Είναι ώρα να μετρήσει ο καθένας τη σημασία των επιλογών του, να δει (και να αποδεχθεί…) το πού οδηγούν στην τελική τους κατάληξη, να αναλάβει το κάθε «επιτελείο» την ευθύνη που του αναλογεί, ώστε όλοι να κριθούν (κριθούμε) από το πού οδηγούν (οδηγούμε) τα πράγματα…

Προειδοποιήσεις

Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών είναι μια προειδοποίηση. Μια γραμμή που μιζάρησε στην όξυνση της αντιπαράθεσης, που μετέφερε τη σύγκρουση μέσα στους κόλπους των σχημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αντί να επιδιώκει να οργανώνει τη σύγκρουση μεταξύ του «όλου» αυτού του χώρου και των απέναντι, είχε αρνητικά αποτελέσματα για όλους. Για άλλη μια φορά η παροιμία που λέει ότι «τα σκόρδα αν αραιώσουν – θα γίνουν χοντρύτερα» (μια παροιμία που παλιότερα υπήρξε δημοφιλής ανάμεσα σε οργανωτικά στελέχη μιας ΚΚεδογενούς σχολής, μα όχι μόνο…) αποδείχθηκε αποπροσανατολιστική.

Η προειδοποίηση δεν ακούστηκε πρώτη φορά. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, οι επιλογές που έγιναν, είχαν αρνητικά αποτελέσματα και για τη ΛΑΕ και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ είχαν θετικά αποτελέσματα κυρίως για τον Τσίπρα και την παρέα του. Είναι χρήσιμο να αφήσουμε ειλικρινά στην άκρη το ζήτημα του καταλογισμού των ευθυνών (που υπάρχουν, όπως πάντα, αναλογικά με την πολιτική δύναμη του καθενός), αλλά είναι επίσης χρήσιμο να θυμόμαστε όλοι αυτό το λάθος, γιατί πάμε τρέχοντας να το επαναλάβουμε.

Δυστυχώς τα πράγματα χειροτερεύουν. Στη Θεσσαλονίκη (στις συζητήσεις για την οργάνωση του Pride και του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ), αλλά και στην Αθήνα (σε πρωτοβουλίες για αντιπολεμικές-διεθνιστικές κινητοποιήσεις) ακούστηκε μια πρόταση συστηματικών αποκλεισμών. Σε βάρος της ΛΑΕ, με αναφορά σε κάποια ιδεολογικά και πολιτικά επιχειρήματα κεντρικών στελεχών της.

Η στάση αυτή μας βρίσκει κάθετα αντίθετους. Δεν είναι η πρώτη φορά: Στις συνθήκες του 2015 άλλοι επιχειρούσαν να ανοίξουν «ποινολόγια» που θα οδηγούσαν σε κάθετους αποκλεισμούς. Αντιδράσαμε τότε, όπως σκοπεύουμε να αντιδράσουμε και σήμερα.

Αντίσταση στον πόλεμο

Η αντίσταση στον πόλεμο και στον ιμπεριαλισμό είναι ένα «βαρύ» καθήκον. Προϋποθέτει σύγκλιση και συντονισμό δυνάμεων σε υψηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι σήμερα διαθέτουμε. Όποιος σκοπεύει πραγματικά και πρακτικά να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση οφείλει να ξεκινά από την υπαρκτή βάση που μπορεί να κινητοποιήσει δυνάμεις. Και αυτή η πολιτική βάση δεν είναι αμελητέα: η αντίθεση στο ΝΑΤΟ και στις βάσεις, η αντίθεση στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και της ΕΕ, η διάθεση για αλληλεγγύη στον αγώνα των Παλαιστινίων, η απέχθεια για την κεντρικής σημασίας επιλογή του ελληνικού «καθεστώτος» για συμμαχία με το κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία της Αιγύπτου, η γενικευμένη αναφορά κατά του πολέμου, είναι στοιχεία που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Στις σύγχρονες συνθήκες, σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, τα στοιχεία αυτά παραμένουν στα ζητούμενα για πολλές δυνάμεις της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. 

Ασφαλώς υπάρχουν ανοιχτά θέματα στην πολιτική της Αριστεράς απέναντι στον ιμπεριαλισμό και την απειλή του πολέμου. Η εκτίμηση του ρόλου της Ρωσίας, του καθεστώτος των Άσαντ στη Συρία, η θέση για το «όνομα» της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και κυρίως η παράδοση των στρατηγικών «εθνικής ανεξαρτησίας» στη συγκεκριμενοποίηση γραμμής μέσα στις στροφές του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, είναι μερικά μόνο από αυτά. Όμως τα θέματα αυτά διατρέχουν «οριζόντια» μεγάλα τμήματα της Αριστεράς. Μπορεί κανείς να τα δει στην αρθρογραφία στην Iskra, στις δηλώσεις του Δ. Κουτσούμπα, στην αρθρογραφία στην Pandiera, ακόμα και σε αντιπαραθέσεις μεταξύ των οργανώσεων τροτσκιστικής αναφοράς. 

Δεν υποστηρίζουμε μια αφηρημένα «ενωτική» πολιτική. Πάνω στα θέματα αυτά ήταν και εξακολουθεί να είναι αναγκαία μια μεγάλη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση, με στόχο ανατροπές και κατοχύρωση συμπερασμάτων σε ανώτερο επίπεδο. Όμως η συζήτηση αυτή και το καταστάλαγμά της δεν μπορεί να τίθεται ως προϋπόθεση για την αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική δράση, εδώ και τώρα.

Το παρελθόν της ταξικής πάλης σ’ ετούτη την περιοχή δίνει σημαντικά παραδείγματα. Το 1974 κανένα «επιτελείο» της Αριστεράς δεν είχε καθαρή γραμμή για την επιστράτευση. Όμως ο κόσμος της Αριστεράς μετέτρεψε την απόπειρα της χούντας να διασωθεί, μέσω ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, σε φιάσκο και μονομερή κατάρρευση της πολεμικής προετοιμασίας. Το 1992 κανένα «επιτελείο» της μαζικής-ρεφορμιστικής Αριστεράς δεν είχε καθαρή γραμμή σχετικά με το «Μακεδονικό», όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα ο κόσμος της Αριστεράς βρέθηκε σε μαζική αντιπαράθεση απέναντι στην πολιτική των «συλλαλητηρίων», όπου ενώνονταν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και η εθνικιστική ακροδεξιά…

Ξεκινώντας από την αντίθεση στους εξοπλισμούς, από την αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους, από τη σύγκρουση με την ευθυγράμμιση στην πολιτική των ΗΠΑ και ΕΕ, οφείλουμε πράγματι να πάρουμε αντιπολεμικές-αντιιμπεριαλιστικές πρωτοβουλίες. Και παράλληλα να εντείνουμε τη συζήτηση για το πλαίσιο και τη γενικευμένη πολιτική κατεύθυνση που είναι αναγκαίες. 

Σε ό,τι μας αφορά, η σκοπιά που υποστηρίζουμε θα εξακολουθεί να είναι η διεθνιστική. Γιατί πιστεύουμε ότι η λεγόμενη «πατριωτική» παράδοση μέσα στην Αριστερά –παράδοση που ενισχύθηκε στα χρόνια της δύναμης του πασοκισμού– οδηγεί τελικά σε υποβάθμιση της αντιπολεμικής-αντιρατσιστικής και αντιιμπεριαλιστικής δράσης, αλλά και σε μια γενικότερη υποχωρητικότητα απέναντι στο κυρίαρχο «εθνικό» πλαίσιο, που επεκτείνεται και στα ζητήματα της οικονομίας και σε κρίσιμα θέματα δημοκρατίας. 

Κεντρική πολιτική

Απέναντι στην περιχαράκωση και στον σεχταριστικό κανιβαλισμό υπάρχουν και εκδηλώνονται αντίρροπες κινήσεις. Αυτές πρέπει να ενισχυθούν, με την πεποίθηση ότι μια αυθεντικά ριζοσπαστική πολιτική, στις σημερινές συνθήκες, όχι μόνο μπορεί, αλλά οφείλει να είναι και ενωτική.

Και όχι μόνο στο πεδίο των κινηματικών δράσεων, αλλά και στο πεδίο της πολιτικής. Στον Τύπο θα βρει κανείς πολλές αναλύσεις των δημοσκοπήσεων, που υποδεικνύουν ότι προϋπόθεση για μια στοιχειώδη ανθεκτικότητα της πολιτικής τακτικής της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι το να μην υπάρξει μια σοβαρή, μαζική και αποτελεσματική παρέμβαση από τα αριστερά του. Η διαπίστωση αυτή είναι σωστή. Και φωτίζει με ιδιαίτερο χρώμα τις ευθύνες των ηγετικών ομάδων κυρίως της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενόψει της μεγάλης πολιτικής και εκλογικής αναμέτρησης που έρχεται. Μεταξύ του 2015 και σήμερα, είχαμε την εμπειρία των κινηματικών και πολιτικών συνεπειών ενός κενού στην κεντρική πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση του κόσμου μας. Η ανανέωση αυτού του κενού δεν θα έχει τίποτα το δημιουργικό για κανέναν. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες