Όταν προσπαθεί κανείς να προσδιορίσει την φυσιογνωμία και την πολιτική ενός κόμματος, δεν μπορεί παρά να ανατρέχει σε τρία βασικά κριτήρια :
Α) Με ποιες τάξεις και κοινωνικά στρώματα συνδέεται οργανικά και εκφράζει κατά κύριο λόγο.
Β) Ποιες κοινωνικές δυνάμεις το απαρτίζουν από την άποψη της σύνθεσής του και των κοινοβουλευτικών του εκπροσωπήσεων.
Γ) Στην υπηρεσία ποιων τάξεων εντάσσεται η πολιτική που ασκεί, είτε στο πεδίο της διακυβέρνησης, είτε της αντιπολίτευσης.
Από την άποψη αυτή η συντηρητική παράταξη της ΝΔ και η αριστερή παράταξη του ΚΚΕ, εμφανίζουν σχετικά σαφώς προσδιορισμένα χαρακτηριστικά. Η ΝΔ εκφράζει κατ’ εξοχήν και έχει οργανικές σχέσεις με την ελληνική αστική τάξη στις διάφορες διαβαθμίσεις της, καθώς και τα συμμαχικά μ’ αυτήν μεσαία καιανώτερα μικροαστικά στρώματα. Η πολιτική της σύνθεση απαρτίζεται από πολιτικούς εκπροσώπους αυτών των δύο κοινωνικών κατηγοριών, ενώ η πολιτική που ασκεί αποσκοπεί καθοριστικά και αδιαπραγμάτευτα στην υπηρέτηση των ταξικών συμφερόντων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, χωρίς ως επί το πλείστον την διαμεσολάβηση ιδιαίτερων κοινωνικών συμβολαίων.
Το ΚΚΕ από την άλλη πλευρά συγκροτείται κατ’ εξοχήν από εργατικά λαϊκά στρώματα, καθώς και κατώτερες μερίδες των μικροαστικών τάξεων. Η πολιτική που ασκεί αποσκοπεί αποκλειστικά στην ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από τα όποια χαρακτηριστικά της αποδίδει και με τον τρόπο που την αντιμετωπίζει. Η εκπροσώπησή του ορίζεται πρωταρχικά στο επίπεδο των «από κάτω», κυρίως της μισθωτής εργασίας και της νεολαίας, σε συμμαχία με κατώτερα αυτοαπασχολούμενα μικροαστικά στρώματα. Γι’ αυτό και οι εκπροσωπήσεις αυτών των δύο σχηματισμών, ανεξαρτήτως των επιμέρους μεγεθών τους, εμφανίζουν μια σταθερότητα, που μπορεί να μεταβάλλεται, αλλά μέσα σε περιορισμένα όρια.
ΕΝΑ ΚΟΜΜΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ
Αν με βάση αυτά τα κριτήρια θελήσει κανείς να αποτιμήσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον στην τελευταία τετραετία (2012 – 16):
1) Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, διαπιστώνει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει οργανική σχέση ούτε με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, ούτε με τις δυνάμεις της αστικής τάξης. Η μοναδική πραγματική κοινωνική του αναφορά είναι τα νέα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής εργασίας (μισθωτά και ελευθεροεπαγγελματικά), πράγμα που αποτελούσε δομικό χαρακτηριστικό του ΣΥΝ και στην δεκαετία του 1990. Πρόκειται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο για σχέσεις ανάμεσα σε μερίδες των μικροαστικών τάξεων της πνευματικής εργασίας, που είναι σαφώς μειοψηφικές στην κοινωνική διάρθρωση, με την εργατική τάξη από τη μία πλευρά και την αστική τάξη από την άλλη πλευρά. Ιδιαίτερα μάλιστα σ’ ό,τι αφορά τηνμισθωτή εργασία του ιδιωτικού τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας, οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το λιγότερο περιθωριακές και αναιμικές, πράγμα που χαρακτήριζε και όλα τα ρεύματα που τον συναποτελούσαν.
2) Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η ίδια η οργανωτική δόμηση του ΣΥΡΙΖΑ περιελάμβανε σχεδόν αποκλειστικά δυνάμεις της μικροαστικής διανοητικής εργασίας, είτε του δημόσιου τομέα, είτε της ελεύθερης επαγγελματικής δραστηριότητας. Οι μαζικές οργανωτικές ομοιοεπαγγελματικές συντεχνιακές πολιτικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, δικηγόροι, οικονομολόγοι κλπ. Τα στρώματα αυτά δεν μπορούσαν να έχουν αυτοτελή πολιτική κατεύθυνση, όπως σε κάθε περίπτωση μικροαστικών πολιτικών σχηματισμών, και αιωρούνταν μεταξύ μικροαστικού ριζοσπαστισμού και αστικού εκσυγχρονισμού, εκλογικής εκπροσώπησης λαϊκών τάξεων αλλά και πολιτικής εξυπηρέτησης της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Από την άλλη πλευρά, λαϊκές ριζοσπαστικές δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ είχαν σαφώς μειοψηφικά χαρακτηριστικά, χωρίς να μπορούν να επηρεάζουν τις εξελίξεις.
3) Σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το πολιτικό σχέδιο του οποίου ήταν φορέας η πολιτική του ηγεσία, οι μικροαστικές πολιτικές του οργανώσεις, η κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση (αυτό που μπορεί να ονομαστεί προεδρικό δίκτυο – σύμπλεγμα και εντελώς εσφαλμένα αποδίδεται ως κινήσεις, μεταστροφές, μεταλλαγές Α. Τσίπρα), κινούνταν σε μια διπλή εκ των πραγμάτων κατεύθυνση: Αφενός να στηρίξουν την αστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να συνδράμουν στην υπέρβαση της κρίσης υπερσυσσώρευσης προς όφελος του κεφαλαίου (πρωτογενής διάσταση). – Αφετέρου να διασφαλίσουν μέσα από αυτήν την ικανοποίηση στοιχειωδών λαϊκών απαιτήσεων, που δεν ήταν βέβαια η ανατροπή των μνημονίων (το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ουδεμία σχέση είχε με μια αντιμνημονιακή ανατροπή), αλλά η παραχώρηση ορισμένων μέτρων άμβλυνσης της κοινωνικής καταστροφής και διαμόρφωσης του κλασικού νεοφιλελεύθερου δικτύου προστασίας των πλέον «αδυνάμων» (δευτερογενής διάσταση).
4) Κατά τέταρτο, το ζήτημα και το καθοριστικό είναι ότι αυτός ο σχηματισμός, παρά την κυρίαρχη μικροαστική του υπόσταση (και τη στιγμή που οι αριστερές δυνάμεις στο εσωτερικό του παρέμεναν σαφώς μειοψηφικές, αλλά και χωρίς σπουδαίες λαϊκές οργανικές σχέσεις), βρέθηκε ιστορικά στη συγκυρία της κατάρρευσης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ανεπάρκειας του ΚΚΕ να αξιοποιήσει ένα μέρος τουλάχιστον από την μαζική μεταστροφή των εργαζομένων προς τα «αριστερά». Αυτό τον έφερε στη «ράχη του κύματος» των πραγμάτων και τον κατέστησε σχετικά πλειοψηφική πολιτική δύναμη, αλλά με εύθραυστα κοινωνικά χαρακτηριστικά : Ο εργαζόμενος κόσμος επέλεξε την κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ (Ιούνιος 2012, Ιανουάριος και Σεπτέμβριος 2015), χωρίς όμως να έχει καμιά οργανική σχέση μαζί του, παρά με όρους εκλογικούς, άρα και εύκολα μεταστρέψιμους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρόλο που το «όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 κατέκτησε το 62%, εντούτοις με την επικράτηση του «ναι» στη Σύνοδο Κορυφής της 13 Ιουλίου 2015 και την στη συνέχεια ψήφιση του τρίτου μνημονίου, δυστυχώς δεν προσέλαβε ουδόλως κινηματικά χαρακτηριστικά αντιπαλότητας σ’ αυτή την μεταστροφή.
Αυτό ήταν ιστορικά πάντοτε το «σοσιαλδημοκρατικό όνειρο», με διαφορετικές κατά περίπτωση δόσεις «κοινωνικής δικαιοσύνης» και μέτρων για την κεφαλαιοκρατική αναδιάρθρωση (π.χ. η αντίστοιχη περίοδος 1986 – 1996). Στην προκειμένη περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο της κυβερνητικής διαχείρισης, (όπως και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ από την δεύτερη κυβερνητική του θητεία και μετά), η καπιταλιστική κρίση σε παραλληλία με τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών οργάνων για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, απαίτησαν την συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής (επιβολή της πρώτης προτεραιότητας) και τον παραγκωνισμό και των στοιχειωδέστερων υπολειμμάτων μιας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής (περιθωριοποίηση της δεύτερης προτεραιότητας). Ωστόσο επειδή οι εκλογικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ τοποθετούνται στον κόσμο των «από κάτω» είναι φανερό ότι: Είτε η συγκράτησή του σε μια «ήπια» εκδοχή της μνημονιακής πολιτικής θα τον καταστήσει ανεπιθύμητο στις αστικές δυνάμεις, οι οποίες απαιτούν συνέχιση της εφαρμογής των μνημονίων, γεγονός που θα οδηγήσει στην πτώση του, αλλά με τηνδιατήρηση ενός αξιόλογου ποσοστού της εκλογικής του επιρροής. – Είτε, θα μετατοπιστεί μετωπικά στο πεδίο του ακραίου και σαρωτικού νεοφιλελευθερισμού, οπότε θα ακολουθήσει την κατακόρυφη πτωτική πορεία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ.
ΟΙ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Είναι περισσότερο από φανερό ότι δεν μπορεί να ισχύσει η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ – ριζοσπαστικού κόμματος της Αριστεράς, το οποίο στην προσπάθειά του να εφαρμόσει το κυβερνητικό του πρόγραμμα «σκόνταψε» στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης και έκανε «κωλοτούμπα», υιοθετώντας το τρίτο μνημόνιο. Απεναντίας η ίδια η μικροαστική κυριαρχία στους κόλπους του το είχε οδηγήσει ήδη στην τροχιά της στήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία και απαιτούσε τον εξοβελισμό των όποιων λαϊκών προσδοκιών. Η μικροαστική τεχνοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε συνεπής στον εαυτό της, υπηρετώντας την κυρίαρχη αστική πολιτική, γιατί η ίδια είναι μια προνομιούχα και υπέρτερη κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα στον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας. Τα ίδια της τα συμφέροντα απορρέουν από τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, οι ίδιες της οι επιδιώξεις αποσκοπούν στον σημερινό αστικό εκσυγχρονισμό, και δεν μπορούσε, ως εκ της φύσεώς της, μέσα σε μια συγκυρία οξυμένης κρίσης να απαρνηθεί τον εαυτό της, και να συνταχθεί με τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα. Το ίδιο όπως και το ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν εκδηλώθηκε η πρώτη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (1980 – 85), έκανε στην άκρη τις εργατικές απαιτήσεις και έθεσε σε κίνηση τις διαδικασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η αναπαραγωγή αντιλήψεων, πολιτικών κατηγοριών, επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ πριν την μετάλλαξή του, από εγχειρήματα που επιδιώκουμε την υπέρβαση της ιστορικής του χρεοκοπίας είναι αδόκιμη, γιατί είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που, μεταξύ των άλλων, οδήγησαν στην ήττα. Η «αναπτυξιολογία» είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό : Ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και παραπομπή της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων στις ελληνικές καλένδες. Η πολυδιαφημισμένη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που είναι ουσιαστικά ενίσχυση της μαζικής βάσης της πυραμίδας του ελληνικού καπιταλισμού, είναι εξίσου ένα άλλο χαρακτηριστικό. Ο «κυβερνητισμός» επίσης δεν χαρακτήρισε μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μπορεί να αναπαράγεται και σήμερα, όπου αντί να ξεδιπλώνεται μια τακτική ανάπτυξης του λαϊκού εργατικού κινήματος στη συγκυρία για την ανατροπή των μνημονίων κλπ., την κύρια θέση παίρνουν τα «σχέδια» πολιτικής … όταν υπάρξει εναλλακτική κυβέρνηση. Η συνέχιση της στήριξης ως επί το πλείστον σε νέα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής εργασίας, ενώ η παρουσία στοιχείων της εργατικής τάξης της εκτελεστικής εργασίας της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής τόσο στον ιστορικό ΣΥΡΙΖΑ, όσο και σε άλλες σύγχρονες περιπτώσεις, είναι περιθωριακή.
Ο σημερινός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κοινωνικά πλέον εξαιρετικά μειοψηφικό πολιτικό κόμμα (άλλο αν προς ώρας διατηρεί μια ορισμένη, σίγουρα μειωμένη, εκλογική επιρροή), γιατί ούτε με την μισθωτή εργασία, τους ανέργους, τη νεολαία έχει την οποιαδήποτε οργανική σχέση, ούτε με τις διάφορες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης. Πρόκειται στην ουσία για έναν πολιτικό σχηματισμό που συντίθεται (κυβερνητικά, κοινοβουλευτικά και κομματικά) από τμήματα των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, τα οποία επιχειρούν να αναπαραχθούν με τον συνδυασμό της στήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης με μέτρα άμβλυνσης της λαϊκής εξαθλίωσης. Η κυβερνητική επιβίωση του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην ικανότητά του να εξασφαλίσει τους όρους της κερδοφόρας ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου (φοροαπαλλαγές, κατώτατοι μισθοί, εργασιακή απορρύθμιση κλπ.), εντός των πλαισίων της δημοσιονομικής πειθαρχίας της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης, και ως αποτέλεσμα να εξασφαλίσει ορισμένες δευτερογενείς παροχές βοηθείας προς τους «αδυνάτους».
Όσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως σταθεροποιημένος στην κυβερνητική του εξουσία, άλλο τόσο από κοινωνική άποψη είναι απομονωμένος και από τις δύο κύριες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Από τα λαϊκά στρώματα καταγράφεται η σταδιακή αποψίλωση της εκλογικής του επιρροής, λόγω των μνημονιακών μέτρων που εφαρμόζει (υπερφορολόγηση άμεση και έμμεση, καθήλωση εργατικών μισθών, περαιτέρω μείωση των συντάξεων, διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα κλπ.). Σε σχέση με την αστική τάξη και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα, η παραμονή του στην κυβέρνηση εξαρτάται από τον βαθμό της διαθεσιμότητάς του να ανταποκριθεί στην εφαρμογή μιας διαρκούς πλέον μνημονιακής πολιτικής χωρίς ορατό τέλος. Η κυβερνητική μικροαστική τεχνοκρατία δεν μπορεί να συνεχίσει επί μακρόν να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, στο μέτρο που ούτως ή άλλως είναι ξένη τόσο προς τους «από πάνω» τους οποίους θέλει όμως να υπηρετήσει, όσο και προς τους «από κάτω» που αδυνατεί να εξυπηρετήσει, όσο και αν το επιθυμεί.
Μία πολιτική εξουσία δεν μπορεί να μακροημερεύσει αν δεν βασίζεται σε ένα μαζικό τμήμα της κοινωνίας, δηλαδή σε στρώματα της μισθωτής εργασίας, ή σε αστικά και ανώτερα μικροαστικά στρώματα. Η κοινωνική υπόσταση του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή περιορίζεται μόνον στην ούτως ή άλλως μειοψηφική μικροαστική τεχνοκρατία, εμφανίζει σταδιακή εικόνα ερήμωσης. Αυτή άρα εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει είτε στην επανάκαμψη της συντηρητικής παράταξης (με τα δορυφορικά της σχήματα) στην διακυβέρνηση, είτε στην προβολή στο προσκήνιο ενός εργατικού λαϊκού, κινηματικού ριζοσπαστισμού, που θα αναδιατάξει το τοπίο προς όφελος των λαϊκών δυνάμεων. Τρίτο δρόμο διαφυγής δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς.