Θα παίζουμε στη «λοταρία» τις αποδείξεις από το τυροπιτάδικο της γειτονιάς, ενώ οι κροίσοι θα παραμένουν στο φορολογικό απυρόβλητο;

Με ένα μπαράζ νομοθετικών ρυθμίσεων η κυβέρνηση προσπαθεί να γεμίσει τα άδεια ταμεία του κράτους, αναζητώντας τρόπους είσπραξης των ληξιπρόθεσμων χρεών σε εφορίες, τελωνεία και ασφαλιστικά ταμεία. 
Την ίδια ώρα, διάφορες «έξυπνες» ιδέες περί «καλωδιωμένων» ελεγκτών-πελατών που θα καταγράφουν φορολογικές παραβάσεις των ελεύθερων επαγγελματιών, εκτός από το γέλιο που προκαλούν, βοηθούν στην καλλιέργεια ενός κλίματος «χαφιεδισμού» και «συλλογικής ενοχής», υπονοώντας ότι και πάλι τα συνήθη υποζύγια θα κληθούν να σηκώσουν τα φορολογικά βάρη. 

Ψαλίδισμα

Πέρα από τις όποιες «τεχνικές ρυθμίσεις», το ζήτημα της φορολογικής δικαιοσύνης είναι βαθιά πολιτικό και η λύση είναι μία: να φορολογήσουμε τον πλούτο. 

Παρά τα όσα θετικά περιλαμβάνουν οι «ευκολίες πληρωμής» που προβλέπονται για τους οφειλέτες -απαλλαγή από προσαυξήσεις σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής της αρχικής οφειλής, κατάργηση των ποινών για οφειλέτες ατομικής εισφοράς στον ΟΑΕΕ και μια σειρά άλλες ευνοϊκές διατάξεις- οι προσδοκίες που είχαν γεννηθεί από τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ εκπληρώνονται «ψαλιδισμένες». 

Τα ενιαία κριτήρια βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τα λαϊκά νοικοκυριά με όσους έχουν υψηλά εισοδήματα, ενώ σε κάθε περίπτωση «κούρεμα» κεφαλαίου, όπως είχε ανακοινωθεί αρχικά, δεν προβλέπεται, μετά το βέτο των «θεσμών». Για τον ίδιο λόγο, το ίδιο αμφίβολη γίνεται η επαναφορά του αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ και η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, της εισφοράς αλληλεγγύης κ.λπ.

Με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, που ρητά ορίζει ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται «να απόσχει από την ακύρωση μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους», (γίνεται αποδεκτή δηλαδή η λογική των πλεονασματικών προϋπολογισμών) αναγνωρίζονται όλα τα ποσά που βεβαιώθηκαν στα χρόνια της μνημονιακής λεηλασίας. Ποσά που χιλιάδες εργαζόμενοι και άνεργοι δεν κατέβαλαν. Κυρίως από αδυναμία πληρωμής, αλλά και ως πράξη ανυπακοής στην άδικη υπερφορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων. 

Με την ίδια συμφωνία, η έγκαιρη και στο ακέραιο πληρωμή των δόσεων προς τους δανειστές δεν αφήνει περιθώρια για κανενός είδους «σεισάχθεια» για τα ασθενέστερα τμήματα του πληθυσμού (6,13 δισ. ευρώ θα πρέπει να καταβληθούν μόνο μέσα στο Μάρτη). Εφόσον τα δημόσια έσοδα από τους φόρους κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του χρέους, πώς θα χρηματοδοτηθούν τα όποια μέτρα κοινωνικής αναδιανομής που περιέχονται στο Πρόγραμμα της ΔΕΘ; 

Και όχι μόνο αυτό, αλλά με τροπολογία που κατατέθηκε στο ν/σ για την ανθρωπιστική κρίση, με στόχο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ρευστότητας, προβλέπεται η δυνατότητα επένδυσης των διαθεσίμων ασφαλιστικών ταμείων και άλλων φορέων του Δημοσίου σε ρέπος και άλλα «σύνθετα» χρηματοοικονομικά προϊόντα, από την Τράπεζα της Ελλάδος! Πρακτική που στο πρόσφατο παρελθόν είχε τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. 

Ποιοι πλήρωσαν

Οι διακηρύξεις, διά στόματος Γ. Βαρουφάκη και άλλων στελεχών της κυβέρνησης, ότι οι «έχοντες» θα κληθούν να πληρώσουν, για την ώρα παραμένουν γενικόλογες και χωρίς κάποια συγκεκριμένη παρέμβαση, που θα υλοποιούσε μια τέτοια κατεύθυνση. Και εκεί βρίσκεται όλη η ουσία για την αναζήτηση των απαραίτητων πόρων, που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια πολιτική αντι-λιτότητας. 

Τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη φορολογική πραγματικότητα που μιλάει από μόνη της: αύξηση των έμμεσων φόρων στα είδη ευρείας κατανάλωσης, αύξηση φορολογίας για τα φυσικά πρόσωπα, επιβολή μιας σειράς «χαρατσιών» που γονάτισαν τα νοικοκυριά. Από την άλλη, προωθήθηκε συστηματικά η μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις (όταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια τα κέρδη τους φορολογούνταν με 45%), η ενίσχυση των φοροαπαλλαγών και της δυνατότητας φοροκλοπής μέσω «παραδείσων» για το κεφάλαιο. 

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ υπολογίζει σε 37 δισ. ευρώ την απώλεια που υπέστησαν οι μισθωτοί από μειώσεις των αποδοχών τους και από τις φορολογικές επιβαρύνσεις στο όνομα της «διάσωσης της χώρας». Η αγοραστική δύναμη των αποδοχών τους την περίοδο 2010-2013 μειώθηκε κατά 37,2%, επιστρέφοντας στα επίπεδα του έτους 2000. 

Η αντιστροφή αυτής της κατάστασης είναι επιβεβλημένη. Σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υιοθετήσει στα ντοκουμέντα του ιδρυτικού Συνεδρίου του ότι «τα δημόσια έσοδα θα προέλθουν από τη φορολόγηση του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας». Αυτές είναι οι πηγές από τις οποίες θα αντληθεί η χρηματοδότηση των κοινωνικών παροχών, των δημόσιων δομών της παιδείας και της υγείας, του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. 

Η αναγκαία -αλλά όχι ικανή από μόνη της- πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων, η άμεση καταβολή της «εθελοντικής εισφοράς» των εφοπλιστών (μόλις 400 εκατ. ευρώ για 3 χρόνια...) και του φόρου για τις συχνότητες στα ιδιωτικά κανάλια ή ανάλογα μέτρα που θα υποχρεώνουν την οικονομική ελίτ να βάλει το χέρι στην τσέπη, μπορούν να αυξήσουν τα έσοδα για το Δημόσιο χωρίς να «ματώνουν» τα λαϊκά εισοδήματα. Αντί για τη στοχοποίηση του απλού κόσμου για φοροδιαφυγή, επείγει να υποδειχθούν -και να υποχρεωθούν να πληρώσουν- οι κύριοι υπαίτιοι της κατάρρευσης των δημόσιων εσόδων και της εκτίναξης του δημόσιου χρέους μέσα από μίζες και κρατικές επιδοτήσεις, μέσα από τον πακτωλό δισ. ευρώ στους τραπεζίτες. 

Μονομέρεια

Σε συνθήκες οικονομικού στραγγαλισμού, η κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί με απόλυτη ταξική μεροληψία. Να μείνει πιστή στην εφαρμογή του προγράμματός της, περιορίζοντας τη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και συνταξιούχων και θεσπίζοντας έκτακτα μέτρα δραστικής φορολόγησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και ακύρωσης όλων των προκλητικών προνομίων που απολάμβαναν από το μνημονιακό καθεστώς. Η εξαγγελία για τον έλεγχο στις ενδοομιλικές και «τριγωνικές» συναλλαγές μέσω offshore εταιρειών που έχουν ως στόχο τη φοροαποφυγή έπρεπε ήδη να είχε γίνει πράξη. 

Μια τέτοια ριζοσπαστική φορολογική πολιτική, ενταγμένη σε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο αναδιανομής εισοδήματος και ισχύος προς όφελος των «από κάτω», συνεπάγεται αταλάντευτη πολιτική βούληση. Προϋποθέτει συγκρούσεις με τα ευρωεπιτελεία και την ντόπια αστική τάξη και ένα μαχητικό-διεκδικητικό κίνημα που θα βάζει ως αίτημα το «να πληρώσουν οι πλούσιοι». Αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας. 

Διαφορετικά, θα παίζουμε στη «λοταρία» τις αποδείξεις από το τυροπιτάδικο της γειτονιάς, ενώ κάποιοι κροίσοι, που μέσα στην κρίση συνεχίζουν να κερδίζουν, θα βγάζουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό ανενόχλητοι και θα παραμένουν στο φορολογικό απυρόβλητο. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας «Die Welt», το ελληνικής προέλευσης «μαύρο χρήμα» στην Ελβετία στα τέλη του 2013 ανερχόταν σε 800 δισ. ευρώ, χωρίς να υπάρχουν πιο πρόσφατα στοιχεία. Θα το φορολογήσει κανείς; 

Ετικέτες