ευρωζώνης και της ΕΕ και στις σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες και στα κέντρα ισχύος της Ευρωζώνης.

Προς μια νέα μεγάλη υποτροπή της οικονομικής κρίσης;

Το 2014 είχε προεξοφληθεί ως έτος που ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός θα περνούσε από τη φάση της πρόσκαιρης και αβέβαιης σταθεροποίησης που γνώρισε από τα τέλη του 2012 σε μια ανοδική φάση για τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και τα κέρδη. Αντί γι’ αυτό, από τον Ιούλιο υπάρχει σαφής επιδείνωση των οικονομικών δεικτών στο σύνολο της Ευρωζώνης. Οι αρχικά αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη διαψεύδονται και αναθεωρούνται διαρκώς επί τα χείρω, η ίδια η Γερμανία απειλείται από ύφεση, η Γαλλία φλερτάρει με τη μηδενική ανάπτυξη, η Ιταλία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει και το 2014 με ύφεση. Τα νέα αυτά δεδομένα και προβλέψεις οδηγούν σε σημαντική φυγή κεφαλαίων από την Ευρωζώνη, ενώ πρόσφατα τα χρηματιστήρια και οι αγορές ομολόγων πέρασαν από μια ανησυχητική «μίνι» κρίση –στην Ελλάδα αυτή η κρίση δεν ήταν «μίνι» αλλά «μάξι».

Στο υπόβαθρο αυτής της απειλής για υποτροπή της ευρωπαϊκής κρίσης βρίσκεται το γεγονός ότι η σχετική και αβέβαιη σταθεροποίηση ύστερα από τα τέλη του 2012 στηρίχτηκε σε πήλινα πόδια:

  • Το κρατικό χρέος και το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν θεαματικά στην περίοδο της κρίσης. Οι χώρες του Νότου που βγήκαν από το μνημονιακό καθεστώς επιτήρησης είναι πολύ πιο χρεοκοπημένες σε σχέση με πριν!
  • Οι ρυθμοί ανάπτυξης, που ύστερα από τη μεγάλη πτώση του 2009 γνώρισαν μια διετία ανάκαμψης το 2010 και το 2011, από το 2012 πελαγοδρομούν μεταξύ ύφεσης και μηδενικής ή ασθενικής ανάπτυξης.
  • Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το 2013 βρίσκονταν ελάχιστα πάνω από τα επίπεδα του 2008, ενώ στις χώρες των μνημονίων ήταν κάτω από τα επίπεδα του 2008.
  •  Η απειλή του αποπληθωρισμού είναι ισχυρή, καθώς Ισπανία, Ελλάδα και Πορτογαλία έχουν ήδη αρνητικό πληθωρισμό ενώ τον Ιούλιο του 2014 στο σύνολο της Ευρωζώνης μόνο το... Λουξεμβούργο είχε πληθωρισμό πάνω από 1%!
  • Ο δείκτης των καθαρών κερδών στο σύνολο της οικονομίας είναι σε όλες τις χώρες κάτω από τα επίπεδα του 2008, με την εξαίρεση μόνο της Δανίας και της... Ισπανίας.

Σε αυτό το σαθρό έδαφος, η νέα κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης (που ούτως ή άλλως ήταν αναιμικοί) από τα μέσα του 2014, που αναπόφευκτα αυξάνει το ρίσκο για τα «πονταρίσματα» των αγορών, οδηγεί σε φυγή κεφαλαίων και σε περιπέτειες τις αγορές μετοχών και ομολόγων, δημιουργεί σαφώς το φάσμα μιας γενικότερης, ίσως και «βαριάς», υποτροπής της κρίσης.

Γερμανία - Γαλλία - Ιταλία: οι ισορροπίες ανατρέπονται

Αν αυτή είναι η γενική εικόνα της οικονομικής καχεξίας, έχει σημασία να δούμε λίγο πιο αναλυτικά πώς εξελίσσονται τα πράγματα στο καθοριστικής σημασίας «τρίγωνο» Γερμανία - Γαλλία - Ιταλία. Εδώ είναι φανερό το στοιχείο όχι μόνο της ανισόμετρης αλλά και της αντίρροπης ανάπτυξης των συνεπειών της κρίσης.

Κρατικό χρέος:

Για τη Γερμανία, το κρατικό χρέος έκλεισε στο 78,4% του ΑΕΠ το 2013.

Για τη Γαλλία, το κρατικό χρέος έκλεισε στο 93,9% του ΑΕΠ το 2013. Πρόσφατα όμως η γαλλική κυβέρνηση προέβλεψε ότι το κρατικό χρέος θα φτάσει το 98% του ΑΕΠ το 2016.

Για την Ιταλία, το κρατικό χρέος ήταν 132,6% του ΑΕΠ το 2013 και προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει το 135% το 2014.

Συμπέρασμα: Το κρατικό χρέος στη Γερμανία αυξήθηκε στα χρόνια της κρίσης αλλά είναι υπό έλεγχο, ενώ στη Γαλλία εισήλθε στην «κόκκινη ζώνη» και στην Ιταλία είναι πλέον εκτός ελέγχου!

Ρυθμοί ανάπτυξης:

Για τη Γερμανία, ύστερα από μια εντυπωσιακή ανάκαμψη από την ύφεση του 2009 τη διετία 2010-2011, είχαμε απότομη «προσγείωση» σε ρυθμούς λίγο πάνω από το μηδέν το 2012-2013 και ύφεση στο πρώτο τρίμηνο του 2014.

Για τη Γαλλία, η ανάκαμψη το 2010-2011 ήταν ασθενική, το 2012-2013 είχε σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς, ενώ για το 2014 προβλέπεται επίσης μια αναιμική ανάπτυξη –στην καλύτερη περίπτωση.

Για την Ιταλία, είχαμε ασθενική ανάκαμψη μόνο το 2010, τη διετία 2011-2012 γνώρισε σημαντική ύφεση 2,4% και 1,9% αντίστοιχα, ενώ η ύφεση συνεχίζεται ηπιότερη και το 2014, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.

Συμπέρασμα: Και οι τρεις χώρες έχουν πρόβλημα αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης, οι οποίοι όμως για τη Γαλλία τείνουν να γίνουν μηδενικοί ενώ για την Ιταλία είναι για τρίτο συνεχόμενο χρόνο αρνητικοί (ύφεση).

Πληθωρισμός:

Η Γερμανία έχει αποφύγει μέχρι σήμερα τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό, παρόλο που πρόσφατα έσπασε το φράγμα του 1% (0,8% τον Ιούλιο του 2014).

Η Γαλλία έσπασε το φράγμα του 1% από το 2013, ενώ τον Ιούλιο του 2014 είχε πληθωρισμό 0,6%.

Η Ιταλία είχε μηδενικό πληθωρισμό τον Ιούλιο του 2014.

Συμπέρασμα: Και οι τρεις χώρες έχουν πρόβλημα ανεπιθύμητα χαμηλού πληθωρισμού, αλλά η Γαλλία βρίσκεται ένα βήμα μπροστά σε αυτό το πρόβλημα σε σχέση με τη Γερμανία, ενώ η Ιταλία φλερτάρει ανοιχτά με τον αποπληθωρισμό.

Κέρδη:

Για τη Γερμανία, ο δείκτης καθαρών κερδών στο σύνολο της οικονομίας ανέκαμψε δυναμικά το 2010-2011, για να μειωθεί ξανά το 2012 και να ανακάμψει εκ νέου σημαντικά το 2013. Συνολικά ανέβηκε πάνω από 10 εκατοστιαίες μονάδες από τα χαμηλά επίπεδα του 2009. Από το ξέσπασμα της κρίσης ο δείκτης έχει χάσει 7,25 εκατοστιαίες μονάδες.

Για τη Γαλλία, ο δείκτης των κερδών ύστερα από τη μεγάλη «βουτιά» κατά περίπου 10 εκατοστιαίες μονάδες το 2009, απλώς σταθεροποιήθηκε το 2010 και συνέχισε να πέφτει σταθερά μέχρι και το 2013. Από το ξέσπασμα της κρίσης έχει χάσει συνολικά 15,5 εκατοστιαίες μονάδες!

Για την Ιταλία, ύστερα από μια «βουτιά» 12 εκατοστιαίων μονάδων το 2009 και μια σταθεροποίηση το 2010, ο δείκτης των κερδών συνέχισε να πέφτει μέχρι και το 2013. Συνολικά έχασε 18,23 εκατοστιαίες μονάδες! Συμπέρασμα: Μόνο στη Γερμανία τα κέρδη είναι σε πορεία ανάκαμψης και οι συνολικές απώλειες του σχετικού δείκτη αρκετά κάτω από τις 10 εκατοστιαίες μονάδες. Σε Γαλλία και Ιταλία τα κέρδη εξακολουθούν να «αιμορραγούν», ενώ οι συνολικές απώλειες του σχετικού δείκτη είναι διπλάσιες από της Γερμανίας για τη Γαλλία και ακόμη μεγαλύτερες για την Ιταλία!

Γενικό συμπέρασμα: Η κρίση ενισχύει το πλεονέκτημα του γερμανικού καπιταλισμού σε αποφασιστικούς τομείς, ανατρέπει τους συσχετισμούς στην ισχυρή «τριάδα» της Ευρωζώνης σε βάρος της Γαλλίας και της Ιταλίας και οδηγεί στην υποβάθμισή τους στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Η γαλλική και ιταλική «ελεγχόμενη ανταρσία» και το «Δεν πληρώνω» του Κάμερον

Η γαλλική και ιταλική «ανταρσία» με την κατάθεση σχεδίων προϋπολογισμού που παραβιάζουν τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες οφείλεται τόσο σε οικονομικούς όσο και σε πολιτικούς λόγους.

Η δημοτικότητα του Ολάντ έχει καταρρεύσει στο ιστορικά χαμηλό ποσοστό του 13% (!!!), η αριστερή πτέρυγα του κόμματός του (που αποβλήθηκε από την κυβέρνηση στις 25 Αυγούστου) άρχισε το κοινοβουλευτικό «αντάρτικο» καταψηφίζοντας νομοθετήματα στη Βουλή, αλλά πάνω απ’ όλα το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λε Πεν εμπεδώνει την πρωτοκαθεδρία του στη γαλλική πολιτική σκηνή καθώς και η Δεξιά βιώνει τη δική της κρίση.

Ο Ρέντσι, παρότι δεν αντιμετωπίζει τόσο μεγάλα και άμεσα πολιτικά προβλήματα, δεν πατάει πολύ σταθερά, καθώς ο ιταλικός καπιταλισμός βιώνει μία από τις γνωστές φάσεις αργόσυρτης και έρπουσας πολιτικής κρίσης. Ο διαφαινόμενος συμβιβασμός με τον Μπερλουσκόνι δεν αποτελεί σταθερή βάση, η δε πρωτοβουλία του Μπέπε Γκρίλο να συγκεντρώσει υπογραφές για τη διενέργεια δημοψηφίσματος για έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ σηματοδοτεί τόσο την έρπουσα πολιτική κρίση όσο και τη ραγδαία ανάπτυξη του «ευρωσκεπτικισμού».

Πίσω λοιπόν από τις «εθνικά υπερήφανες» δηλώσεις των Ολάντ και Ρέντσι κρύβεται ένας συνδυασμός οικονομικής και πολιτικής κρίσης του γαλλικού και ιταλικού καπιταλισμού που απειλεί να γίνει εκρηκτικός.

Ο Κάμερον, από την άλλη, έχει επίσης να αντιμετωπίσει τον δικό του συνδυασμό οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων. Δεχόμενος ισχυρές πιέσεις από το ακροδεξιό κόμμα του Φάρατζ, του οποίου επίσης τα ποσοστά επιμένουν να είναι «ηγεμονικά», έχοντας υποσχεθεί δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι στην ΕΕ μέχρι και το 2017 και έχοντας μόλις πρόσφατα περάσει το σοκ του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτητοποίηση της Σκοτίας, ο Κάμερον είναι επίσης αντιμέτωπος με μια έρπουσα πολιτική κρίση. Το έδαφος στο οποίο αυτή αναπτύσσεται είναι οι ισχυρές τάσεις υποβάθμισης του βρετανικού καπιταλισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αύξηση της βρετανικής συνδρομής στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κατά 2,1 δισ. ευρώ ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» και οδήγησε τον Κάμερον να μιμηθεί τη Θάτσερ... Αλλά και να θέσει θέμα «εθνικής κυριαρχίας» στο ζήτημα της ελεύθερης μετανάστευσης μεταξύ των χωρών-μελών, ένα ζήτημα που ισχυροποιεί την πολιτική ατζέντα του Φάρατζ και ασκεί τρομερές πολιτικές πιέσεις στην κυβέρνηση.

Ο Ντράγκι, το ΔΝΤ, ο Ολάντ και ο Ρέντσι δεν είναι σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στη λιτότητα!

Η «ανταρσία» Ολάντ - Ρέντσι - Κάμερον τροφοδοτείται και τροφοδοτεί μια άλλη γραμμή αντιπαράθεσης που διαπερνάει το ευρωπαϊκό πολιτικό εποικοδόμημα: την αντιπαράθεση δύο γραμμών για την αντιμετώπιση της κρίσης, ιδιαίτερα τη στιγμή που συγκεντρώνονται απειλητικά τα σύννεφα μιας νέας υποτροπής της. Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι και η πλειονότητα των μελών του Συμβουλίου της, με την πολιτική υποστήριξη μεγάλου τμήματος της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών αλλά και των Γαλλίας-Ιταλίας, πίσω από τις οποίες συσπειρώνονται πιο δειλά και η Ισπανία αλλά και (ακόμη πιο δειλά, στα όρια της σιωπηλής συναίνεσης...) οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, προτείνουν την υιοθέτηση μιας τακτικής ανάλογης με αυτήν που ακολούθησαν η ηγεσία Ομπάμα και η αμερικανική κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα (FED): τύπωμα χρήματος («ποσοτική χαλάρωση») και «ντοπάρισμα» των αγορών, σκληρή πολιτική «απελευθέρωσης» των αγορών και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας, πιο παρεμβατική πολιτική φοροελαφρύνσεων προς το κεφάλαιο, αλλά πιο ευέλικτη πολιτική για τα κρατικά ελλείμματα και πιο συντηρητικές πολιτικές στην περικοπή κρατικών δαπανών. Μια τέτοια πολιτική προτείνει επίμονα το ΔΝΤ για την Ευρώπη γενικά αλλά και για την Ελλάδα ειδικά.

Μια τέτοια πολιτική, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «φιλελεύθερο χρηματοοικονομικό κεϊνσιανισμό», δεν έχει καμία σχέση με τον κεϊνσιανισμό του Μεσοπολέμου (π.χ. Ρούζβελτ) και πολύ περισσότερο δεν έχει σχέση με την ανατροπή της λιτότητας! Τις άμεσες αποδείξεις γι’ αυτό μας τις δίνουν ο Ολάντ και ο Ρέντσι!

Ο γαλλικός προϋπολογισμός είναι προϋπολογισμός σκληρής λιτότητας, με περικοπές 21 δισ. ευρώ το 2015 και 50 δισ. ευρώ μέχρι και το 2017. Όσο για τον Ρέντσι, μόλις πρόσφατα, με το νόμο Jobs Act κατάργησε το άρθρο 18 του ιταλικού συντάγματος απελευθερώνοντας τις απολύσεις και δρομολόγησε την κατάργηση ολόκληρου του συστήματος του «Καταστατικού των Εργαζομένων» του 1970 (το εργατικό δίκαιο που ψηφίστηκε εκείνη τη χρονιά, κατοχυρώνοντας πολλά εργατικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν από τους μεγάλους αγώνες της περιόδου).

Η γαλλική και η ιταλική αστική τάξη έχουν βάλει πλώρη για την ανάκαμψη των καπιταλιστικών κερδών και επειδή υστερούν σε σχέση με τη Γερμανία όσον αφορά την παραγωγικότητα, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να χτυπηθούν σκληρά το κοινωνικό κράτος, οι μισθοί και οι εργασιακές σχέσεις.

Ο γαλλικός και ο ιταλικός καπιταλισμός περνούν «κρίση ζηλοτυπίας» για το γεγονός ότι ο γερμανικός καπιταλισμός εδραίωσε το πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας σε αυτούς τους τομείς ήδη από τους «καλούς καιρούς» της πρώτης δεκαετίας του ευρώ με την Ατζέντα 2010 του Σρέντερ, ενώ η γαλλική και ιταλική αστική τάξη δεν μπόρεσαν να πετύχουν κάτι ανάλογο λόγω του γενικού ταξικού συσχετισμού δύναμης (πολιτικές παραδόσεις, ισχυρότερες κοινωνικές αντιστάσεις, ισχυρότερη Αριστερά). Τώρα, επιχειρώντας να το κάνουν σε δύσκολους καιρούς, με την κρίση να υποτροπιάζει, χρειάζονται κάποιο βαθμό ευελιξίας για να αποφύγουν την πτώση σε βαθιά ύφεση.

Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της «ανταρσίας» τους: σκληρή λιτότητα, αλλά με ευελιξία μεγαλύτερη από αυτήν που θέλει η γερμανική αστική τάξη για να σώσει το γόητρο του Συμφώνου Σταθερότητας και της νέας δομής της ΟΝΕ ώστε να μην υπονομευτεί η πανευρωπαϊκή σκληρή λιτότητα.

Ακριβώς γι’ αυτό όμως δεν πρόκειται να ηγηθούν κάποιου «στρατοπέδου του Νότου» ενάντια στο «μερκελισμό». Αποσκοπούν όχι σε μια γενικευμένη ανταρσία κατά της Γερμανίας, αλλά σε μια νέα ισορροπία στο ηγετικό επίπεδο της Ευρωζώνης που θα τους εξασφαλίσει ευελιξία στους ρυθμούς επιβολής της λιτότητας. Γι’ αυτό και θα ρίξουν αδίστακτα «στα λιοντάρια» όποιον θεωρήσει ότι μπορεί να ακουμπήσει πάνω τους για να... ανατρέψει τη λιτότητα. Είναι ενδεικτικό ότι όλοι αυτοί οι «αντάρτες», που συχνά λένε κάνα καλό λόγο για την Ελλάδα, πιέζουν ασφυκτικά την κυβέρνηση Σαμαρά να υλοποιήσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις.

Αυτό το τοπίο μπορεί να διαρραγεί μόνο από μια πραγματική «ανταρσία», κατά της ίδιας της λιτότητας και όχι για την οριακή

αναδιαπραγμάτευση των ρυθμών επιβολής της. Η κατάσταση όπως διαμορφώνεται, ενώ καθιστά εντελώς μη ρεαλιστική μια τέτοια οριακή αναδιαπραγμάτευση της λιτότητας, αντίθετα καθιστά πιο ρεαλιστική την προοπτική να σπάσουν οι «αδύναμοι κρίκοι» της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, με πρώτο και καλύτερο τον ελληνικό.

Δεν είναι πολιτικό παράδοξο, είναι ο ωμός ρεαλισμός της δομικής καπιταλιστικής κρίσης και της ταξικής πάλης!

Σημείωση:

Τα στοιχεία προέρχονται στη μεγάλη τους πλειονότητα από την AMECO, την ευρωπαϊκή βάση μακροοικονομικών δεδομένων.