Το Κράτος του Ισραήλ έχει χάσει κατά κράτος τη µάχη της κοινής γνώµης, κάτι που δεν πρέπει να υποτιµηθεί: οι οικονοµικοί και ανθρώπινοι πόροι που διαθέτει το σιωνιστικό κράτος διαχρονικά για τη διεξαγωγή αυτής της µάχης («Χασµπάρα») υπογραµµίζουν τη σηµασία της.
Σήµερα ζούµε µια εκκωφαντική ήττα αυτού του προπαγανδιστικού µηχανισµού. Οι πολιτικές-ιδεολογικές µετατοπίσεις (υπέρ της Παλαιστινιακής Υπόθεσης) που ξεκίνησαν κατά την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα κι επιταχύνθηκαν στη διάρκεια της γενοκτονίας, σήµερα βρίσκονται σε ένα κορυφαίο σηµείο.
Σε αυτήν τη συνθήκη προσαρµόζονται πλέον τα µεγάλα διεθνή ΜΜΕ (που µε τη σειρά τους την ανατροφοδοτούν), τα οποία διαπιστώνουν σήµερα ότι «είναι γενοκτονία» ή «το Ισραήλ κάνει εγκλήµατα πολέµου». Σε αυτήν τη συνθήκη προσαρµόζονται προσωπικότητες, καλλιτέχνες, «ενδιάµεσοι» (µεταξύ κορυφής και βάσης) κρατικοί ή κοινωνικοί θεσµοί που δηλώνουν σήµερα ότι «η σιωπή δεν είναι πλέον επιλογή».
Αυτό δεν θα ήταν εφικτό χωρίς το διεθνές επίµονο κίνηµα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη (βλ. Όχι στο όνομά μας!) που πιστώνεται σηµαντικό µέρος της δηµιουργίας αυτών των ρωγµών στην κυρίαρχη συναίνεση. Το υπόλοιπο µέρος το πιστώνεται η… κυβέρνηση Νετανιάχου, µε τις απροκάλυπτα γενοκτονικές πράξεις του Ισραηλινού Στρατού µετά το σπάσιµο της κατάπαυσης του πυρός, αλλά και µε την εγκατάλειψη κάθε προσχήµατος. Οι Σιωνιστές υπουργοί και αξιωµατούχοι δεν κρύβουν τις προθέσεις τους, καθιστώντας πολύ δύσκολο το έργο των επίδοξων υπερασπιστών τους (και πολύ εύκολο το έργο των Διεθνών Δικαστηρίων, αν θελήσουν να σταθούν στο ύψος τους). Αυτό υποχρεώνει και άλλους να «πηδάνε σαν τα ποντίκια» από το βυθιζόµενο καράβι της προπαγάνδας για την «αυτοάµυνα» του Ισραήλ.
Ρωγµές και υποκρισία στο «δυτικό» στρατόπεδο
Η συσσώρευση αυτών των παραγόντων βρήκε αντανάκλαση και στις κρατικές ηγεσίες, που µετατοπίζονται σε επικριτική γραµµή απέναντι στον γενοκτονικό πόλεµο του Ισραήλ στη Γάζα. Κάποιοι ηγέτες διατυπώνουν ισχυρισµούς που µέχρι πρότινος απέδιδαν στην προπαγάνδα των «αντισηµιτών» και των «υποστηρικτών της Χαµάς» και δοκιµάζουν τη γεύση του δηλητηρίου τους εισπράττοντας τους ίδιους χαρακτηρισµούς από την Ισραηλινή κυβέρνηση.
Προς το παρόν οι κυβερνώντες… µιλάνε. Σαν να πρόκειται για ανήσυχους πολίτες που καταθέτουν τη γνώµη τους και όχι για επικεφαλής κρατών και µέλη διακρατικών θεσµών.
Η «ταχύτητα» της µεταστροφής (απαιτήθηκαν 20 µήνες, η ολοκληρωτική καταστροφή της Γάζας και 55.000 νεκροί µε βάση τις πιο ήπιες εκτιµήσεις…) και το γεγονός ότι αυτή παραµένει ρητορική υπογραµµίζει την υποκρισία τους.
Σε επίπεδο πράξεων, οι κυβερνήσεις κινούνται πιο αργά κι από Επιτάφιο. Έχει συµπληρωθεί τουλάχιστον ένας χρόνος από όταν εµφανίστηκαν οι πρώτες έµµεσες υπόνοιες για την πιθανότητα κάποιων «µέτρων» πίεσης του Ισραήλ. Μεσολάβησαν ανείπωτα εγκλήµατα πολλών µηνών για να συζητηθεί ευθέως αυτή η πιθανότητα. Το δράµα της Γάζας κορυφώνεται κάθε µέρα που περνά, αλλά αυτά τα µέτρα εξακολουθούν να αναφέρονται ως µια πιθανότητα, κάποια στιγµή στο µέλλον, αν χρειαστεί… Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τόλµησε καν να «αναστείλει» την Εµπορική Σύνδεση µε το Κράτος του Ισραήλ, προτιµώντας να την «επανεξετάσει». Η Γερµανία θα αποφασίσει στο µέλλον αν τυχόν θα χρειαστεί να επανεξετάσει την αποστολή νέων παρτίδων πολεµικού υλικού. Η Αγγλία αναβάλει τις συζητήσεις για νέες εµπορικές συµφωνίες, αλλά δεν ακυρώνει τις υπαρκτές. Η Γαλλία «δεν αποκλείει» κάποιες (απροσδιόριστες) κυρώσεις. Όλη η συζήτηση επικεντρώνεται στην υποχρέωση του Ισραήλ να επιτρέψει την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη ζωής ή θανάτου. Αλλά θέτει το ερώτηµα σε αυτές τις ηγεσίες: Όλα τα άλλα «καλώς καµωµένα» στη Γάζα; Αρκούν µερικά φορτηγά για να ξεχαστούν;
Με τον ρυθµό που σέρνουν τα πόδια τους, οι κρατικές ηγεσίες θα ενεργοποιηθούν όταν το έγκληµα θα έχει πλέον ολοκληρωθεί…
Όµως η πολιτική µετατόπιση είναι υπαρκτή και πιο αναβαθµισµένη από τις «ρωγµές» που πρωτοεµφανίστηκαν τον Απρίλη-Μάη του 2024. Η µικρή µειοψηφία ευρωπαϊκών κρατών που είχε διαφοροποιηθεί πρώτη, γίνεται πιο «θορυβώδης» στις παρεµβάσεις της, ενώ µετατοπίζεται πλέον και η πλειοψηφία που στήριζε το Ισραήλ ή έµενε σιωπηλή. Εκτός ΕΕ, στους κύκλους των «διαφοροποιηµένων» προσχωρούν πλέον και στρατηγικοί σύµµαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αγγλία και ο Καναδάς.
Τι µύγα τσίµπησε τις κυβερνήσεις;
Η ρητορική µετατόπιση είναι ανέξοδη, αλλά ως τέτοια θα µπορούσε να είχε εµφανιστεί και νωρίτερα. Το ότι συµβαίνει έχει µια σηµασία που χρειάζεται ερµηνεία.
Ένα µέρος αφορά τον πολιτικό/εκλογικό ανταγωνισµό. Η κυβέρνηση Νετανιάχου, εγκαταλείποντας τα προσχήµατα, αναγνωρίζει ως προνοµιακό σύµµαχο -στο εξωτερικό- τη διεθνή ακροδεξιά, της οποίας οι Ισπανοί πρόγονοι εµπνέονταν από το «Ζήτω ο Θάνατος!» και η οποία δεν έχει σήµερα «φυσιογνωµικό» πρόβληµα να αγκαλιάσει ανοιχτά την εθνοκάθαρση. Τα παραδοσιακά κόµµατα του Κέντρου δεν µπορούν να αγνοήσουν το κορυφαίο ζήτηµα της εποχής µας. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ, που εξακολουθούν να αντιµετωπίζουν την υποχρέωση (επαν)εκλογής τους, αντιλαµβάνονται ότι το ερώτηµα «και τι στάση είχες για τη γενοκτονία στη Γάζα;» µπορεί να αποδειχθεί σηµαντική συνιστώσα της πολιτικής και εκλογικής συµπεριφοράς της νεολαίας. Είναι πρόσφατα τα ποιοτικά ευρήµατα που αναδεικνύουν τη Γάζα ως βασικό λόγο της αποσυσπείρωσης των Δηµοκρατικών ψηφοφόρων που έφερε την ήττα των Μπάιντεν/Χάρις.
Η ανάγκη αυτού του «διαχωρισµού» συνδέεται και µε τις εξελίξεις µέσα στο Ισραήλ, όπου επίσης βαθαίνει ο διχασµός ανάµεσα στον ακροδεξιό και το φιλελεύθερο Σιωνισµό, που οφείλει να αποτελέσει αντικείµενο ξεχωριστού άρθρου. Οι ρητορικές παρεµβάσεις των Ευρωπαίων είναι «ψήφος εµπιστοσύνης» στη φιλελεύθερη σιωνιστική παράταξη και έρχονται ως ανταπόκριση στις δικές της «κραυγές» κατά του Νετανιάχου. Οι πρώην πρωθυπουργοί, στρατηγοί, επικεφαλής Μυστικών Υπηρεσιών που αφού έβαψαν συστηµατικά τα χέρια τους µε αίµα Παλαιστινίων, σήµερα κατακεραυνώνουν τα εγκλήµατα του Νετανιάχου είναι οι προνοµιακοί συνοµιλητές των υπαρκτών ευρωπαϊκών ηγεσιών. Αυτές προτιµούν µια πιο διακριτική πολιτική «διαχείρισης» της καταπίεσης των Παλαιστινίων, διανθισµένης µε λόγια για την προοπτική µιας κάποιας ειρήνης κάπως κάποτε, ενώ το Ισραήλ θα συνεχίζει να καµώνεται την «µόνη δηµοκρατία στη Μέση Ανατολή». Όµως αυτό δεν είναι το πρόγραµµα του συνασπισµού του Νετανιάχου και αυτό προκαλεί τρόµο στο φιλελεύθερο σιωνισµό και στα διεθνή στηρίγµατά του, που φωνάζουν σήµερα για τη Γάζα, έχοντας στο µυαλό τους τη διεθνή θέση και τη βιωσιµότητα του Ισραήλ (η ακροκεντρώα Σώτη Τριανταφύλου έγραψε ένα άρθρο που συµπυκνώνει αυτή τη σχολή σκέψης, µε τον ενδεικτικό τίτλο… «Το Ισραήλ πέφτει στην παγίδα της Χαµάς»!).
Μια άλλη πτυχή που αξίζει προσοχής είναι η κρίση και η αστάθεια του ευρωατλαντισµού ως «µπλοκ» µετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραµπ και της γραµµής που έχει υιοθετήσει. Η διαφοροποίηση του Καναδά (!) από την αµερικανική εξωτερική πολιτική δεν µπορεί να εξεταστεί χωριστά από τη συνολικότερη κρίση στις σχέσεις µε την Ουάσινγκτον. Στην Οτάβα, εξελίχθηκε πρόσφατα µια σουρεαλιστική στιγµή ιστορικής ειρωνείας: Κατά την ορκωµοσία της Βουλής του Καναδά, κλήθηκε να µιλήσει ο… Βασιλιάς της Αγγλίας (!), για να στείλει µήνυµα υπεράσπισης της καναδικής ανεξαρτησίας (!!) ενάντια στην αµερικανική απειλή (!!!).
Με τον ευρωατλαντισµό να µπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά, είναι επίσης δεδοµένο ότι κάποιες δυνάµεις κινούνται πιο ενεργά στην αυτόνοµη επιδίωξη των συµφερόντων τους. Σε δίπλα σελίδες, γράφουµε αναλυτικά για το φλερτ του Τραµπ µε τις µοναρχίες του Κόλπου και τα αραβικά κεφάλαια, που έβγαλε «συνεννοήσεις» σε πολλά µέτωπα, εκτός από το «ενοχλητικό αγκάθι» του Παλαιστινιακού. Εδώ µπαίνει ο Μακρόν. Οι ανακοινώσεις του Γάλλου Προέδρου για συνδιάσκεψη για τη Γάζα και για την αναθέρµανση της διαδικασίας «λύσης δύο κρατών», περιλαµβάνουν την είδηση του στενού συντονισµού µε τη Σαουδική Αραβία σε αυτές τις πρωτοβουλίες. Είναι παράδοση του γαλλικού ιµπεριαλισµού να «τρυπώνει» σε όσα κενά αφήνει ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός. Ο νέος παίκτης είναι η Ισπανία. Ο Πέδρο Σάντσες, που έχει αναλάβει το ρόλο της πιο «προωθηµένης» κριτικής απέναντι στο Ισραήλ µέσα στην ΕΕ, κέρδισε πρόσκληση από τον Αραβικό Σύνδεσµο να συµµετέχει στη σύνοδό του.
Η γλώσσα του συµφέροντος φαίνεται και από τη συµπεριφορά του κάθε κράτους-µέλους της ΕΕ. Πρωτοστατούν στις κριτικές κράτη που έχουν κάνει µικρότερη «επένδυση» στο Κράτος του Ισραήλ, είτε γιατί δεν έχουν φιλοδοξίες στη Μέση Ανατολή είτε γιατί αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν άλλες δυνάµεις στη µάχη για στενότερη σχέση µαζί του. Σέρνουν τα πόδια τους (ή και τα στηλώνουν στο πλευρό του Νετανιάχου) οι χώρες των οποίων η συµµαχία µε το Ισραήλ αποτελεί κοµβικό στοιχείο της «εθνικής στρατηγικής» τους και δεν έχουν τα ίδια περιθώρια να αποξενώσουν έναν πολύτιµο σύµµαχο…
Ο Ζιλµπέρ Ασκάρ είχε σηµειώσει στην αρχή αυτού του πολέµου ότι πίσω από την οµοφωνία για συντριβή της Παλαιστινιακής Αντίστασης, υπάρχει απόκλιση για την επόµενη µέρα: Νεκρανάσταση του Όσλο ή Μεγάλο Ισραήλ; Με το «Μεγάλο Ισραήλ» να προωθείται ανοιχτά από τον Νετανιάχου και να αποκτά θερµούς οπαδούς στην Ουάσινγκτον, κάποιες αραβικές και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πασχίζουν να νεκραναστήσουν ένα κάποιο «Όσλο» και την –άδικη– σταθερότητα που το συνόδευσε, τροµοκρατηµένες από τις εκρήξεις που θα φέρει η έµπρακτη υλοποίηση του «Μεγάλου Ισραήλ»…
Η φύση της σχέσης του Ισραήλ µε τα διεθνή στηρίγµατά του
Για τις γενιές που µεγάλωσαν στην µονοπολική εποχή και στην ιµπεριαλιστική συναίνεση της εποχής του «Πολέµου Κατά της Τροµοκρατίας», ακόµα και αυτές οι επιµέρους-ρητορικές διαφοροποιήσεις προκαλούν αίσθηση. Όµως δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία.
Την εποχή που ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός ενθάρρυνε την κατάρρευση των αποικιακών αυτοκρατοριών των «συµµάχων» του για να τους αντικαταστήσει σε επιρροή, ο γαλλικός ιµπεριαλισµός «αρπάχτηκε» από το νεαρό Κράτος του Ισραήλ και εξελίχθηκε στον καλύτερό του σύµµαχο. Κινήθηκαν από κοινού κατά της Αιγύπτου στην Κρίση του Σουέζ (1956), ενώ το Παρίσι εξασφάλισε στο σιωνιστικό κράτος το πυρηνικό του οπλοστάσιο και αποτέλεσε το βασικό προµηθευτή οπλισµού του µέχρι το 1967. Μετά τον Πόλεµο των Έξι Ηµερών (1967), ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός αποφάσισε ότι αυτή η αποτελεσµατική και αφοσιωµένη στη Δύση στρατιωτική δύναµη αξίζει να αποκτήσει µια «ξεχωριστή σχέση» µε τις ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία, υποβαθµισµένη πλέον, αναζητούσε άλλες τακτικές για να αποκαταστήσει την εικόνα της και να διατηρήσει το ρόλο της στην περιοχή, οπότε ξεκίνησε µια εποχή φιλικότητας του γαλλικού κράτους προς τον αγώνα της PLO.
Την αντίστροφή διαδροµή µε αυτή που έκανε η Γαλλία (από το 1948 στο 1967) έκανε η Ελλάδα τον 21ό αιώνα, µε αντίστοιχα κίνητρα. Όσο κυριαρχούσε ο προσανατολισµός του ελληνικού καπιταλισµού στον αραβικό κόσµο, ήταν «κοινός τόπος» και η υποστήριξη στο δίκιο των Παλαιστινίων. Όταν προέκυψε η «ευκαιρία» της στρατηγικής συµµαχίας µε το Κράτος του Ισραήλ, η φιλοσιωνιστική τοποθέτηση απέκτησε το βάρος της «εθνικής θέσης».
Η ακραία ταύτιση του Ισραήλ µε τους συµµάχους και προστάτες του έχει προκαλέσει δύο υπερβολικές θεωρίες για την ερµηνεία της σχέσης. Η πρώτη θεωρεί ότι είναι η ισχύς του ισραηλινού λόµπι αυτή που καθορίζει την πολιτική γραµµή των ξένων κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις Μεγάλες Δυνάµεις, πρόκειται για αντιστροφή της πραγµατικής ιεραρχίας, αλλά είναι εξίσου «αδύναµη» ερµηνεία και στις άλλες σχέσεις που αναπτύσσει το Ισραήλ µε εθνικές αστικές τάξεις. Η δεύτερη κινείται στο άλλο άκρο και αντιµετωπίζει το Κράτος του Ισραήλ αποκλειστικά ως µια «αποικία του ιµπεριαλισµού» και «εντολοδόχο του». Είναι πολύ πιο κοντά στην πραγµατικότητα, αλλά παραγνωρίζει την αυτονοµία του σιωνιστικού πολιτικού σχεδίου και το ενδεχόµενο (τακτικών) αποκλίσεων µεταξύ του «µαντρόσκυλου» και του «αφεντικού».
Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης δεν αποτελεί πολιτικό σχέδιο του «δυτικού» ιµπεριαλισµού ή άλλων συµµάχων του Ισραήλ. Αλλά ο «δυτικός» ιµπεριαλισµός έχει ανάγκη το Ισραήλ και το Ισραήλ έχει ανάγκη την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης. Διαχρονικά, τα όρια ανοχής των διεθνών κυβερνήσεων απέναντι στις πράξεις του Κράτους του Ισραήλ συνδέονταν από το πόσο ανάγκη το έχουν, ή αν οι εκρήξεις µε τις οποίες απειλεί το σιωνιστικό σχέδιο την περιοχή θεωρούνταιν πιο επιβλαβείς από τα οφέλη της άνευ όρων στήριξής του.
Αυτό ισχύει ακόµα και για την πιο «ξεχωριστή σχέση» του σιωνιστικού κράτους, αυτή µε τις ΗΠΑ. Ο αµερικανικός ιµπεριαλισµός στάθηκε «διακριτικά» στη σχέση του με το σιωνιστικό κράτος µέχρι και το 1967, έγινε ο ακλόνητος σύµµαχός του όταν αυτό απέδειξε την αποτελεσµατικότητά του ενάντια στον αραβικό εθνικισµό, πειραµατίστηκε στα µέσα της δεκαετίας του 1970 µε µια πιο «ισορροπηµένη πολιτική» όταν η αραβική απειλή είχε πλέον ξεδοντιαστεί κι επέστρεψε γρήγορα στην ακλόνητη στήριξη µετά το 1979, όταν η Ιρανική Επανάσταση γκρέµισε τον Σάχη κι έκανε σαφές στην Ουάσινγκτον ότι κανένας άλλος περιφερειακός σύµµαχος δεν µπορεί να θεωρείται εσαεί «δεδοµένος». Στην σύγχρονη εποχή όξυνσης των ανταγωνισµών και απειλών για την αµερικανική πρωτοκαθεδρία, αυτός ο πιστός σύµµαχος γίνεται ακόµα πιο σηµαντικός και αυτό αποτελεί την βάση της ερµηνείας της γραµµής του Τζο Μπάιντεν απέναντι σε µια γενοκτονία που του δηµιουργούσε πολιτικό πρόβληµα στο εσωτερικό. Στην πρόσφατη περιοδεία του Τραµπ στον Κόλπο, διαπιστώσαµε για άλλη µια φορά τη δυνατότητα αποκλίσεων στις προτεραιότητες και τις επιλογές µεταξύ των στενών συµµάχων [βλ. Τι μάθαμε από την περιοδεία Τραμπ στον Κόλπο;]. Αυτό που δείχνει να αλλάζει επί Τραµπ όµως είναι πιο δραµατικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της σχέσης, η ίδια η προοπτική εθνοκάθαρσης της Παλαιστίνης παρουσιάστηκε ως «πρόγραµµα» του αµερικανικού ιµπεριαλισµού (η Γάζα ως Ριβιέρα)…
Και στην «Ανατολή»…
Από τις απαρχές του σιωνιστικού ρεύµατος, οι ηγέτες του φλέρταραν µε κάθε Μεγάλη Δύναµη για να εξασφαλίσουν στήριξη, υποσχόµενοι εξυπηρετήσεις. Αντίστροφα, πολλές δυνάµεις ανέπτυξαν σχέσεις µε το σιωνιστικό κράτος, ελπίζοντας ότι θα έχουν στο πλευρό τους έναν πολύτιµο σύµµαχο σε µια καυτή γωνιά του πλανήτη. Με αυτή την επιδίωξη (που δεν απέδωσε τελικά, οδηγώντας έπειτα σε «φιλο-αραβική» στροφή) προέκυψε η αρχική στήριξη της ΕΣΣΔ επί Στάλιν στο νεαρό σιωνιστικό κράτος. Στο σύγχρονο «πολυπολικό» ιµπεριαλισµό, το φαινόµενο επαναλαµβάνεται. H «λειτουργική» σχέση της Ρωσίας του Πούτιν µε το Ισραήλ είναι σχετικά γνωστή και εξηγεί τόσο την διακριτική ουδετερότητα του σιωνιστικού κράτους στον ουκρανικό πόλεµο, όσο και την ελευθερία δράσης της αεροπορίας του κατά ιρανικών στόχων στη Συρία επί Άσαντ, όταν η ρωσική αεράµυνα είχε την ευθύνη του εναέριου χώρου της. Λιγότερο γνωστή είναι η σχέση του Ισραήλ µε την Κίνα, ακριβώς γιατί αυτή αναπτύσσεται στο «διακριτικό» πεδίο της οικονοµίας, µε το Πεκίνο να έχει αναδειχθεί σε µεγαλύτερο εξαγωγέα προϊόντων στο Ισραήλ (µπροστά από τις ΗΠΑ) και δεύτερο µεγαλύτερο εισαγωγέα ισραηλινών προϊόντων (πίσω από τις ΗΠΑ) και να παραµένει ως τέτοιος και στη διάρκεια του 2024 (µε τη γενοκτονία σε πλήρη εξέλιξη)…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά