Λίγη σημασία έχει πια η συζήτηση για την καταλληλότητα ή μη της χρονικής στιγμής που θα διεξαχθεί το Συνέδριό μας, για το «στρίμωγμα» των προσυνεδριακών διαδικασιών, για τις «τεχνικές» λεπτομέρειες και τα συναφή.
Όχι πως όλα τούτα είναι άνευ ουσίας, κάθε άλλο, ωστόσο οι αποφάσεις είναι δεδομένες και συνεπώς οφείλουμε συντεταγμένα να βαδίσουμε, να επιταχύνουμε μάλιστα, προς το «ιδρυτικό» συνέδριο του ενιαίου πολιτικού μας φορέα. Και να το πράξουμε όλοι με τρόπο που θα δώσει στον κόσμο μας έμπνευση, κουράγιο, φρεσκάδα, ορμητικότητα.
Αυτό μας φέρνει μπροστά στην ευθύνη να (συν)διαμορφώσουμε τις πολιτικές κυρίως προϋποθέσεις, που θα καταστήσουν το συνέδριο ουσιαστικό, ενωτικό, γόνιμο και προωθητικό. Και να αποστασιοποιηθούμε από σκιαμαχίες οργανωτικού και διοικητικού χαρακτήρα, από άχαρες και διχοτομικές προσεγγίσεις. Να ξεφύγουμε από λογικές και πρακτικές διαμόρφωσης συσχετισμών στη βάση της κατασκευής «εσωτερικών» απειλών. Να απεμπλακούμε το συντομότερο από τον πειρασμό της κατίσχυσης και του ξεκαθαρίσματος. Αντίθετα να επιδιώξουμε μια νέα προωθητική σύνθεση, στην οποία όλοι μας να μπορούμε ανοιχτόκαρδα και με επάρκεια να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Προϋπόθεση αναγκαία και ικανή για να προχωρήσουμε ακόμη πιο αποφασιστικά στην οικοδόμηση του «ιστορικού μπλοκ» της ανατροπής.
Αυτό, επίσης, επιβάλλει να τεθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ενώπιον των μελών μας οι εναλλακτικές απόψεις και αφηγήσεις. Και μάλιστα στο πεδίο του κεντρικού πολιτικού μας σχεδίου, στα όντως «επίδικα». Κάθε άλλο παρά θα πρέπει, με την επίκληση της συγκυρίας, να υποσταλεί η διαπάλη, να αυτολογοκριθούν τα ρεύματα σκέψης, να «αμβλυνθούν» οι εναλλακτικότητες και οι αποχρώσεις. Το συνέδριο που έχουμε μπροστά μας οφείλει να δώσει επανιδρυτικά χαρακτηριστικά στην απαράγραπτη ταυτότητά μας: αυτή της πληθυντικής αριστεράς. Να ζωντανέψει – κι όχι να γκριζάρει – τις πινελιές της πολυχρωμίας μας. Και να το πράξει με τρόπο εμφατικό, τέτοιο που να καθιστά το χαρακτήρα του πολιτικού μας φορέα ασυμβίβαστο και ασύμβατο με κόμματα «άλλου» τύπου. Για τον πολύ απλό λόγο ότι το δικό μας πολιτικό σχέδιο (οφείλει να) είναι δομικά διαφορετικό.
Από την άποψη αυτή, η συζήτηση, το χρονικό σημείο και ο τρόπος που αυτή άνοιξε, για τις συνιστώσες και τις τάσεις δεν αποτελεί την καλύτερη συμβολή στη διεξαγωγή ενός τέτοιου συνεδρίου. Γιατί εξ αντικειμένου υπονομεύει την ουσιαστική ιδεολογικοπολιτική συζήτηση, που είναι όσο ποτέ αναγκαία, ενόψει της επείγουσας απαίτησης να αναδυθούν (και όχι να συσκοτιστούν) τα κρίσιμα σημεία και πτυχές της πολιτικής μας στόχευσης και να επιδιωχθούν – όπου είναι εφικτό – προωθητικές συνθέσεις. Γιατί αυτή η «μετάθεση» - από τα υπαρκτά και διαρκώς επικαιροποιούμενα επίδικα, σε άλλα πεδία – ανακυκλώνει και τροφοδοτεί την πιο άχαρη εσωστρέφεια. Γιατί η απάντηση σε υπαρκτά, επίσης, πολιτικά ζητήματα – και μάλιστα τέτοια που φέρουν φορτία ιστορικότητας - δεν μπορεί να είναι διοικητικού ή διατακτικού χαρακτήρα. Γιατί, τέλος, ασχέτως προθέσεων, εισπράττεται από το σύνολο των – εκατέρωθεν - αποδεκτών ως μια υποχώρηση και μάλιστα ταυτοτική, προς χάριν της πρόσκτησης χαρακτηριστικών – αμφίβολης τουλάχιστον - «κυβερνησιμότητας».
Συνέδριο μάχης ή ανακωχής;
Όλοι ομνύουμε στο όνομα της διεξαγωγής ενός συνεδρίου ανοικτού στην κοινωνία και με διαδικασίες εξωστρέφειας. Δεν είναι σίγουρο βεβαίως τι εννοεί ο καθένας. Όταν για παράδειγμα αυτό δεν αποτελεί απλώς μια ακατάσχετη φλυαρία, μπορεί και να υπονοεί τον «εισοδισμό» στις προσυνεδριακές μας διαδικασίες ακόμη και συντηρητικών αντανακλαστικών, που αναμφίβολα υπάρχουν στο ευρύτερο ακροατήριό μας – και καλλιεργούνται, για να μην ξεχνιόμαστε, αφειδώς αλλά και με μιαν ορισμένη, ρητή ή και υπόρρητη στοχοθεσία από τους συστημικούς ου μην και «φίλιους» προπαγανδιστικούς μηχανισμούς.
Εξωστρέφεια συνιστά στην παρούσα συγκυρία η πιο άμεση και ενεργητική εμπλοκή μας με τα μέτωπα της ιδιωτικοποίησης της ενέργειας και του νερού, των λιμανιών και των παραλιακών μετώπων. Με τα μέτωπα της υγείας και της παιδείας. Με όλα τα ανοιχτά μέτωπα των επιστρατευμένων κλάδων. Αυτά είναι που πρέπει να αποτελέσουν στην πορεία μας, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το συνέδριο, ανοιχτές προκλήσεις για μάχες, που – αυτή τη φορά – θα πρέπει να δοθούν πάσει δυνάμει. Και να μετατρέψουν το φετινό καλοκαίρι σε θερμό πονοκέφαλο για την τρικομματική συγκυβέρνηση, εκεί που αυτή σχεδιάζει έναν υγιεινό περίπατο μέχρι τους κρίσιμους μήνες του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη. Και ταυτόχρονα να διαμορφώσουν το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο το συνέδριό μας θα διεξαχθεί σε συνθήκες μάχης και όχι θερινής ραστώνης και ανακωχής, με όρους κινηματικής γείωσης, ουσιαστικής και γονιμοποιητικής εξωστρέφειας.
Να δουλέψουμε, λοιπόν, για ένα συνέδριο - ενδιάμεσο σταθμό μιας τρίμηνης πολιτικής μάχης. Οι προσυνεδριακές μας διαδικασίες να «διαδράσουν» με παράλληλες προσπάθειες συντονισμού σε κινηματικό επίπεδο – πρωτοβάθμια σωματεία, υγειονομικό μέτωπο, καθηγητές, Ο.Τ.Α., Μετρό και συγκοινωνίες – αλλά και με μαχητικά γεγονότα και απεργιακές αψιμαχίες, που να προετοιμάζουν από τώρα έναν απεργιακό Σεπτέμβρη, έναν Σεπτέμβρη που να σημάνει την πολιτική και κινηματική αντεπίθεση. Αμέσως μετά το συνέδριο, θα έχουμε ενάμισι περίπου μήνα, στη διάρκεια του οποίου θα μπορούσε να σχεδιαστεί και ξεδιπλωθεί η εμπλοκή των οργανώσεών μας σε μια πολιτική εξόρμηση, με στοιχεία και ιδεολογικής, πολιτιστικής, οραματικής εντέλει επένδυσης, μέσα σε μια περίοδο που ο κόσμος βλέπει λιγότερη τηλεόραση και περισσότερα όνειρα.
Συνέδριο ριζοσπαστικής επανίδρυσης ή αναδίπλωσης;
Η απάντηση μοιάζει μονοσήμαντη. Απαιτεί όμως σαφήνεια και προσδιορισμό. Απαιτεί προπαντός προωθημένες απαντήσεις, σε όλους εκείνους του κρίσιμους κόμβους που δείχνουν να έχουν «στομώσει» την κατεύθυνση και τον «οδικό χάρτη» της ανατροπής.
Απαιτεί τη δική μας αριστερή, ριζοσπαστική αφήγηση για το μεταμνημονιακό τοπίο. Που δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με το σκηνικό που ήδη «φιλοτεχνούν» οι δυνάμεις του αστικού μπλοκ: οι θυσίες πιάνουν τόπο, το κούρεμα πλησιάζει, η χώρα βγαίνει το 2014 στις αγορές, η ανάπτυξη δρομολογείται πάνω στις ράγες της κοινωνικής αντιμεταρρύθμισης (βλ. πακιστανοποίηση και όχι βεβαίως κινεζοποίηση).
Η δική μας αφήγηση (οφείλει να) αφορά την ανατροπή και όχι την αποδοχή του μοντέλου συμμετοχής της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Που γίνεται ακόμη πιο σαρωτικά ολοκληρωτική μέσα από τη σχεδιαζόμενη εμβάθυνση της ενοποίησης. Αφορά την ανάκτηση της λαϊκής (και φυσικά της οικονομικής) κυριαρχίας. Αφορά την παραγωγική ανασυγκρότηση με ταξική μονομέρεια: στο επίκεντρο και στο τιμόνι το κοινωνικό μπλοκ των θυμάτων των μνημονίων. Αφορά την πιο διεθνιστική συνεργασία με τους λαούς του ευρωπαϊκού και ευρύτερα του μεσογειακού νότου, μέσα όμως από ανατρεπτικά αντιπαραδείγματα και εξεγερτικά σκιρτήματα και όχι με ευρω-θεσμικούς καταναγκασμούς.
Τα «επίδικα» λοιπόν τίθενται με αυτό τον τρόπο κι όχι με το άγονο δίπολο «ευρώ-δραχμή». Και το δίχως άλλο έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε η αναπόφευκτη σύγκρουση με την ευρωζώνη να μπορεί πια να μην είναι και για μας ταμπού, να μπορούμε πλέον ανοιχτά και με αυτοπεποίθηση να απευθυνθούμε στο λαϊκό παράγοντα και μαζί του να «χαρτογραφήσουμε το ρίσκο» της αριστερής μας πρότασης. Κι αυτό προϋποθέτει να ιχνηλατήσουμε – κι όχι να ξορκίζουμε - τα «ενδεχόμενα». Προϋποθέτει οι απαντήσεις να καταστούν αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου μας και, φυσικά, τμήμα της λαϊκής εντολής που θα διεκδικήσουμε.
Μ’ αυτές τις σκέψεις, που αποτελούν μια πρώτη απόπειρα συμβολής στις προσυνεδριακές μας διαδικασίες και που απέχουν αρκετά από το να διεκδικούν το χαρακτήρα ολοκληρωμένης αφήγησης, μιας και σημαντικά ζητήματα, όπως η εμβάθυνση στο προγραμματικό πεδίο αλλά και στο καταστατικό, στο τι κόμμα θέλουμε, ζητήματα που – αν επιτρέψουν οι πιεστικές υποχρεώσεις της περιόδου – φιλοδοξώ να προσεγγίσω σε επόμενα σημειώματα, καλωσορίζω το άνοιγμα του προσυνεδριακού μας διαλόγου, με την ελπίδα αλλά και την πεποίθηση ότι μπορεί και πρέπει να σφραγιστεί από την ολόπλευρη και ουσιαστική συμμετοχή του μαχόμενου κόσμου της αριστεράς και ν’ αποτελέσει σταθμό σε μια ακόμη πιο συναρπαστική διαδρομή της κοινής μας πορείας και περιπέτειας.
*Ο Βαγγέλης Αντωνίου είναι μέλος της Κ.Ε. του Σύριζα