Αγαπητοί σύντροφοι Από τις 13 Ιουλίου προσπαθώ συνειδητά να καταπνίξω την κατάληξη, να μην ενδώσω στην κατάθλιψη, να βρω λέξεις σε πείσμα της αποσβόλωσης, να δώσω έλλογη έκφραση στην αγανάκτηση.
Ακόμα και στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, την οποία είχα το θλιβερό προνόμιο να παρακολουθήσω από την θέση του Προεδρείου, παρά την ολοφάνερη ανατροπή κάθε καταστατικής αρχής του ΣΥΡΙΖΑ και κάθε πολιτικής και στρατηγικής του θέσης, παρά την εξώφθαλμη παραχάραξη κάθε δημοκρατικής συλλογικά εκπεφρασμένης και κοινά σιωπηρά συμπεφωνημένης διαδικασίας, παρά την δεδομένη μου άποψη πως ήταν ακόμα δυνατή μία στάση κριτικής υποστήριξης της κυβέρνησης και πως μόνον το Διαρκές Συνέδριο μπορούσε να δώσει επειγόντως μία αποδεκτή απάντηση στο επείγον της κατάστασης, επέλεξα να μην ακολουθήσω προτάσεις παραίτησης, θεωρώντας πως υπάρχουν περιθώρια ανατροπής αυτού που ολοφάνερα ήταν πια μια σκόπιμα προδιαγεγραμμένη πορεία.
[Ειδικά για την παρουσία μου στο Προεδρείο θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από τους συντρόφους της βάσης του κόμματος, για τις ολιγωρίες στις οποίες συμμετείχα και στις οποίες ακούσα συναίνεσα, θεωρώντας πως εντονώτερες αντιδράσεις από αυτές που εξέφρασα θα είχαν απλώς έναν «θεαματικό» χαρακτήρα, αλλά κανένα απτό αποτέλεσμα. Ζητώ επομένως συγγνώμη γιατί θα έπρεπε να είχα αντιδράσει πολύ εντονώτερα όταν η ηγεσία του κόμματος επέβαλε την μη καταμέτρηση στην βασική ψηφοφορία (κατά πάγια τακτική άλλωστε η ηγεσία επιμένει στην εξαγωγή των αποτελεσμάτων «με το μάτι», με την άκρως δημοκρατική και ουδαμώς τυπολατρική και ασφαλώς εμπρεσσιονιστική μέθοδο του «πώς μου φαίνεται»). Επίσης ζητώ και δημοσίως συγγνώμη γιατί η πρόταση ψηφίσματος κατά της παραμονής του κυρίου Πανούση στην κυβέρνηση δεν ετέθη στο σώμα πριν από την βασική ψηφοφορία (με αποτέλεσμα –σκόπιμο;- το σώμα να διαλυθεί –αυτοβούλως;- πριν προλάβουμε να θέσουμε το ψήφισμα προς συζήτηση και επικύρωση· αλλά, να συμπληρώσω, για την ορθή ενημέρωση των μελών του κόμματος, πως, ενώ το ψήφισμα τις επόμενες ημέρες κυκλοφόρησε στην διαδικτυακή λίστα της ΚΕ, και ενώ υπεγράφη από πολλούς συντρόφους και πολλές συντρόφισσες, δεν φαίνεται να συζητήθηκε στην επόμενη ΠΓ, πολλώ δε μάλλω να εγκρίθηκε και, εν ενί λόγω, το έφαγε η μαρμάγκα).]
Εν πάση περιπτώσει, και παρά τις εσωτερικές αντιφατικές μου διαθέσεις, είχα αποφασίσει να περιμένω μέχρι την σύγκληση του Έκτακτου Συνεδρίου. Γιατί τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον έφτιαξαν κάποιοι μόνον αλλά όλοι, και γιατί δεν επιτρέπω, στον βαθμό που με αφορά και που το δύναμαι, να προαποφασίζει οποιοσδήποτε, όσο «ψηλά» κι αν βρίσκεται στην κλίμακα της κομματικής ή της κυβερνητικής ιεραρχίας, όσο «ψηλά» κι αν βρίσκεται στην κλίμακα των δημοσκοπικών (και, φευ, πόσον πρόσκαιρων) προτιμήσεων και γούστων, για το κοινό μέλλον των εθελούσιων συμμέτοχων αυτής της κοινής μας ιστορίας.
Aλλά, για μιά φορά ακόμα (και οι φορές αυτές επαναλαμβάνονται στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ με ρυθμό εθίμου), η ηγετική ομάδα μας πρόλαβε, προκαταλαμβάνοντας το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του την απόφαση για Έκτακτο Συνέδριο, την απόφαση που ο ίδιος είχε εκβιαστικά υπαγορεύσει στην Κεντρική Επιτροπή και η οποία, παρά τα προβλήματα που δεν έλυνε, έδινε το αχνό ενδεχόμενο για μία συλλογική εκτίμηση της κατάστασης, ο σύντροφος απελθών πρωθυπουργός ανακοίνωσε (ως κεραυνός μέσα σε σύννεφα από εκ του Μαξίμου εκπορευόμενες διαρροές) την απόφαση της προσωπικής του ομαδούλας για πρόωρες εκλογές. Το είδος της δημοκρατίας που εφαρμόστηκε από την ηγετική ομάδα επί τρία χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ ο σύντροφος απελθών πρωθυπουργός και οι παρά τω πρωθυπουργώ σύντροφοι απελθόντες υπουργοί το εφάρμοσαν και στην ίδια την κοινωνία: αρχικά αντιστέφοντας και διαστρέφοντας πραξικοπηματικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, εν συνεχεία ανακηρύσσοντας σε ζώντες συνοδοιπόρους τα τυμπανιαία πτώματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και τον ζωντανό νεκρό του ΠΟΤΑΜΙΟΥ, κατόπιν διαφημίζοντας την ολονύχτια κούραση του πρωθυπουργού ως αντίβαρο στην εξουθενωτική για την κοινωνία συμφωνία που υπέγραψε με την τσίμπλα στο μάτι, μετά ποδοπατώντας τους λειτουργικούς κανόνες της Βουλής και σέρνοντας στην λάσπη της συκοφαντίας την συντρόφισσα Κωνσταντοπούλου που επιχείρησε να τους υπερασπιστεί και τέλος προκηρύσσοντας ως μόνον μέσον απαλλαγής από τους «αντιρρησίες» την διενέργεια εκλογών με λίστα, ώστε να υπαχθεί πλήρως η ιδιότης του βουλευτή στην προαίρεση του μικρού «μεγάλου τιμονιέρη». Αντάξια αυτης της θλιβερής πορείας προς την απόλυτη καταβαράθρωση κάθε έννοιας δημοκρατίας, θεσμών και αριστερής πολιτικής πρακτικής, η τελική κατάληξη του δράματος εντός ΣΥΡΙΖΑ με την σύγκληση μίας εκτός καταστατικού, εκτός εσωτερικών θεσμών, εκτός πολιτικής εντιμότητας «Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης» με μετέχοντες όσους βουλευτές, όσα μέλη Νομαρχιακών και όσα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής απομένουν (και για απομεινάρια πρόκειται, ανεξαρτήτως του απολύτου ή σχετικού αριθμού τους). Μίας Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης που μάλλον για καταμέτρηση των προθύμων να συμμετάσχουν σε μία συμμαχία προθύμων πρόκειται, παρά για πραγματικό όργανο με ιδιότητες συνδια-σκεψης και αρμοδιότητας συναπόφασης.
Επομένως, για μένα προσωπικά κάθε δυνατότητα αναμονής, υπομονής και ανοχής λήγει στο σημείο αυτό δια της λήξεως την οποία κήρυξε με τόση αναίδεια ο σύντροφος απελθών Πρωθυπουργός.
Η ήττα την οποία υπέστησαν τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τις ώρες που ακολούθησαν το έκπαγλο και αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ή καλύτερα η χιονοστιβάδα από διαδοχικές ήττες, τόσο στο μέτωπο της εσωτερικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο μέτωπο της αντιμνημονιακής πάλης, ήταν για όλους μας (για όλους εμάς που δεν συνδράμαμε συνειδητά τουλάχιστον σ’ αυτές τις ήττες, για όλους εμάς που είτε είχαν το κουράγιο να τους αντισταθούν δημόσια μέσα στην Βουλή των Ελλήνων είτε τις αντιπάλεψαν ιδιωτικά εξαντλώντας όλα τα αποθέματα της ελπίδας τους)συντριπτική και καταθλιπτική. Όφείλουμε, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, να δώσουμε στους εαυτούς μας περιθώρια αναστοχασμού, πλαίσια αυτοκριτικής και λογοδοσίας, χώρο για σκέψη και λόγο. Αλλά οφείλουμε, εξίσου επιτακτικά, και έναν δυναμικό απολογισμό προς την κοινωνία. Οφείλουμε, παρά την κούραση, την απογοήτευση, την απελπισία και την αηδία, να σταθούμε δίπλα στην κοινωνία, μέσα στην κοινωνία, στο πλάι της κοινωνίας που αρχίζει κιόλας να νιώθει και να υφίσταται τις συνέπειες των εντελώς αστόχαστων ολιγωριών της κυβέρνησης - αυτής της κυβέρνησης την οποία, έστω με κριτική, έστω με ανοχή, πολύ δε περισσότερο κάποιοι με συμμετοχή, περιθάλψαμε στους κόλπους μας τουλάχιστον ως τις 13 Ιουλίου. Η παραίτηση μου από την Κεντρική Επιτροπή του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαία προϋπόθεση αυτού του χρέους. Ελπίζω ειλικρινά τα πρόσωπα που θα κληθούν από την ηγετική ομάδα να συμπληρώσουν τις λίστες των διάτρητων πλέον εκλογικών ψηφοδελτίων να μην επιβεβαιώσουν τις λυπηρές εικασίες για την πραγματική προοπτική και την άθλια κατάληξη του πάλαι ποτέ κοινού αριστερού και ριζοσπαστικού εγχειρήματός μας.
[Μικρό ενδιάμεσο υστερόγραφο: οι ευφυείς που ανέσυραν από την πολυετή πολιτική σιωπή της την παλιά μου δασκάλα Ασπασία Παπαθανασίου και της υπέβαλαν ως ενδιαφέρουσα την ιδέα να απευθύνει ανοιχτή επιστολή προς τον Μανόλη Γλέζο ας φροντίσουν τώρα να προστατεύσουν την τραγική της δόξα από τις ενδεχόμενες απαντήσεις. Γιατί αν η Ασπασία θυμήθηκε αίφνης το «λάθος» του Γλέζου να συνεργαστεί με τον Α. Παπανδρέου και αποφάσισε να τον συνετίσει και, σχεδόν διαπομπεύοντας τον, να τον εμποδίσει από του να το επαναλάβει εγκαταλείποντας τον «ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα», υπάρχουν και κάποιοι εξίσου άγρυπνοι φρουροι της πενθούσας μνήμης της Ηλέκτρας, που μπορεί στα καλά καθούμενα να θυμηθούν την λυσσώδη σύμπραξή της Παπαθανασίου με τον Μητσοτάκη και την Μπακογιάννη εκείνα τα χρόνια της εμμανούς αντιπαπανδρεϊκής υστερίας. Και, εν πάση περιπτώσει, το ποιανού τα στερνά τιμούν τα πρώτα του (αφού με τέτοιες απειλές λαϊκής σοφίας κλείνει την επιστολή της η Παπαθανασίου), ας το αφήσουμε για τους επικήδειους ή για το σοφόκλειο «τα δ’ άλλα εν Άιδου τοις κάτω μυθήσομαι». Το ρίσκο του παρόντος παραμένει τιμή για τους ζωντανούς.]
Στην τοποθέτησή μου στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή είχα καταλείξει λέγοντας ότι οι έμμεσες (ως τότε) απειλές της ηγετικής πλειοψηφίας (ως τότε) δεν είχαν κανένα νόημα: ο καθένας μας κουβαλάει την ιστορία του, που πολλές φορές έρχεται από πολύ μακρυά, πολύ μακρύτερα από το πρόσκαιρο παρελθόν του. Και είχα κλείσει με τους στίχους μιάς πολύ ηττημένης ποίησης, τους οποίους προφανώς πολλοί από την σημερινή αριστερά δυστυχώς αγνοούν. Για λόγους ακρίβειας των νοημάτων και ως αποχαιρετιστήριο δώρο σε όσους σήμερα (και το σαββατοκύριακο που ακολουθεί) προτιμούν «να σκεπάζουν τις φωνές με ποιήματα δοξαστικά στο Στάλιν», τους παραθέτω εδώ:
[...] Τώρα λοιπόν είναι που περσότερο θα επμένω, θα ουρλιάζω,
έστω κι αν μένω μόνος, μι’ ανίσχυρη μειοψηφία,
έστω κι αποδιωγμένος, στιγματισμένος, ύποπτος,
γιατί η στάση μου δεν εξαρτήθηκε ποτέ
από κομματικό μισθό ή πόστο
και στο χαράκωμα της επανάστασης
δε με διόρισε ποτέ κανείς
κι ούτε μπορεί να μ’ απολύσει.
Θά ’τανε βολικό να σώπαινα. Μα δεν μπορώ.
Αρχίζω πάλι ως να κολλήσει η γλώσσα στο λαρύγγι:
Το δρόμο, πρέπει να βρούμε το δρόμο
κάθε στιγμή να ξαναβρίσκουμε το δρόμο
η σκέψη απλώνεται σ’ όλο το κορμί
κάθε στιγμή αργοπορίας είναι θάνατος
η ιστορία μας κινδυνεύει να σαπίσει
η χώρα μας, ο λαός μας κινδυνεύει να σαπίσει.
Κ’ εμείς, μ’ όλες μας τις αδυναμίες,
η μόνη ελπίδα σωτηρίας.