Η κυβέρνηση, στο όνομα της δήθεν διαφάνειας, με το σχέδιο νόμου «Έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων» επιχειρεί να νομιμοποιήσει τη χρηματοδότηση κομμάτων από εταιρίες και επιχειρηματίες, επισημοποιώντας τις σχέσεις εξάρτησης ισχυρών οικονομικών συμφερόντων με τα αστικά κόμματα.

Σε ό,τι αφορά την κρατική χρηματοδότηση για τα κόμματα και τους συνασπισμούς κομμάτων, μειώνεται τόσο η τακτική, όσο και η εκλογική χρηματοδότηση στο πλαίσιο της «δημοσιονομικής εξυγίανσης». Χρηματοδότηση που είναι ήδη μειωμένη κατά πολύ, λόγω του περιορισμού των εσόδων του Προϋπολογισμού και των αυθαιρεσιών στην απόδοσή της.

Τα υπέρογκα χρέη και τα γνωστά φαινόμενα αδιαφάνειας των κυβερνητικών κομμάτων, ενισχύουν αναπόφευκτα το αίσθημα απαξίωσης του πολιτικού συστήματος στην κοινωνία, παρά το γεγονός ότι η διαφθορά δεν αποτελεί εγχώρια πρωτοτυπία. Στο όνομα της προπαγάνδας περί «κρατικοδίαιτων» κομμάτων, εδράζεται και η κατά το ήμισυ περικοπή της δημόσιας χρηματοδότησης, με στόχο την οριστικής της εξάλειψη.

Οι βαλίτσες του Τσουκάτου και οι «χορηγίες» που έτσι και αλλιώς μπαινόβγαιναν στα ταμεία των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ εδώ και δεκαετίες, θα επιτρέπονται πλέον και με το νόμο και μάλιστα, το ποσό της «ενίσχυσης», θα εκπίπτει ολόκληρο από το φορολογητέο εισόδημα του χρηματοδότη. Τι άλλο από συναλλαγή και επιδίωξη ανταπόδοσης μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια πράξη;

Πίσω από τα όμορφα κυβερνητικά φληναφήματα περί «λογοδοσίας» και «χρηστής διαχείρισης του πολιτικού χρήματος», ουσιαστικά επιχειρείται η υιοθέτηση του αμερικανικού μοντέλου, όπου κάθε είδους επιχειρηματικά λόμπι χαράζουν την κυβερνητική και την αντιπολιτευτική στρατηγική.

Αφού βαφτίστηκε μνημονιακό προαπαιτούμενο, το σχέδιο νόμου, αρχικά έβαζε ασφυκτικούς περιορισμούς στην οικονομική ενίσχυση των κομμάτων, από μέλη, φίλους και τους απλούς οπαδούς. Μετά τις ισχυρές αντιδράσεις που προκάλεσε η προϋπόθεση αναγραφής του Α.Φ.Μ. και του Α.Δ.Τ., υπήρξε βελτιωτική ρύθμιση, η οποία ορίζει πλαφόν 150.000 ευρώ τον χρόνο για την έκδοση ανώνυμων κουπονιών για τις οικονομικές εξορμήσεις κομμάτων ή συνασπισμών κομμάτων. Όριο βέβαια εντελώς αυθαίρετο που δε λύνει το πρόβλημα.

Τυχόν μη συμμόρφωση των κομμάτων στο κρατικό «φακέλωμα» των εργαζόμενων και των ανθρώπων του μόχθου, που δίνουν 5 ή 10 ευρώ στις οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς-γιατί ας μη γελιόμαστε, την Αριστερά πλήττει κυρίως αυτό το μέτρο-προέβλεπε ακόμα και διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης.

Για την Αριστερά η οικονομική ανεξαρτησία είναι θέση αρχής. Μόνο έτσι διασφαλίζει ότι εκπροσωπεί αταλάντευτα τα συμφέροντα των «από κάτω». Μοναδικός αιμοδότης της πολιτικής δράσης της, των υποδομών της, των εντύπων της κλπ., είναι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα. Με μικρά ποσά από το υστέρημά τους και την πεποίθησή ότι, η οικονομική ενίσχυση είναι και πολιτική ενίσχυση των φορέων που παλεύουν ενάντια στο σύστημα της εκμετάλλευσης και του ρατσισμού.  

Η συγκυβέρνηση και η νεοφιλελεύθερη αφήγηση επιδιώκουν την εύρυθμη λειτουργία μόνο για τα κόμματα Α.Ε. και παράλληλα την αποδυνάμωση της συλλογικής πολιτικής πάλης και των ιδεών της Αριστεράς. Στην ολομέλεια της βουλής, όταν θα έρθει προς συζήτηση το σημαντικό αυτό νομοσχέδιο, θα έχουμε την ευκαιρία για μια συνολική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου, αποδεικνύοντας πως «δεν είμαστε όλοι ίδιοι».

*Η Γιάννα Γαϊτάνη είναι βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ

Ετικέτες