Μπαίνουμε στην τελική ευθεία προς την ερχόμενη καθοριστικής σημασίας πολιτική και εκλογική αναμέτρηση.
Η «επόμενη μέρα», μετά την ψευδεπίγραφη λήξη του μνημονιακού προγράμματος, αλλά με τη διατήρηση όλων των μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων που επέβαλαν τη βάρβαρη λιτότητα όπως και τη διατήρηση της «ενισχυμένης εποπτείας» από τους δανειστές ως το 2060, θα είναι μια περίοδος συνέχειας της κρίσης. Όποιος αμφιβάλλει, ας δει το τοπίο στις τράπεζες, όπου οι 3 από τις 4 «συστημικές» είναι στα πρόθυρα να κηρυχθούν επισήμως ως κουφάρια.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση, παρά τα επιφαινόμενα του πολιτικάντικου ανταγωνισμού, διαμορφώνεται μια «συνεννόηση» για τις βασικές αρχές της καθεστωτικής πολιτικής. Τσίπρας και Μητσοτάκης, παρά τον ανταγωνισμό τους, συμφωνούν στα εξής: α) Θα τηρηθούν τα συμπεφωνημένα με τους δανειστές, ενώ τα όποια μέτρα «χαλάρωσης» συζητιόνται μόνο με την προϋπόθεση της έγκρισης από την τρόικα. β) Στην επόμενη περίοδο, απόλυτη προτεραιότητα θα είναι η ενίσχυση της «ανάπτυξης» με μέτρα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων (ιδιωτικοποιήσεις, μείωση φορολόγησης κερδών και εργοδοτικών εισφορών). γ) Μετά τα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων, προτεραιότητα θα είναι η ενίσχυση των ανώτερων μεσοστρωμάτων και ειδικότερα των συνδεδεμένων με τον σκληρό πυρήνα του κράτους (δικαστές, στρατιωτικοί, αστυνομικοί κ.ο.κ.). Ο κόσμος της εργασίας θα πρέπει, λέει, να περιμένει να υπάρξει η ανάπτυξη για να δει την αύξηση στο δικό του μερίδιο της «εθνικής πίτας».
Ταυτόχρονα, παρά τα επιφαινόμενα της μακεδονομαχίας (όπου οι δραστηριότητες των Μητσοτάκη-Μπακογιάννη-Σπυράκη απέδειξαν πόσο δημαγωγική είναι η, τάχα, διαφωνία τους με την πολιτική Τσίπρα), διαμορφώνεται «συνεννόηση» σε σχέση με τη γεωπολιτική στρατηγική: Η πλήρης ταύτιση με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ του Τραμπ, ο «άξονας» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, οι εξοπλισμοί και η διεκδίκηση της αναβάθμισης του ρόλου του ελληνικού καπιταλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, γίνονται αναμφισβήτητες «σταθερές» της εξωτερικής πολιτικής.
Για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες αυτά σημαίνουν ότι η επόμενη περίοδος θα είναι περίοδος έντασης των επιθέσεων «εφ’ όλης της ύλης»: από το εισόδημα και τις εργασιακές σχέσεις, μέχρι την ενίσχυση του αυταρχισμού, την ένταση του ρατσισμού και τον κίνδυνο πολεμικών περιπετειών.
Σε αυτές τις συνθήκες, η ανασύνταξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι εφικτή, μόνο με την προϋπόθεση καθαρών επιλογών.
«Ακροατήριο» αναφοράς αυτής της προσπάθειας είναι οι εργαζόμενοι και η νεολαία. Και αυτό σημαίνει απόλυτη προτεραιότητα στο κοινωνικό ζήτημα. Η συστηματική πάλη για το μισθό, τη σύνταξη, τις κοινωνικές δαπάνες, τις κοινωνικές προτεραιότητες, θα κρίνει το εάν και σε τι μεγέθη θα υπάρξει ξανά μαζική πολιτική ριζοσπαστική Αριστερά.
Όσοι συνεχίζουν να αναζητούν ένα γενικευμένο «εθνικό ακροατήριο» και προς τούτο συνεχίζουν να αναζητούν διαταξικές μεγάλες «αφηγήσεις» οφείλουν να επαναπροσανατολιστούν. Αυτές οι πολιτικές ποτέ δεν ήταν σωστές, αλλά σήμερα είναι παντελώς άστοχες. Δεν είμαστε πλέον στο καλοκαίρι του 2015, δεν τίθεται το ερώτημα του ποιος θα διαχειριστεί πολιτικά τη μεγάλη πλειοψηφία του Δημοψηφίσματος, δεν είναι ακόμα ανοιχτό το «παράθυρο» μιας ιστορικής αστάθειας του συστήματος. Είμαστε μπροστά στο καθήκον συγκρότησης κοινωνικής αντιπολίτευσης, συγκέντρωσης δυνάμεων, διεκδίκησης συγκεκριμένων στόχων για τον κόσμο μας.
Πολύ περισσότερο που οι διεθνείς εξελίξεις προσθέτουν καθήκοντα:
Όταν το σύνολο των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έπεσε με τα μούτρα πάνω στο λαό και τις πολιτικές δυνάμεις στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, απαιτώντας την έγκριση της συμφωνίας των Πρεσπών, δεν είναι δυνατόν ένα τμήμα της ΛΑΕ να στέκεται στους διαβόητους «αλυτρωτισμούς», να αναβαθμίζει σαν την πλειοψηφία των εθνικιστών τα ζητήματα της γλώσσας και της ιθαγένειας (την ώρα που ο κόσμος εκεί… απέρριψε τη συμφωνία) και να βάζει ως κεντρικό ένα ζήτημα ασφάλειας και εγγύησης των συνόρων. Αυτή η επιλογή είναι υποχώρηση από την ελάχιστη βάση μιας αριστερής τοποθέτησης: εχθροί δεν είναι οι γειτονικοί λαοί –εχθρός είναι ο ιμπεριαλισμός, οι κυρίαρχες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους.
Μετά τη νίκη του Μπολσονάρο στη Βραζιλία, μετά το σύμφωνο Σαλβίνι-Λεπέν υπό τις ευλογίες του γκουρού του Τραμπ, Στιβ Μπάνον, μετά τα έξαλλα αντιπροσφυγικά μέτρα του Ορμπάν και την απόσυρση της Αυστριακής κυβέρνησης από το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τους μετανάστες, έχει γίνει σαφέστερος από ποτέ ο κίνδυνος της εθνικιστικής και ρατσιστικής ακροδεξιάς. Στις ερχόμενες ευρωεκλογές η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου θα είναι ένα από τα πιο «καυτά» ζητήματα για τη ριζοσπαστική Αριστερά στην Ευρώπη.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η παρουσία του κεντρικού εκφραστή της ΛΑΕ στην κρυπτοφασιστική Web TV «Epanellinisis»(!) και στην εκπομπή «Σπαρτιάτες»(!!) ήταν ένα σοβαρό πολιτικό λάθος. Η δημαγωγία των κρυπτοφασιστών σχετικά με το ευρώ, σχετικά με την «αντιπαγκοσμιοποίηση», σχετικά με την αντίθεσή τους στην ΕΕ από τη σκοπιά της επιστροφής στην «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών», η υποστήριξή τους στον Πούτιν κ.ο.κ. δεν είναι δυνατόν να τυφλώνουν στο βαθμό που να υποτιμάται η πάγια εκτίμηση ότι οι δυνάμεις αυτές αποτελούν θανάσιμο εχθρό για το εργατικό κίνημα και κάθε εκδοχή της Αριστεράς. Αντίθετα όλοι μας –συλλογικά και ατομικά– θα κριθούμε στην επόμενη περίοδο, ανάμεσα σε άλλα, και από την επάρκειά μας στο καθήκον να φράξουμε το δρόμο στην ακροδεξιά.
Υπάρχει πλέον αρκετή πείρα διεθνώς, για να αποδειχθεί ότι η μετατόπιση προς την ατζέντα της άκρας Δεξιάς όχι μόνο δεν φράζει το δρόμο στους νεοφασίστες διεκδικώντας τα δικά τους ακροατήρια, αλλά αντίθετα τους ενισχύει. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν στη Γερμανία: Η μετατόπιση της Σάρα Βάγκενχετ και των φίλων της (που κάποτε διεκδικούσαν το ρόλο της ριζοσπαστικής πτέρυγας μέσα στο Linke) προς την αντιπροσφυγική ρητορική της «εθνικής προτεραιότητας» δεν προκάλεσε κανένα πρόβλημα στο AfD. Αντίθετα παρέλυσε το Linke και άφησε στους Πράσινους (του νεοφιλελεύθερου «κέντρου») ανοιχτό το πεδίο για να διεκδικήσουν την αντι-ακροδεξιά ψήφο και πολιτική.
Ο επαναπροσανατολισμός επιβάλλεται και επείγει. Και όπως έλεγαν οι παλιότεροι: ο τρώσας και ιάσεται…
Το πεδίο όπου αποδεικνύεται η «αλήθεια» για κάθε πολιτική είναι το πεδίο των συμμαχιών. Εδώ, επίσης, κάποιες παλιότερες αυταπάτες έχουν θρυμματιστεί: το «αντιμνημονιακό» ΕΠΑΜ δεν αντέχει ούτε τον εαυτό του, ενώ άλλες «αντιμνημονιακές» προσωπικότητες του λεγόμενου πατριωτικού χώρου έχουν γίνει φτερά στον άνεμο των εξελίξεων. Από την πλευρά μας, επαναλαμβάνουμε: η μόνη πολιτική συμμαχιών που έχει νόημα στη σημερινή συγκυρία, που έχει ταυτόχρονα πραγματική εκλογική δυναμική, είναι το «τρίγωνο»: ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ-Άλλες δυνάμεις που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Γιατί οι πλευρές του περιγράφουν το «στοίχημα» της ανασυγκρότησης μιας μαζικής, σοβαρής και αποτελεσματικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αυτή η προοπτική πρέπει να διεκδικηθεί ενάντια στους πειρασμούς της σεχταριστικής αυτοαναφορικότητας. Όμως, ταυτόχρονα, πρέπει να διεκδικηθεί με τις αναγκαίες διορθώσεις στην πολιτική της ΛΑΕ και με μια λειτουργία που για να γίνεται πειστική, οφείλει να είναι πιο συλλογική, πιο πλουραλιστική, πιο ανανεωμένη, περισσότερο στηριγμένη στη βάση του εγχειρήματος.
Και όλα αυτά πρέπει να γίνουν γρήγορα.