Τους τελευταίους μήνες όλα δείχνουν ότι βαίνουμε προς μια κρίσιμη πολιτική καμπή, στην οποία θα κριθούν πάρα πολλά για τον κόσμο της εργασίας και τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες στη χώρα, αλλά και στην Ευρώπη συνολικά. Ύστερα από τεσσεράμισι χρόνια μνημονίου, έχουν εξαντηθεί τα περιθώρια για να κυβερνά το μνημονιακό μπλοκ με προμετωπίδα την αφήγηση ότι «το μνημόνιο είναι μονόδρομος» και τα αντιλαϊκά μέτρα «είναι προς το συμφέρον των πολλών». Φαίνεται πως η κυβέρνηση Σαμαρά ετοιμάζει... πανηγυρική έξοδο από το μνημόνιο, που όλες και όλοι ξέρουμε πως θα είναι εικονική, καθώς ακόμα και αν η τρόικα αποχωρήσει από την Ελλάδα, η χώρα θα ενταχτεί στο ευρωπαϊκό υπερ-μνημόνιο, και μάλιστα με ειδικές δυσμενείς ρυθμίσεις. Η κυβέρνηση όμως θα κραυγάσει ότι εφαρμόζοντας το μνημόνιο... βγήκαμε από το μνημόνιο, προκειμένου να πάει στις (ολοένα και πιθανότερο να προκηρυχτούν) πρόωρες εκλογές με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο κλίμα γι’ αυτήν, αξιοποιώντας και τα καθεστωτικά κανάλια.

Βέβαια, είναι γνωστό ότι το κρατικό χρέος παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη. Πριν ή -πιθανότερα- μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές είναι σίγουρο ότι θα πάμε σε νέα ρύθμιση του ελληνικού κρατικού χρέους, με «αντάλλαγμα» την κατεδάφιση και των τελευταίων εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει, αν ξανακερδίσει τις εκλογές το μνημονιακό μπλοκ (Σαμαράς, Βενιζέλος, Ποτάμι). Εκκρεμεί π.χ., η πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, οι μαζικές απολύσεις στο Δημόσιο, η σαρωτική ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων και αγαθών και η γενίκευση των fast track σε όλη την Ελλάδα (βλ. πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού). 

Έχοντας αυτή την προοπτική μπροστά μας, όσοι και όσες ανήκουμε στο ανταγωνιστικό προς το σύστημα κίνημα οφείλουμε να καταστρώσουμε το δικό μας σχέδιο, απέναντι στο ρίξιμο των εργαζόμενων τάξεων της Ελλάδας 100 χρόνια πίσω. Ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να αντιταχτούμε στα σχέδια των καπιταλιστών; Αναμφίβολα είναι αναγκαία η ισχυροποίηση των κινημάτων και πρώτα απ’ όλα του εργατικού κινήματος. Παράλληλα όμως, είναι κοινή παραδοχή ότι εκτός από την κινηματική δράση, χρειάζεται και πολιτική ανατροπή – να χάσει την κυβέρνηση το μνημονιακό, αντεργατικό και αντικοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Και φυσικά να αποκλειστούν οι ναζί από κάθε δυνατότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις μετά την ανατροπή της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Από ποιον πολιτικό φορέα, όμως, περνάει ένα τέτοιο σχέδιο κυβερνητικής ανατροπής, ώστε να ανοίξει και νέα σελίδα στον αγώνα του κόσμου της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων;

Η Ελλάδα έχει την τύχη να διαθέτει μεγάλο αριθμό αγωνιστών και αγωνιστριών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που ίσως φτάνει και τις αρκετές χιλιάδες (χωρίς καν να συμπεριλαμβάνουμε τα μέλη του ΚΚΕ). Ένα πολύ μεγάλο μέρος από αυτές και αυτούς επιδιώκει εδώ και πολλά χρόνια τη δημιουργία του «τρίτου πόλου της Αριστεράς», δίπλα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Το πιο ενωτικό και φιλόδοξο εγχείρημα της προσπάθειάς τους είναι βέβαια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που συγκροτήθηκε πριν 5μιση χρόνια και πέτυχε για πρώτη φορά να  καταστήσει την εξωκοινοβουλευτική αριστερά δύναμη πανελλαδικής καταγραφής και σημασίας. Κορυφαίες επιτυχίες του μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπήρξαν το 2% που κατέγραψε στις περιφερειακές εκλογές του 2010 (ενώ ως τότε στις περισσότερες νομαρχίες η εξωκοινοβουλευτική αριστερά δεν κατέβαζε καν ψηφοδέλτιο), αλλά και τα μαζικότατα αντικαπιταλιστικά μπλοκ στις μεγάλες πορείες και γενικές απεργίες ενάντια στο μνημόνιο την περίοδο 2010-2012. Ειδικά το 2010 υπήρξε έτος-σταθμός για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διότι κατόρθωσε να πετύχει δυναμική παρουσία τόσο στο εκλογικό όσο και στο κινηματικό επίπεδο. Εκείνο το έτος, αλλά και ο χειμώνας/άνοιξη της χρονιάς 2010-11 ήταν η μεγάλη ευκαιρία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να οργανωθεί όντως ως ο τρίτος μαζικός πόλος της Αριστεράς, αφού ειδικά εντός του κινήματος έδειχνε να στέκεται με αξιώσεις πλάι στο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και στις εκλογές του ’10 σε αρκετές περιφέρειες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν σχεδόν το ίδιο ποσοστό).

Τα δύο πρώτα χρόνια, λοιπόν, της αντιμνημονιακής περιόδου των αγώνων η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαινόταν να έχει υπαρκτές προοπτικές για την πολιτική εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας και των καταπιεσμένων, ενώ και το ΚΚΕ βρισκόταν σε θέση υπεροχής συγκριτικά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές όμως της 6ης Μάη του 2012 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ έχασαν τη μάχη να συνδεθούν με τις μαζικές λαϊκές διαθέσεις και να τις εκφράσουν πολιτικά, για έναν καθαρά πολιτικό λόγο: επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στη μαζική λαϊκή ανάγκη για ένα σχέδιο πολιτικής ανατροπής της κυβέρνησης και του μνημονιακού «καθεστώτος». Το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ για «κυβέρνηση της Αριστεράς» σάρωσε την αντισυστημική και εργατική ψήφο και ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 17%, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μόλις 1,2%. Από τις εκλογές του Μάη και μετά, χάθηκε εμφανώς κάθε δυνατότητα για αυτόνομη παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με μαζικούς όρους. Εξού και πάρα πολλά μέλη και φίλοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις εκλογές της 17ης Ιούνη του ’12 ψηφίσαμε ΣΥΡΙΖΑ, ενώ πολλές και πολλοί ήμασταν που γίναμε και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο ή αμέσως μετά.

Τον Μάη του ‘12 τα δεδομένα άλλαξαν εντελώς για την αντικαπιταλιστική αριστερά στην Ελλάδα. Ο κόσμος της εργασίας και οι καταπιεσμένοι πίστεψαν ότι είναι εφικτή η πολιτική ανατροπή και η κυβέρνηση της Αριστεράς, κάτι που φάνηκε και στις εκλογές του Ιούνη του ‘12, που η Αριστερά παρά λίγο να βρεθεί στην κυβέρνηση, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία. Στις διπλές εκλογές του 2012 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχασε δύο καθοριστικές ευκαιρίες: πρώτα να εκφράσει (στο μέτρο που της αναλογούσε) τις μαζικές λαϊκές διαθέσεις για πολιτική ανατροπή τον Μάη και ύστερα να τοποθετηθεί με γενναιότητα απέναντι στη δεδομένη πλέον έκφραση αυτών των διαθέσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ψηφίζοντας κριτικά ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνη. Ως συνέπεια, ύστερα από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ εμπέδωσε τη «μονοπωλιακή» πολιτική έκφραση των μαζικών λαϊκών διαθέσεων, αφού όχι μόνο το ΚΚΕ αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέμειναν στη μάλλον ηττοπαθή γραμμή μόνο κινηματικής αντιπολίτευσης στα μνημόνια και «ανάσχεσης της επίθεσης από το κεφάλαιο» χωρίς σχέδιο πολιτικής ανατροπής. Σήμερα, που το σχέδιο της πολιτικής ανατροπής απ’ τα αριστερά βαδίζει για να κριθεί σε κρίσιμες μάχες εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ στο βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, μια μειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνει να συνδέεται με μια τέτοια προβληματική. Είναι όμως αργά, αφού τώρα όλα θα κριθούν κατά κύριο λόγο διά του ΣΥΡΙΖΑ και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.    

Πάντως, η διπλή πολιτική -και γι’ αυτό και εκλογική- αποτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις διπλές εκλογές του 2012 καθόλου δε σημαίνει ότι παύει να υπάρχει ο στόχος της δημιουργίας ισχυρού τρίτου πόλου. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης, η αναγκαιότητα για την αποφασιστική ισχυροποίηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι μεγαλύτερη από ποτέ! Πώς όμως μπορεί να επιτευχτεί ένας τέτοιος στόχος, όταν ο κόσμος της εργασίας και οι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες έχουν στραφεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι εύλογο τα εξαντλημένα από τα μνημόνια λαϊκά, μικροαστικά και (πρώην;) μεσοαστικά στρώματα να μη μπορούν να περιμένουν και να προσδοκούν την άμεση ανατροπή αυτών των πολιτικών που μέρα τη μέρα μεγαλώνουν τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τον κρατικό αυταρχισμό. Και είναι αυταπόδεικτο ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των στρωμάτων πιστεύει πως η άμεση ανατροπή μπορεί να έρθει μόνο μέσω του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο –έως και αδύνατο– να απευθυνθούμε, πολιτικά και μαζικά, ως αντικαπιταλιστές στον κόσμο της εργασίας με οποιαδήποτε άλλη κομματική ταυτότητα, πλην αυτής του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και πολλοί εργαζόμενοι, άνεργοι και καταπιεσμένοι, που κατανοούν τη χρησιμότητα ενός μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, δεν είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γιατί πια οι συσχετισμοί είναι συντριπτικοί υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως στο εκλογικό επίπεδο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και στο κινηματικό (Βλ. π.χ. τη διαδήλωση της ΔΕΘ τον Σεπτέμβρη του 2013, όπου το μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ ήταν -τουλάχιστον- τριπλάσιο από τα μπλοκ της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Στη φετινή διαδήλωση οι δυνάμεις των δύο χώρων ήταν περίπου ίσες). Γιατί μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εκφράσει την προοπτική της πολιτικής ανατροπής. 

Τώρα ο εκλογικός συσχετισμός δεν είναι 4% ΣΥΡΙΖΑ και 0,5% ΑΝΤΑΡΣΥΑ[1] όπως πριν το 2012. Όσο είχαμε αυτόν το συσχετισμό, η αυτοτελής παρέμβαση των αντικαπιταλιστών  ήταν απολύτως εφικτή, και όχι μόνο για λόγους αριθμητικούς (τη δεκαετία του 2000 οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στο κίνημα είχαν ισχυρότατη παρουσία, π.χ. φοιτητικό κίνημα τον Μάη-Ιούνη 2006). Το σημαντικότερο είναι ότι πριν τις εκλογές του 2012 ο κόσμος της εργασίας εκλάμβανε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα προοδευτικό μεν κόμμα, αλλά όχι και τόσο λαϊκό, εργατικό ή -πολύ περισσότερο- ανατρεπτικό. Όσο και να «ανέβαινε στα κεραμίδια» ο ΣΥΡΙΖΑ, η ρετσινιά του «εσωτερικού»[2] (αλλά και του «βρώμικου ’89») δεν ξεκολλούσε εύκολα από πάνω του. Μόνο όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να «επιβάλλεται» σταδιακά στη συνείδηση του κόσμου ως -καταρχάς- συνεπές αντιμνημονιακό κόμμα και εν δυνάμει αντισυστημικό.

Μέχρι και τις εκλογές του Μάη του 2012 η αυτοτελής παρέμβαση των αντικαπιταλιστών μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν, λοιπόν, μια επιλογή που «είχε νόημα» και σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Από τη στιγμή όμως που ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε ως η μαζική αντισυστημική και ανατρεπτική δύναμη, αυτές οι πιθανότητες αυτοτελούς μαζικής παρουσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περιορίστηκαν -για να μην πούμε εξαφανίστηκαν- de facto. Αλλά είπαμε και πριν ότι ο στρατηγικός στόχος ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού/επαναστατικού πόλου δεν τελείωσε! Η στρατηγική μας παραμένει η ίδια, αλλάζει όμως η τακτική! Ο 3ος - αντικαπιταλιστικός πόλος της αριστεράς μπορεί να φτιαχτεί διά μέσου και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Πέρα από την άκρως απαραίτητη μετωπική συμπόρευση, είναι γνωστό πως ο βασικός -και τελικός- στόχος πίσω από τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η καλλιέργεια εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν επιτέλους τη συγκρότηση ενός πραγματικά επαναστατικού (και προφανώς μαζικού) κόμματος στην Ελλάδα. Πολύ σωστά οι περισσότερες (ίσως πλην μιας) συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βλέπουν το μέτωπο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως ένα όχημα επαναστατικής ανασύνθεσης. Όμως η επαναστατική ανασύνθεση -ειδικά σε καιρούς καπιταλιστικής κρίσης όπως οι σημερινοί- «απαιτεί» την ύπαρξη μαζικού πεδίου παρέμβασης. Αν παλιότερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε τη δυνατότητα -άσχετα αν και πόσο την αξιοποιούσε- να επικοινωνήσει με την πρωτοπορία των εργαζόμενων τάξεων και των καταπιεσμένων, τώρα δεν είναι εφικτό ούτε αυτό, αφού πλέον και οι πρωτοπορίες θεωρούν την πολιτική ανατροπή αναγκαία. Πόσο μάλλον που στις σημερινές συνθήκες είναι κρίσιμο οι αντικαπιταλιστές να απευθύνουμε το άκρως απαραίτητο μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ταυτόχρονα και στις πρωτοπορίες των κινημάτων και στο σύνολο του κόσμου της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, ομοφυλόφιλοι και τρανς, νεολαία, γυναίκες, ανάπηροι και οροθετικοί). Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς αυτό το πραγματικά μαζικό πεδίο παρέμβασης που χρειάζεται για την επιτυχία της επαναστατικής ανασύνθεσης! Εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ, αποκτά αμέσως τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με το μαζικό ακροατήριό του επί ίσοις όροις. Το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής στο οποίο στοχεύει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι δυνατό να εκπληρωθεί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ. Το πολυάριθμο και -κυρίως- δραστήριο δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει τον καταλύτη για τη ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία με τη σειρά της θα φέρει ακόμα μεγαλύτερη μαζικότητα, αλλά και ψυχολογία ορμής και συστράτευσης.

Πέρα και πάνω απ’ όλα, ο ΣΥΡΙΖΑ από την άνοιξη του ’12 και μετά εμπεριέχει μέσα του τη δυναμική της ανατροπής. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, παρά να κοιτάξουμε στα μάτια των αντιπάλων της αριστεράς και της κοινωνίας. Το μίσος της Δεξιάς για τον ΣΥΡΙΖΑ και -κυρίως- ο φόβος της για τη δυναμική που μπορεί να απελευθερώσει, αποδεικνύουν ότι όσες δηλώσεις «ρεαλισμού» και να εκφωνηθούν από κομμάτι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η δυναμική ανατροπής παραμένει! Οι τάσεις σοσιαλδημοκρατικοποίησης που επιθυμεί να επιβάλει ένα κομμάτι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι φυσικά υπαρκτές. Νέο ΠΑΣΟΚ όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε είναι ούτε και μπορεί εύκολα να γίνει, χωρίς να υποστεί μεγάλη διάσπαση. Η παρουσία της Αριστερής Πλατφόρμας, οι μάχες που έχει δώσει και οι εσωκομματικοί συσχετισμοί που έχει καταγράψει, είναι το υλικό αποτύπωμα των αντιστάσεων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στη δεξιά στροφή μέρους της ηγεσίας του. Ακόμα περισσότερο, η Αριστερή Πλατφόρμα αποτελεί το αποτύπωμα του ριζοσπαστικού δυναμικού που ο ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώνει στις γραμμές του αλλά και πίσω του, το οποίο μάλιστα είναι ακόμη ευρύτερο. Με αυτά τα δεδομένα, μια πιθανή ένταξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον ΣΥΡΙΖΑ θα ενίσχυε αποφασιστικά τις αντιστάσεις ενάντια στην ΠΑΣΟΚοποίηση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έβρισκε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πολλούς συμμάχους με σχεδόν ίδιο πρόγραμμα με αυτήν – αν όχι ολόιδιο. Θα ισχυροποιούνταν αποφασιστικά η αριστερή αντιπολίτευση μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και θα ριζοσπαστικοποιούνταν και εκείνη ακόμα περισσότερο.

Στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές του Μαΐου, η απόσυρση της υποψηφιότητας Καρυπίδη στη Δυτική Μακεδονία δείχνει καθαρά ότι οι αριστερές-αντισυστημικές εφεδρείες μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ισχυρές. Αγγίζουν και μεγάλα κομμάτια της σημερινής προεδρικής πλειοψηφίας (βλ. κείμενο των 53, από την Αριστερή ΑΡΕΝ και την ΑΝΑΣΑ). Από την άλλη βέβαια, ο Βουδούρης επιβλήθηκε τελικά κόντρα στη θέληση των μελών του κόμματος. Αν όμως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμπαινε στο ΣΥΡΙΖΑ, οι «Βουδούρηδες» πολύ δύσκολα θα περνούσαν. Με όλους τους αντικαπιταλιστές ενταγμένους στο ΣΥΡΙΖΑ, θα προέκυπταν εντελώς άλλες δυνατότητες αντίδρασης στα προεδρικά… γινάτια.

Το σημαντικότερο όμως δεν είναι να συμμετάσχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ΣΥΡΙΖΑ, για να επηρεάσει τις αποφάσεις της ηγεσίας του, αν και μπορεί να συμβεί και αυτό: Στο κεντρικής σημασίας ζήτημα του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας (κεντρικής, επειδή στη υπόθεση αυτή ενεπλάκησαν μεγαλοκαπιταλιστές και ναζιστές), ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε στάση[3] υπό την πίεση της αριστερής αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα (την πίεση άσκησαν κυρίως οι επαναστατικές μαρξιστικές συνιστώσες και η τοπική οργάνωση ΣΥΡΙΖΑ της Νέας Φιλαδέλφειας).

Η ένταξη όλων των αντικαπιταλιστών στο ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμη κυρίως για να έρθουν σε επαφή με τα μέλη και με τους ψηφοφόρους του επί ίσοις όροις. Ξέρουμε πολύ καλά πως απλά και μόνο η ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά αρκεί για την οριστική ανατροπή των αντεργατικών πολιτικών και του συστήματος που τις επιβάλλουν. Χρειάζεται άμεσα να ισχυροποιηθούν τα κινήματα, να δυναμώσουν οι λαϊκές συνελεύσεις, οι αντιφασιστικές επιτροπές, τα συνδικάτα. Αυτή η ανάγκη δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή από σημαντικό κομμάτι των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ περισσότερο από τους ψηφοφόρους και φίλους του. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η συμβολή των μελών και των συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εάν έμπαιναν στο ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ!

Δεν είναι απαραίτητη η αυτοδιάλυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να προσχωρήσει στο ΣΥΡΙΖΑ. Θα μπορούσε να συμμετάσχει σε αυτόν ως τάση του και μάλιστα με σχεδόν πλήρη οργανωτική και πολιτική αυτοτέλεια, καθώς στον ΣΥΡΙΖΑ οι τάσεις επιτρέπεται να έχουν τις δικές τους διαδικασίες, όπως και να εκφράζουν την άποψή τους δημόσια. Αλλά και οι συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συνεχίσουν να υπάρχουν όπως πριν – σε αυτό το σημείο οι συνιστώσες της επαναστατικής αριστεράς (ΔΕΑ και ΚΟΚΚΙΝΟ) κέρδισαν τη μάχη ενάντια στη λεγόμενη «αυτοδιάλυση», παρά την τρομακτική πολιτική πίεση που δέχτηκαν. Μέχρι και ξεχωριστά δημοτικά και συνδικαλιστικά σχήματα είναι δυνατό να εξακολουθούν να δρουν – άλλωστε και οι σημερινές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν παρεμβαίνουν παντού ενιαία (π.χ. Μηχανικοί).

Ας τονιστεί εδώ ότι οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς που είμαστε ήδη στο ΣΥΡΙΖΑ επιμένουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εντελώς απαραίτητος για το ξεκίνημα της ανατροπής στην Ελλάδα, αλλά και ακατάλληλος για την ολοκλήρωση της ανατροπής - τη ρήξη με τον καπιταλισμό. Για τη σύγκρουση με το σύστημα, είναι αναγκαίο να συγκροτήσουμε μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς αυτόν τον 3ο πόλο της αριστεράς, τον οποίο επιδιώκουν και οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το Κόκκινο Δίκτυο και η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ έχουν τις προϋποθέσεις να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, ειδικά εάν ενισχυθούν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ…

Φυσικά, δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα ότι από τις επόμενες εκλογές θα προκύψει κυβέρνηση της Αριστεράς – κάθε άλλο. Η ίδια η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ συχνά προτάσσει την υποτιθέμενη αναγκαιότητα για «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα «ανοίγματα» προς την κεντροαριστερά (ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, «μη βενιζελικό ΠΑΣΟΚ») και τη λεγόμενη «μη σαμαρική δεξιά» (καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ, ΑΝΕΛ κ.λπ.). Τα μηνύματα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιφατικά, με την πλάστιγγα συνήθως να γέρνει προς την «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», που πρακτικά σημαίνει μια κυβέρνηση ταξικού “συμβιβασμού”. Όμως αυτό το σενάριο είναι εντελώς μη ρεαλιστικό. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά τους όποιους σχεδιασμούς της ηγεσίας του, θα προκαλέσει πολιτική αστάθεια και θα ανοίξει μια περίοδο εργατικών και κοινωνικών αγώνων με ανοιχτές προοπτικές. Ακόμη όμως και αν πάμε στο δυσμενέστερο σενάριο, όπου η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα προδώσει με τον πιο τραγικό τρόπο και οδηγηθούμε σε «αριστερή παρένθεση», πρέπει να είμαστε εκεί όταν το στοίχημα θα παιχτεί, για να οργανώσουμε το «μετά», την «επόμενη μέρα», σε πλεονεκτική σχέση με τον κόσμο, που μέσα από την εμπειρία του θα βγάλει τα συμπεράσματα με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Η πολιτική στάση «προεξοφλούμε ότι θα αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και παραμένουμε έξω από αυτόν, προσδοκώντας ότι αμέσως μετά ο κόσμος της εργασίας αυτονόητα θα μας επιλέξει» δείχνει έλλειψη πολιτικής διορατικότητας: το στοίχημα της κυβέρνησης της Αριστεράς δεν είναι «ιδιωτική υπόθεση» του ΣΥΡΙΖΑ (και πολύ περισσότερο της ηγεσίας του), αλλά είναι ιστορικό στοίχημα για όλη την Αριστερά, και το αποτέλεσμά του θα καθορίσει τις τύχες της για πολλά χρόνια.

Σε περίπτωση πάντως που υλοποιηθεί το ευνοϊκότερο δυνατό σεράριο, αν δηλαδή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «υποχρεωθεί» να συγκροτήσει τελικά μια «αμιγή» κυβέρνηση της Αριστεράς (π.χ. ύστερα από ένα ποσοστό καθαρής αυτοδυναμίας ή/και με αφύπνιση του κινήματος ήδη πριν από τις εκλογές), τότε το αντικαπιταλιστικό δυναμικό του κόμματος θα πρέπει να προσφέρει όλες τις δυνάμεις του για να πιέσει την κυβέρνηση σε μέτρα έκτακτης ανάγκης υπέρ του κόσμου της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Έχοντας ξεκινήσει τις ζυμώσεις πολύ πριν τις εκλογές, οι αντικαπιταλιστές όλοι μαζί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ θα έχουμε σοβαρές πιθανότητες να συμπαρασύρουμε στο δικό μας σχέδιο ένα σημαντικό μέρος των μελών του κόμματος. Γιατί, υπό αυτές τις συνθήκες οικονομικής κρίσης ρεαλισμός είναι το δικό μας αντικαπιταλιστικό/μεταβατικό σχέδιο! Και αυτό θα φανεί πανηγυρικά, από την πρώτη στιγμή της κυβέρνησης της Αριστεράς, που θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει στην πράξη όλα τα βασικά επίδικα της περιόδου (χρέος, τράπεζες, επάρκεια τροφίμων, φαρμάκων, καυσίμων). Αν τότε οι αντικαπιταλιστές είμαστε έξω από το κόμμα που οι εργαζόμενοι και οι καταπιεσμένοι βλέπουν ως τελευταία ελπίδα τους, αδυνατίζουν οι πιθανότητες να τους τραβήξουμε στο πολιτικό μας σχέδιο, δηλαδή το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης με ανατροπή του καπιταλισμού...

Ένταξη στο ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει ενσωμάτωση και αφομοίωση – σημαίνει αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει ένα μαζικό κόμμα της αριστεράς σε εποχές δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Αν μη τι άλλο, η έκβαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ θα επηρεάσει όλη την Αριστερά στην Ελλάδα, είτε θετικά είτε αρνητικά (π.χ. στην Ιταλία μετά την καταβαράρθρωση του Μπερτινότι και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, καταστράφηκε και όλη η υπόλοιπη αριστερά – δε διασώθηκε η αντικαπιταλιστική αριστερά). Ο κόσμος στην Ελλάδα ταυτίζει πλέον την Αριστερά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει παταγωδώς, δε θα αναδειχτούν οι άλλες αριστερές δυνάμεις[4]. Στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση ρίξει κι άλλο το βιοτικό επίπεδο του κόσμου της εργασίας, τότε είτε θα «αμερικανοποιηθεί» η πολιτική ζωή στη χώρα (μεγάλο μέρος των εργαζόμενων θα αδιαφορούν πλήρως για την πολιτική και ούτε καν θα ψηφίζουν - πόσο μάλλον να συμμετέχουν σε συνδικάτα και εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες) είτε θα προωθηθούν η ακροδεξιά ή και οι ναζιστές, ως η μοναδική δήθεν «αδιάφθορη» πολιτική δύναμη... Οι αντικαπιταλίστριες και οι αντικαπιταλιστές ας μην αφήσουμε να γίνει πραγματικότητα αυτό το ενδεχόμενο! Ας συμβάλουμε στη ριζοσπαστικοποίηση, αν όχι του συνόλου του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του. Ας είμαστε εκεί το ερχόμενο διάστημα, τώρα που κρίνονται τόσα πολλά για τον κόσμο της εργασίας και τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες...

 

[1] Τώρα ως γνωστόν, ο συσχετισμός είναι 27%  για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ 0,33% (βουλευτικές Ιούνη ’12) ή 0,72% (ευρωεκλογές ‘14).

[2]  Η βασική συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Συνασπισμός, προερχόταν κατά ένα σημαντικό μέρος του από το παλιό ΚΚΕ Εσωτερικού, που θεωρούνταν το κόμμα των προοδευτικών διανοούμενων, των καλλιτεχνών κ.λπ., ιδιαίτερα μετά τη διάσπαση της νεολαίας του το 1978 (Β΄ Πανελλαδική). Από τότε το ΚΚΕ Εσωτερικού ποτέ δεν κατάφερε να κερδίσει τη στήριξη μαζικών λαϊκών και εργατικών στρωμάτων.

[3] Στη σχετική ψηφοφορία της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος κέρδισε (με ψήφους 12-9) η πρόταση για καταψήφιση του συνόλου του ρυθμιστικού σχεδίου Αθήνας.

[4] Κάτι που φάνηκε και στην Ανατολική Ευρώπη το 1989-91: Όταν έπεσε ο σταλινισμός, οι εργαζόμενοι δεν στράφηκαν στον ευρωκομμουνισμό ή στον τροτσκισμό, αλλά αφέθηκαν στην κυριαρχία του ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Ετικέτες