Στις 27 Φλεβάρη, αναγνώστηκε δηµόσια µια σηµαντική επιστολή του ιστορικού ηγέτη του PKK, Αµπντουλάχ Οτσαλάν, προς τους συντρόφους του που περιλάµβανε ένα ιστορικό κάλεσµα: «Συγκαλέστε το συνέδριό σας να αποφασίσετε. Όλες οι οργανώσεις πρέπει να καταθέσουν τα όπλα τους και το PKK πρέπει να αυτοδιαλυθεί».
Αναγνωρίζοντας την βαρύτητα µιας τέτοιας πρότασης και τα ερωτηµατικά ή τις αµφιβολίες για τις προοπτικές της, ο έγκλειστος από το 1999 ηγέτης έριξε όλο το κύρος του πίσω από αυτήν: «Αναλαµβάνω την ιστορική ευθύνη αυτής της έκκλησης».
Δεν επρόκειτο για «κεραυνό εν αιθρία». Αυτός ο «κεραυνός» είχε πέσει στις 22 Οκτώβρη του 2024, όταν ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο ακροδεξιός κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν και εκπρόσωπος του πιο σκληρού τουρκικού εθνικισµού, έδωσε τα χέρια µε εκπροσώπους του φιλοκουρδικού DEM και κάλεσε τον Οτσαλάν (τον «αρχιτροµοκράτη» στη γλώσσα των ακροδεξιών) να έρθει στη Βουλή και να καλέσει από το βήµα της το τέλος της ένοπλης πάλης. Το πιθανότερο είναι ότι επιλέχθηκε να βγει µπροστά ο «κουρδοφάγος» Μπαχτσελί για να γίνει σαφής η σοβαρότητα της στροφής –τόσο στο εθνικιστικό ακροατήριο της κυβέρνησης, όσο και στους δύσπιστους αντιπάλους της. Σύντοµα δροµολογήθηκαν (και επιτράπηκαν) διαδοχικές συναντήσεις της ηγεσίας του DEM µε τον έγκλειστο σε αποµόνωση ηγέτη του PKK. Η δηµόσια έκκληση του Οτσαλάν ήταν η προαναγγελθείσα κορύφωση αυτής της διαδικασίας που έτρεξε τους προηγούµενους µήνες.
Κίνητρα
Από όταν έγινε αντιληπτή η στροφή της τουρκικής κυβέρνησης, στο διεθνή Τύπο κυριάρχησε η επίκληση σε εσωτερικά-πολιτικά κίνητρα, όπως η διεκδίκηση της κουρδικής ψήφου µετά την σοκαριστική ήττα του κυβερνητικού µπλοκ στις δηµοτικές εκλογές του Μάρτη του 2024, ή το φλερτ µε το φιλοκουρδικό DEM για να συγκεντρώσει ο Ερντογάν τις 400 ψήφους βουλευτών που χρειάζεται για να αλλάξει το σύνταγµα και να διεκδικήσει µια νέα προεδρική θητεία.
Ακόµα κι αν συνυπολογίστηκαν αυτοί οι παράγοντες, το βασικό κίνητρο του Ερντογάν µάλλον έχει το βλέµµα στραµµένο «προς τα έξω». Άλλωστε η ίδια η σύγκρουση του τουρκικού κράτους µε το κουρδικό κίνηµα είχε «εξαχθεί» στις γειτονικές χώρες. Στα βουνά του Ιράκ βρίσκεται η έδρα του PKK ενώ στη Συρία έχουν µεταφερθεί πλέον τα στρατεύµατά του, καθώς από χρόνια πολεµούν στο πλευρό του «αδελφικού» κόµµατος PYD που ελέγχει τη βορειοανατολική Συρία (Ροζάβα). Εκεί επιχειρούσε επί χρόνια εναντίον τους και ο τουρκικός στρατός και οι πληρεξούσιοί του (όπως ο συριακός SNA).
Η αποδυνάµωση του ιρανικού καθεστώτος, το γεωπολιτικό χάος στη Μέση Ανατολή και οι κίνδυνοι που συσσωρεύονται (βλ. "Η μάχη για το μέλλον της Γάζας") µπορούν να πυροδοτήσουν την «κουρδική βόµβα» και στα 4 κράτη που διαθέτουν καταπιεσµένη µειονότητα (Τουρκία, Ιράκ, Συρία, Ιράν). Δεν είναι τυχαία η συγκυρία που βγήκε η πρώτη έκκληση του Μπαχτσελί –λίγο πριν την επίθεση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαµ κατά του Άσαντ, το σχέδιο της οποίας γνώριζε η Άγκυρα, η οποία επίσης κατανοούσε ότι η αναζωπύρωση του πολέµου θα έδινε νέες ευκαιρίες στις κουρδικές πολιτοφυλακές της Συρίας να διευρύνουν τον έλεγχο εδαφών. Η θεαµατική και γρήγορη κατάρρευση του Άσαντ υποχρέωσε σε επιτάχυνση των σχετικών διεργασιών.
Αντιστροφή του 2015
Αξίζει να θυµηθούµε την τελευταία ειρηνευτική απόπειρα του 2013-15. Ήταν µια πολύ προωθηµένη διαδικασία, που είχε ανοίξει πολλές κρίσιµες πτυχές του κουρδικού ζητήµατος (δικαιώµατα, συνταγµατικές αλλαγές, απελευθέρωση κρατουµένων κλπ) πέρα από τον τερµατισµό των εχθροπραξιών, επιδιώκοντας µια συνολική πολιτική λύση. Το σχέδιο αυτό τορπιλίστηκε από τον ίδιο τον Ερντογάν το 2015.
Συνυπολογίστηκαν -και τότε- παράγοντες της εσωτερικής πολιτικής: το φιλοκουρδικό HDP πέτυχε το απροσδόκητο 13,1%, συσπειρώνοντας ευρύτερες δυνάµεις και στερώντας την αυτοδυναµία από τον Ερντογάν, ο οποίος διασφάλισε την επανεκλογή του συµµαχώντας µε τους εθνικιστές του MHP και καθοδηγώντας µια ποιοτική αλλαγή της φυσιογνωµίας του καθεστώτος του προς τον αυταρχισµό. Αλλά και τότε το βλέµµα ήταν στραµµένο προς τα έξω και συγκεκριµένα τη Συρία: Μετά το 2014-15, στα πλαίσια του πολέµου κατά του ISIS, το πρόπλασµα αυτόνοµου κουρδικού κράτους στη Ροζάβα είχε πλέον αποκτήσει την προνοµιακή στήριξη των ΗΠΑ, γεγονός που ενίσχυε τις πολιτικοστρατιωτικές του δυνατότητες και την αυτοπεποίθησή του.
Αν το 2015, οι εξελίξεις κοντά στα σύνορα της Τουρκίας «τορπίλισαν» µια ειρηνευτική διαδικασία στο εσωτερικό της, σήµερα ξεκινά µια ειρηνευτική διαδικασία µέσα στην Τουρκία µε στόχο να απενεργοποιήσει κινδύνους κοντά στα σύνορά της.
Συρία-Ισραήλ
Ο «ελέφαντας στο δωµάτιο» είναι το Ισραήλ. Μετά την κατάρρευση του Άσαντ, οι υπουργοί του Νετανιάχου απέκτησαν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις «µειονότητες στη Συρία». Είναι γνωστό ότι οι Σιωνιστές αντιµετωπίζουν µε καχυποψία τη «νέα Συρία» και φιλοδοξούν να την κρατήσουν αδύναµη και κατακερµατισµένη. Αν οι Δρούζοι διαδηλώνουν κατά της κατοχής και των απειλών του Νετανιάχου στη νέα κυβέρνηση της Δαµασκού (βλ. «Κι όµως γυρίζει», δίπλα σελίδα), µια πτέρυγα του κουρδικού κινήµατος µπορεί να αποδειχθεί πιο πρόθυµη να ακούσει τα Σιωνιστικά καλέσµατα. Στον Ισραηλινό Τύπο συζητιέται ανοιχτά η ανάγκη να πειστούν οι ΗΠΑ να παραµείνουν στη βόρεια Συρία, να ενισχύσουν τη σχέση µε τις κουρδικές δυνάµεις, να διατηρήσουν τις κυρώσεις κατά της νέας συριακής ηγεσίας κ.ο.κ.
Αυτά αναδεικνύουν τους κινδύνους. Η κατάρρευση του Άσαντ αναδεικνύει και µια ευκαιρία. Ο Αχµέντ αλ Σάρα θέλει να ενοποιήσει τη Συρία υπό τον έλεγχο του κεντρικού κράτους, αλλά και να αποφύγει έναν νέο πόλεµο, γι’ αυτό και έχει ανοίξει συνοµιλίες µε τα κουρδικά κόµµατα και τους συµµάχους τους στις SDF, δηλώνοντας ότι επιδιώκει «να συναντηθούν στη µέση» και αναγνωρίζοντας ότι «ο κουρδικός λαός δεν είχε καν τα δικαιώµατα του πολίτη στο παρελθόν… πολλές αδικίες διαπράχθηκαν εναντίον του, ειδικά στη διάρκεια του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ».
Η ενεργοποίηση του Οτσαλάν, πνευµατικού ηγέτη και πηγή θεωρητικής έµπνευσης για τους πρωτεργάτες της Ροζάβα, µπορεί να προορίζεται να επηρεάσει τη στάση και των Κούρδων της Συρίας στις διαπραγµατεύσεις µε την κυβέρνηση Αλ Σάρα, που αναπτύσσει στενούς δεσµούς µε την Τουρκία του Ερντογάν. Το κάλεσµα του ιστορικού ηγέτη έκανε λόγο για «όλες τις οργανώσεις» και ίσως αναφερόταν έµµεσα στα «αδελφικά» κόµµατα του PKK, όπως το συριακό. [Rp: Από όταν γράφτηκε αυτό το άρθρο, ανακοινώθηκε η συμφωνία της ηγεσίας των SDF με τον Μοχάμεντ Αλ Σάρα]
Στις προκαταρκτικές επαφές του Δεκέµβρη, η αντιπροσωπεία του DEM είχε µεταφέρει µια σύνοψη του «νέου υποδείγµατος» που εισηγείται ο Οτσαλάν. Το πιο ενδιαφέρον σηµείο στο σκεπτικό του ήταν αυτό: «Τα γεγονότα στη Γάζα και τη Συρία έδειξαν ότι η επίλυση αυτού του προβλήµατος, που µετατρέπεται σε γάγγραινα από τις ξένες παρεµβάσεις, δεν µπορεί να αναβληθεί άλλο»…
Προοπτικές
Την 1η Μάρτη, το PKK ανακοίνωσε κατάπαυση του πυρός «για να ανοίξει ο δρόµος προς την εφαρµογή της έκκλησης του Άπο για ειρήνη», δήλωσε την «πλήρη συµφωνία» του µε το περιεχόµενο της έκκλησης, ευχήθηκε να ελευθερωθεί (ή έστω να αποκτήσει µεγαλύτερες ελευθερίες κινήσεων) ο Οτσαλάν και πέταξε το µπαλάκι των εγγυήσεων µιας πραγµατικά δηµοκρατικής διαδικασίας στο τουρκικό κράτος. Τη στήριξή του έχει δηλώσει και το κόµµα DEM και ο φυλακισµένος ηγέτης του, Σελαχατίν Ντεµιρτάς.
Προς το παρόν, όλη η (δηµόσια) συζήτηση αφορά τον τερµατισµό του πολέµου και δεν έχει αγγίξει καµιά πολιτική πτυχή του κουρδικού ζητήµατος, για να µπορέσουµε να αποτιµήσουµε την πρωτοβουλία ή να εκτιµήσουµε τις προοπτικές της. O Σίρι Σουρέγια Οντέρ, βουλευτής και µέλος της αντιπροσωπείας του DEM στις συνοµιλίες ανέδειξε τις αντιφάσεις και τα προβλήµατα: «Η κοινή γνώµη συχνά συγχέει την έννοια της λύσης µε την έννοια της ειρήνης… Ειρήνη µπορείς να κάνεις µε µια απλή αγκαλιά. Η λύση από την άλλη, είναι µια µακροπρόθεσµη διαδικασία δηµοκρατικού αγώνα… Προς το παρόν, αυτό που προσπαθούµε να χτίσουµε είναι η ειρήνη».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά