Άκουγα το πρωί τον εκσυγχρονιστή πρώην υπουργό Νίκο Χριστοδουλάκη να εξανίσταται, σε τηλεοπτική συζήτηση, εναντίον όσων «πουλάνε ηρωισμούς» αναφορικά με την στάση που θα πρέπει να τηρήσει η Ελλάδα στο ζήτημα του χρέους. Ως νουνεχής ο ίδιος ισχυρίζεται πως θα πρέπει να λειτουργήσουμε με ευθύνη, χωρίς βιασύνες και, κυρίως, χωρίς να τρομάζουμε τους «εταίρους» και «διασώστες» μας. Το χρέος, αργά ή γρήγορα θα ρυθμιστεί –ακόμη και με ονομαστική μείωση, κατά τη γνώμη του- ας μην ανατιναχτούμε, λοιπόν, «από μόνοι μας».
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η γραμμή και της κυβέρνησης. Μπορεί ο Τσίπρας, από καιρού εις καιρόν, να λεονταρίζει, όπως έκανε και στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματός του, ξέρει, όμως, καλά πως οι λεονταρισμοί αυτοί είναι αντίστοιχοι εκείνων του λαγού στο γνωστό ανέκδοτο. Απόδειξη γι’ αυτό είναι πως ποτέ δεν μας λέει τι θα κάνει σε περίπτωση που οι «εταίροι» δεν δεχτούν αυτά που θεωρεί ο ίδιος ως αναγκαία και δίκαια.
«Τελείωσε!», αναφώνησε στο συνέδριο. «Ή θα πάνε πακέτο αξιολόγηση, τήρηση της συμφωνίας και από τις δύο πλευρές και, επομένως, άμεσα μέτρα για το χρέος και ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ ή…». Ή; Ή θα πεισμώσει και θα θυμώσει, φαντάζομαι…
Άρα, η γραμμή είναι, νάχαμε να λέγαμε στο εσωτερικό ή σε καμιά συνέντευξη, αλλά, εν τέλει βασιζόμαστε αποκλειστικά και μόνο στην «καλοσύνη των ξένων». Την οποία, στο σχετικό ζήτημα, δεν θα ήταν άσχημα να την θυμίσουμε, βάσει όχι δικών μας επιχειρημάτων, αλλά των τεκμηρίων, που μας πρόσφερε πρόσφατα –τον περασμένο Μάιο- η εγκυρότατη και συντηρητικότατη γερμανική Handelsblatt. Δημοσιεύοντας, λοιπόν, την έρευνα της Ευρωπαϊκής Σχολής Μάνατζμεντ και Τεχνολογίας του Βερολίνου, μας ενημέρωσε πως, από τα 216 δις. των δύο πρώτων Μνημονίων, τα 87 πήγαν σε αποπληρωμή χρέους, 52 σε τοκοχρεολύσια, 32 για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, 30 για αποζημίωση ιδιωτών στο πλαίσιο του PSI. Κοινώς, το 95% (!) πήγαν υπέρ ευρωπαϊκής (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής) Πίστεως, δηλαδή των τραπεζών. Και με το τρίτο Μνημόνιο το έθιμο συνεχίζεται –μόλις το 8% των 86 δις. προβλέπεται να πάνε σε ανάγκες του προϋπολογισμού. Τα υπόλοιπα αφορούν τελικά και πάλι τις τράπεζες. Η συνολική «διάσωση», εν κατακλείδι, αφορούσε κατά 89% ευρωπαϊκές τράπεζες, πρωτίστως γαλλικές (36%) και γερμανικές (21%).
Συνοψίζοντας και εμπλουτίζοντας, σχετικά με το δημόσιο χρέος έχουμε δύο αναμφισβήτητα δεδομένα:
-
Μέχρι την έλευση της καπιταλιστικής κρίσης, το ελληνικό δημόσιο χρέος οφείλονταν στο γεγονός πως τα έσοδα υστερούσαν επί δεκαετίες σε σχέση με τις δαπάνες (οι οποίες ήταν χαμηλότερες του μέσου όρου της ΕΕ, με όλες τις μίζες και τις παροχές στο κεφάλαιο). Υστερούσαν, βέβαια, γιατί οι πλούσιοι δεν ευαρεστούνταν να πληρώνουν φόρους στη χώρα με την πιο εκμεταλλευτική καπιταλιστική τάξη στην ΕΕ. Και όχι μόνο, αλλά και τα ελλείμματα τα έκαναν ωφέλιμα για τους ίδιους –και τους ταξικούς αδελφούς του στην Ευρώπη και τον κόσμο- στο μέτρο που δάνειζαν το κράτος –στο οποίο απέφευγαν να πληρώνουν φόρους- με πολύ καλούς όρους για τους ίδιους. Για να το καταλάβουμε: επειδή δεν πλήρωναν το κράτος δανείζονταν και δανείζοντας το κράτος καρπώνονταν τους τόκους. Καθόλου άσχημα!
-
Μετά την κρίση, αντί να καταβάλλουν ένα κάποιο τίμημα έστω των εσφαλμένων «επενδυτικών» τους επιλογών, διασώθηκαν μεταφέροντας τις υποχρεώσεις τους στην πλειοψηφία. Και, προκειμένου να ολοκληρωθεί το πράγμα, έφαγαν και σε ετήσια βάση από το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ 50 περίπου δισ. Έτσι, σήμερα, βρίσκονται με εξαιρετικά χρηματικά αποθέματα –εκατοντάδων δισ.- στο εξωτερικό και με έναν εργοδοτικό παράδεισο / εργασιακή κόλαση στο εσωτερικό, ώστε να εκκινήσουν τα νέα τους «επενδυτικά» σχέδια.
Παρ’ όλα αυτά, νερό κι αλάτι. Ας είμαστε ρεαλιστές και σοβαροί, όπως μας παροτρύνει ο Χριστοδουλάκης και έμπρακτά το υλοποιεί η κυβέρνηση. Πραγματικά. Δεν αστειεύομαι. Η Ελλάδα είναι πολύ πιθανό πως οδεύει ολοταχώς στο να μετατραπεί στο απόλυτο αποτυχημένο κράτος κι, επομένως, είμαι διατεθειμένος να συμβιβαστώ όσο χρειαστεί, για να βοηθήσω στην αποτροπή αυτής της ολοκληρωτικής καταστροφής. Φαντάζομαι πως θα συναινούσε σε αυτό η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων και των φτωχών σε αυτήν τη χώρα.
Μόνο που, να. Τα «προγράμματα» συνεχίζονται και οι μόνοι που πληρώνουν είναι οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί. Τώρα όπως και πριν, ακριβώς το ίδιο με την εποχή ΓΑΠ, Παπαδήμου και Σαμαροβενιζέλων. Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ συνεχίζει να μικραίνει και αυτό των κερδών να μεγαλώνει.
Και όταν θα έρθει η ώρα για τη ρύθμιση, αφού θα τα έχουν πάρει όλα, εργατικά εισοδήματα και δημόσια περιουσία, η αναδιάρθρωση θα σημάνει, όπως όλα δείχνουν, «ευκολίες πληρωμών», έτσι ώστε να καβαντζαριστεί η περίοδος 2022-2028 των μεγάλων ετήσιων υποχρεώσεων για τοκοχρεολύσια.
Που πάει να πει πως δεν θα έχουμε να ντρεπόμαστε που δεν μπορέσαμε να εμποδίσουμε αυτόν τον ακραίο εξανδραποδισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας, αλλά και για το γεγονός πως θα ρίξουμε το βάρος στα παιδιά μας και στα παιδιά τους, με αυξημένο μάλιστα το ποσό των τόκων, μια και θα παραταθεί η διάρκεια αποπληρωμής, άρα και τοκοφορίας.
Αν τα πράγματα είναι έτσι –που είναι χειρότερα- απορώ γιατί το «Φτάνει πιά!», με όλα τα ρίσκα που περιέχει, αποτελεί ακραίο ριζοσπαστισμό. Αν η παράταση αυτής της πολιτικής σημαίνει βασανιστήρια για γενιές μπροστά, κατά ποια έννοια η απόρριψή της είναι περισσότερο επικίνδυνη.
Α, ξέρω! Θα καταρρεύσουν οι υγιέστατες και αποτελεσματικότατες τράπεζές μας, όπου η μέση κατάθεση είναι μικρότερη πλέον από τις αυξήσεις τελών και φόρων που θα πληρώσουμε για μια μόνο χρονιά… για να τις σώσουμε, για 782η φορά.
Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα είναι έτσι και χειρότερα, τρελοί είναι όσοι λένε πως θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχε εγκαταλειφθεί αυτή η καταστροφική πολιτική! Μαζί τους και ο πριν Τσίπρας, που έλεγε, σε όλους τους τόνους, για «φάρμακα χειρότερα από την αρρώστια»!
Η άμεση άρνηση αποπληρωμής του χρέους είναι μονόδρομος.
Η αναστροφή της εγκληματικής λιτότητας είναι μονόδρομος.
Η ανάγκη να πληρώσουν, επιτέλους, οι πλούσιοι είναι επιτακτική, αν θέλουμε να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας. Και τα παιδιά των παιδιών μας.
Γιατί «αυτό» δεν τελειώνει ποτέ!
ΥΓ. Ενδεικτικά της ταξικής φύσης των ζητημάτων που μας ταλαιπωρούν είναι και τα στοιχεία που αφορούν το ιδιωτικό χρέος. Έτσι, το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα αναλύεται σε 90 δισ. προς το κράτος, 30 προς τα ασφαλιστικά ταμεία, 110 προς τις τράπεζες και 10 μεταξύ ιδιωτών. Από αυτά τα 240 δισ. τα 190 περίπου είναι χρέη καπιταλιστικών επιχειρήσεων –των οποίων τα αφεντικά έχουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε τράπεζες του εξωτερικού- και ευπόρων συμπατριωτών μας. Πράγμα που σημαίνει πως οι νέες ρυθμίσεις για κόκκινα δάνεια κτό κατά βάση αυτούς θα διευκολύνουν και πάλι.
Δείτε ένα παράδειγμα, όπως το αναπτύσσει ο Πάνος Κοσμάς: ένας τρόπος για την διευθέτηση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, που πολύ έχει συζητηθεί τελευταία είναι «με την πώλησή τους στα distress funds έναντι μικρού ποσοστού της ονομαστικής τους αξίας– τα ποσοστά που αποκαλύπτουν τα ρεπορτάζ κυμαίνονται από 15 (!) έως 25-30% της αξίας τους. Μεσοσταθμικά, θα είναι κάπου ανάμεσα, περί το 20%. Στη συνέχεια, το distress fund θα διαπραγματευτεί με τους επιχειρηματίες, έχοντας τη δυνατότητα να τους προσφέρει ένα γενναίο «κούρεμα» μέχρι και 60% - οπότε θα τους μείνει και ένα κέρδος 20% (σύμφωνα με αυτούς τους χοντρικούς υπολογισμούς). Μέσα από αυτή τη διαδικασία, για ένα δάνειο 100.000 ευρώ για παράδειγμα, η τράπεζα θα εισπράξει 20.000 ευρώ και το distress fund 20.000 ευρώ, ενώ ο επιχειρηματίας θα διαγράψει οφειλές 60.000 ευρώ. Μπορούμε να αλλάξουμε τους υπολογισμούς και τα ποσοστά, αλλά η ουσία παραμένει: σεισάχθεια για τους επιχειρηματίες, συν η απαραίτητη τοκογλυφική κερδοσκοπία (1)
Καλό, ε; Δεν μπορείτε να πείτε!
(1) Το ιδιωτικό χρέος, η «σεισάχθεια» και η Αριστερά, R-project, 22 Σεπτεμβρίου 2016