Οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης απεργούν στις 15/2 ενάντια στην επιλογή της υπ. Παιδείας Κεραμέως να προχωρήσει βιαστικά στην υλοποίηση της «ατομικής αξιολόγησης» και να βάλει τους σύμβουλους – επιθεωρητές στην τάξη.

Η αντιπαράθεση της υπουργού με τους/τις εκπαιδευτικούς, συμπυκνωμένη στο ζήτημα της αξιολόγησης, κρατά εδώ και σχεδόν δύο χρόνια και το υπουργείο δεν έχει καταφέρει να πετύχει την, σημαντική για τους πολιτικούς του σχεδιασμούς, νίκη. Οι εκπαιδευτικοί αντιστάθηκαν με διάφορους τρόπους και μάλιστα στην πρωτοβάθμια, με την χρήση της «απεργίας- αποχής» και των «ενιαίων κειμένων», δεν επέτρεψαν να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός της αξιολόγησης της εκπαιδευτικής μονάδας.

Το ζήτημα της αξιολόγησης στην εκπαίδευση έχει παρελθόν καθώς αποτελεί σημαντική παράμετρο της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής η οποία, «αποθεώνοντας» την καπιταλιστική ιδεολογία, αντιλαμβάνεται όλους τους κοινωνικούς τομείς ως τομείς της αγοράς και ως εκ τούτου και την εκπαίδευση ως διαδικασία αγοροπωλησίας προϊόντων. Οι Ομοσπονδίες και πολλές συνδικαλιστικές παρατάξεις, κυρίως της αριστεράς, έχουν αναπτύξει όλα τα σχετικά επιχειρήματα ενάντια στη στρεβλή αυτή αντίληψη. Συνοπτικά συμπυκνώνονται στα εξής: α) η λεγόμενη αξιολόγηση δεν αφορά, επί της ουσίας, στο νόημα της λέξης βάσει της «ετυμολογίας» της, αλλά σε οικονομικούς και ταξικούς σχεδιασμούς για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης (ιδιωτικοποίηση) και β) στην εκπαίδευση δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους γενικευμένη τεχνοκρατικού τύπου αξιολόγηση, καθώς δεν πρόκειται για διαδικασία παραγωγής προϊόντων αλλά για ουσιαστική ανάπτυξη πλούσιας, ποικιλόμορφης και πολυεπίπεδης σχέσης των εκπαιδευτικών με τα παιδιά, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για το καθένα από αυτά, απαιτήσεις και εν τέλει εξέλιξη. Μοιάζει σαν να επιχειρεί κανείς να αξιολογήσει τους (εκάστοτε) γονείς με ενιαίους δείκτες και κριτήρια και μάλιστα με όρους «παραγωγικότητας», «αποτελεσματικότητας» και «ανταγωνιστικότητας».

Φυσικά δεν πρόκειται περί λάθους ή παρεξήγησης. Αυτή ακριβώς είναι η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση για την εκπαίδευση, την οποία αντιμετωπίζει ως διαδικασία κατάρτισης στελεχών για όλα τα επίπεδα της αγοράς, από τους ελάχιστους/ες που θα καταλήξουν στελέχη επιχειρήσεων έως τους (πάρα) πολλούς/ες που θα τροφοδοτήσουν τον κόσμο της μισθωτής εργασίας (και της ανεργίας). Σ’ αυτή την διαδικασία ασφαλώς, η πολύπλευρη και πολυεπίπεδη γνώση που χαρακτηρίζεται από την τάση της «γενίκευσης» σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, είναι από άχρηστη έως επικίνδυνη. Το ζητούμενο είναι η διαμόρφωση  εκπαιδευτικών και μαθητών εν είδει «εξαρτημάτων της μηχανής» της αγοράς, με εντελώς συγκεκριμένες και εξειδικευμένες δεξιότητες και μετατρέποντάς τους ταυτόχρονα σε «άβουλα έρμαια» της εκάστοτε εξουσίας. Μια διαδικασία που ήδη έχει προχωρήσει και βαθύνει σε πολλές άλλες «ανεπτυγμένες» χώρες, έχει δείξει τα τραγικά της αποτελέσματα τόσο στα παιδιά όσο και στους όρους της εκπαιδευτικής διαδικασίας (συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών συνθηκών για τους/τις εκπαιδευτικούς), έχει δεχτεί συντριπτικές, εμπεριστατωμένες κριτικές από επιστήμονες της εκπαίδευσης και ευρύτερα, αριστερούς, ριζοσπάστες και όχι μόνο.[1] 

Υπουργός «σημαιοφόρος» της δεξιάς/ακροδεξιάς κυβέρνησης

Η υπουργός απευθύνεται τόσο στους εργαζόμενους στην εκπαίδευση, όσο και στους γονείς και στην ευρύτερη κοινωνία. Μάλιστα, με προπαγανδιστική εμπάθεια, δηλώνει πώς επιχειρεί να επιβάλει ξανά την αξιολόγηση «41 χρόνια μετά», σα να θέλει να κρυφτεί αλλά ο  … ενθουσιασμός δεν την αφήνει! Γιατί, ασφαλώς, πριν 41 χρόνια αυτό που έπαψε να ισχύει και νοσταλγεί σήμερα η Κεραμέως, δεν ήταν γενικά η αξιολόγηση από τον επιθεωρητή αλλά εντελώς συγκεκριμένα η φασίζουσα, χουντική αντίληψη της «εθνικοφροσύνης», που χαρακτήρισε την μεταεμφυλιακή δεξιά και τα καθεστώτα της. Δεν αποτελεί, ωστόσο, «ανορθογραφία» μέσα στην κυβέρνηση του Μητσοτάκη η ακροδεξιά Κεραμέως καθώς, ούτως ή άλλως, πρόκειται για μια κυβέρνηση «μείγμα» νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς, από τις δεξιότερες στην Ευρώπη. 

Απέναντι λοιπόν στους/στις εκπαιδευτικούς τίθεται το ζήτημα της άμεσης διάλυσης της συλλογικότητας μέσα στο σχολείο, καθώς ακόμη και σήμερα, στον χώρο της εκπαίδευσης είναι ο σύλλογος των διδασκόντων το κυρίαρχο διοικητικό όργανο. Η «αξιολόγηση», η «ατομική αξιολόγηση», η «αυτοαξιολόγηση», οι «μέντορες» και οι «συντονιστές» αποτελούν προσπάθειες να πληγεί το πλαίσιο της συλλογικότητας και να αντικατασταθεί από το πλαίσιο του «κανιβαλισμού», που συνάδει με την κεντρική καπιταλιστική ιδέα του ανταγωνισμού. Μάλιστα, στο βάθος εμφανίζεται πλέον ξεκάθαρα και ο οικονομικός σχεδιασμός, τον οποίο ήδη έχει εξαγγείλει ο Μητσοτάκης ως το νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο. Ήδη έχουμε πάρει μια ιδέα από το μισθολόγιο που εφαρμόζεται στην ΑΔΑΕ, όπου βλέπουμε τον μισθό να συναρτάται από «επίδομα θέσης» και «κίνητρο επίτευξης στόχων». Μόνο όποιος/α δεν θέλει να κοιτάξει δεν βλέπει την σύνδεση της αξιολόγησης με τον μισθό.

Απέναντι στους γονείς το ζήτημα τίθεται ξεκάθαρα, καθώς η αντίληψη του υπουργείου τους αντιμετωπίζει ως «πελάτες». Που σημαίνει ότι όποιος/α έχει να πληρώσει θα αγοράζει το «καλό» προϊόν, όποιος/α δεν έχει θα στέλνει τα παιδιά του στο υποβαθμισμένο σχολείο. Εξάλλου αυτό φαίνεται και από το διαρκώς συρρικνούμενο ποσοστό του προϋπολογισμού για την Παιδεία.

Η ευρύτερη πολιτική σημασία του αγώνα

Ωστόσο, πολλές/οι συναδέλφισσες και συνάδελφοι αναρωτιούνται τί νόημα έχει μια 24ωρη απεργία; Εκφράζουν με αυτόν τον τρόπο μια, δικαιολογημένη σ’ ένα βαθμό, απογοήτευση για την πορεία των πολιτικών πραγμάτων συνολικά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη χαρακτηρίστηκε από την σφοδρότατη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και στο κράτος πρόνοιας ταυτόχρονα, με ένα «ύφος» άσκησης της εξουσίας απολυταρχικό και αλαζονικό. Επιχείρησε και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί την απογοήτευση που έσπειρε η ήττα του κινήματος και της αριστεράς στο πρόσφατο παρελθόν και η προφανής δυσκολία να συγκροτηθεί επιθετική, εναλλακτική πολιτική απάντηση. Το ζητούμενο σήμερα για τον κόσμο της δουλειάς, τους «πολλούς/ες και από κάτω» γενικά, τον αριστερό κόσμο, είναι «να πέσει η κυβέρνηση από τα κάτω και από τ’ αριστερά». Καθώς, όμως, στην τρέχουσα συγκυρία αυτό δεν φαίνεται ότι είναι δυνατό να εκπληρωθεί στο σύνολό του, ως συνθήκη αναγκαία και ικανή να ανατρέψει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, η αδυναμία αυτή της πολιτικής αριστεράς «μεταφέρει» πολιτικά καθήκοντα στο εργατικό/ συνδικαλιστικό κίνημα, που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αναληφθούν από τις υπάρχουσες δυνάμεις και ηγεσίες.  Σ’αυτό το γενικά δυσμενές πολιτικό πλαίσιο, ο χώρος της Παιδείας υπήρξε από τις φωτεινές εξαιρέσεις (ιδιαίτερα η πρωτοβάθμια). Οι πρόσφατες αποφάσεις των ΔΟΕ (ομόφωνη) και ΟΛΜΕ για κοινό, συντονισμένο αγώνα, αντικατοπτρίζουν χαρακτηριστικά και συσχετισμούς πρωτοπόρους μέσα στο «γκρίζο τοπίο». Εξάλλου το σύνολο του αγωνιστικού πλαισίου (απεργία, απεργία- αποχή, στοχευμένες στάσεις εργασίας) αποτελεί ικανοποιητικό πλαίσιο αντίστασης, τουλάχιστον για αρχή.

Όμως, η σημασία των κινητοποιήσεων στην Παιδεία είναι, τούτη την ώρα, πολύ μεγαλύτερη και ξεπερνά τα όρια των αιτημάτων των εκπαιδευτικών. Η κυβέρνηση αποφάσισε να χτυπήσει καίρια τόσο την δημόσια και δωρεάν Παιδεία όσο και το ΕΣΥ, ακριβώς ως προεκλογική της σημαία. Επιλέγει να πραγματοποιήσει την κίνηση που συμβολίζει την οριστική διάλυση κάθε ίχνους «κοινωνικού κράτους». Πρόκειται για ξεκάθαρη πρόκληση προς το εργατικό κίνημα γενικά, τους «από κάτω» συνολικά και φυσικά την αριστερά! Και βέβαια επιδιώκει να δεσμεύσει την επόμενη κυβέρνηση.

Η απάντηση των εκπαιδευτικών, όπως εξάλλου και των εργαζόμενων στην Υγεία, οφείλει να είναι ανάλογη. Να επιχειρεί, δηλαδή, να δεσμεύσει την επόμενη κυβέρνηση. Δίνοντας τον τόνο που η πολιτική αριστερά (σε όλο το φάσμα και για διαφοερτικούς λόγους σήμερα) δεν μπορεί επαρκώς. Τον τόνο του αγώνα σε αντίθεση με την δια της ανάθεσης εκλογική «ταφόπλακα» των αντιστάσεων. Σήμερα ισχύει, όχι γενικά προπαγανδιστικά αλλά εντελώς συγκεκριμένα, πώς ο αγώνας αυτός είναι αγώνας για πολύ περισσότερους/ες από το σύνολο των εκπαιδευτικών. Είναι αγώνας για όλα τα παιδιά, για τους φτωχούς γονείς, για τους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, για τους άνεργους/ες, για τη νεολαία, για τους αποκλεισμένους/ες...

Η 24ωρη στις 15/2 και τα συλλαλητήρια, εάν είναι μαζικά, μπορούν να δώσουν το έναυσμα της κλιμάκωσης και να ισχυροποιήσουν την αποφασιστικότητα για να μην περάσει η, μεγάλου δεξιού/ακροδεξιού συμβολισμού, κίνηση της υπουργού και του Μητσοτάκη, με την καθολική εφαρμογή της απεργίας/αποχής και των στοχευμένων στάσεων. Όμως είναι δυνατό να εμπνεύσουν πολλές και πολλούς περισσότερες/ους, ώστε να καθορίσουν ένα νέο κλίμα ανάτασης του εργατικού κινήματος και να τροφοδοτήσουν την ουσία του «απ΄τα κάτω και απ’ τ΄αριστερά», όχι μόνον ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά και για κάθε επόμενη.

*Δημοσιεύτηκε στις 6/2 στο https://www.e-lesxi.gr/

**μέλος ΔΣ ΣΕΠΕ Αμαρουσίου (Διέξοδος)

[1]Ενδεικτικά παραθέτουμε τα σεμινάρια που οργάνωσε η Ομοσπονδία στα πλαίσια του αγώνα ενάντια στην αξιολόγηση και την τακτική των «ενιαίων κειμένων» http://doe.gr/wp-content/uploads/2022/05/%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%9F%CE%9B%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A3-%CE%A0%CE%99%CE%9D%CE%91%CE%9A%CE%91%CE%A3-%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%99%CE%94%CE%A9%CE%9D.pdf

Ετικέτες