Ευελιξία και απασχολησιμότητα μέσα από την πολιτική επιδομάτων στην Ελλάδα, τη Γαλλία και τη Βρετανία.

Ο σύγχρονος, ευρωπαϊκός κινηματογράφος έχει δείξει εξαιρετικά αντανακλαστικά στην αποτύπωση της ζοφερής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που βιώνει ο εργαζόμενος ή καλύτερα ο απασχολήσιμος, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και (πλέον) τη Βρετανία του (κάτι σαν) Brexit.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα, πρώτα η ταινία «Δύο νύχτες, μια μέρα» (2014) των αδελφών Νταρντέν, με μια «άβαφη» και αφτιασίδωτη Μαριόν Κοτιγιάρ, σε μια «άβαφη» και αφτιασίδωτη διήμερη εκστρατεία πειθούς των συναδέλφων της, προκειμένου αυτή να μην απολυθεί και αυτοί να μην αποδεχθούν ένα έκτακτο πριμ «παραγωγικότητας», προερχόμενο από τον επιμερισμό απολαβών της απολυμένης. Δεύτερη, «Ο νόμος της αγοράς» (2015) του Στεφάν Μπριζέ, για τη Γαλλία της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της εξαθλίωσης, του κανιβαλισμού συνειδήσεων και προσωπικοτήτων. Και τρίτη η ταινία «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (2016), του βετεράνου Κέν Λόουτς, που αφηγείται τη γραφειοκρατική περιπέτεια ενός μεσήλικα άρρωστου άνεργου, που πρέπει να πείσει το βρετανικό σύστημα «κοινωνικής αλληλεγγύης» ότι δικαιούται το ανάλογο, χρηματικό επίδομα στήριξης και βοήθειας.

Κεν Λόουτς

Η τελευταία κέρδισε και τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, με τον Κεν Λόουτς να δίνει μια σειρά επινίκιων συνεντεύξεων, όπου μεταξύ άλλων τόνιζε ότι «το σινεμά μάς κάνει καμιά φορά να βλέπουμε καθαρότερα τον κόσμο κι ο κόσμος μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύει από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος απειλεί να μας φτάσει στην καταστροφή, στη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ελλάδα ως τη Βραζιλία. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις. Μία είναι το σινεμά της διαμαρτυρίας, αυτό που δείχνει τους ανθρώπους ενάντια στην εξουσία. Ελπίζω η ταινία μας να συνεχίζει αυτή την παράδοση. Κινδυνεύουμε να απελπιστούμε κι όταν υπάρχει τόση απελπισία, η ακροδεξιά το εκμεταλλεύεται. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι και εφικτός και απαραίτητος».

Αυτά στη γλώσσα της 7ης τέχνης και στο σινεμά της διαμαρτυρίας και της κοινωνικής καταγγελίας, που εμπνέεται από την πραγματική ζωή, μια ζωή όλο και πιο εκμεταλλεύσιμη, εξαθλιωμένη και δύσκολη για τους επιδοτούμενα απασχολήσιμους ανέργους της ΕΕ και της Ελλάδας, όπου μάλλον θα χρειαστούμε έναν δικό μας Κεν Λόουτς, για να καταγράψει την καθημερινότητά τους.

Για παράδειγμα, την περασμένη Δευτέρα, έληξε η προθεσμία υποβολής αιτήσεων στο πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για την επιδοτούμενη απασχόληση ανέργων του ηλικιακού φάσματος μεταξύ 30 και 49 ετών, ένα πρόγραμμα που είχε προαναγγελθεί με τυμπανοκρουσίες και διθυράμβους τόσο από πλευράς συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και από πλευράς εργοδοτικών ενώσεων. Σύμφωνα με το πρόγραμμα αυτό, 10.000 άνεργοι που επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ με το επίδομα των 360 ευρώ, θα έχουν τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουν ως τη λεγόμενη «επιταγή εργασίας» για να εργαστούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, φορείς κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (ευφημισμός που καλύπτει κατ’ όνομα συνεταιριστικές επιχειρήσεις και ΜΚΟ) και γενικότερα εργοδότες του ιδιωτικού τομέα –ακόμη και αυτοαπασχολούμενους– που ασκούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε όλη τη χώρα.

Προϋπόθεση για την ένταξη της επιχείρησης στο πρόγραμμα ήταν να έχει προβεί μεν σε απολύσεις, αλλά ταυτόχρονα να έχει κάνει αντίστοιχες προσλήψεις τους τελευταίους τρεις μήνες, καθώς και να μην έχει τροποποιηθεί «ουσιωδώς»(!) το καθεστώς εργασίας του υπόλοιπου προσωπικού της επιχείρησης.

Αντίστοιχα, κάθε επιχείρηση εντάχθηκε στο πρόγραμμα για έναν έως και πέντε επιδοτούμενους ανέργους, ανάλογα με το προσωπικό που απασχολούσε κατά την υποβολή της αίτησής της. Έτσι, επιχειρήσεις με προσωπικό έως τρία άτομα διεκδικούν έναν επιδοτούμενο, απασχολήσιμο άνεργο (στην οργουελική, εργοδοτική νεογλώσσα «ωφελούμενο»), επιχειρήσεις με προσωπικό από 4 έως 8 άτομα διεκδικούν έως δύο επιδοτούμενους, επιχειρήσεις με προσωπικό από 9 έως 19 άτομα διεκδικούν έως τρεις επιδοτούμενους, επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 20 ατόμων διεκδικούν έως πέντε επιδοτούμενους.

Όσες επιχειρήσεις ή αυτοαπασχολούμενοι με δυνατότητα «προσλήψεων» έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα και για ένα χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάνει τους 12 συν τρεις μήνες παράτασης, θα πληρώνουν στον συγκεκριμένο εργαζόμενο μόνο το ποσό που απομένει για να συμπληρωθεί ο βασικός μισθός των 586 ευρώ μεικτά. Με αυτόν τον τρόπο, η εκάστοτε ενταγμένη επιχείρηση μπορεί να απασχολεί εργαζόμενο για 15 μήνες με μέσο μηνιαίο μισθό 298 ευρώ, δηλαδή σχεδόν με το μισό του σημερινού βασικού μισθού, κατά τα πρότυπα που απλώς περιέγραψε με αδρές γραμμές, πρόσφατα στο Βερολίνο, η υπουργός (ελαστικής) Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου.

Παράλληλα, η επιχείρηση θα μπορεί να τερματίζει την εργασιακή σχέση και να απολύει τον εργαζόμενο με τη λήξη των 12 ή των 15 μηνών χωρίς αποζημίωση, η οποία, υπό κανονικές συνθήκες και σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν περίπου 1.300 ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο και με την κυλιόμενη μεταφορά που αναμένεται να λειτουργήσει το πρόγραμμα, εφόσον δείξει σημάδια «επιτυχίας» τόσο ως προς το ηλικιακό και γνωστικό εύρος των ανέργων όσο και κυρίως ως προς την ένταξη επιχειρήσεων, το ελληνικό κεφάλαιο και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα κατορθώσουν να εμπεδώσουν ένα καθεστώς εξαφάνισης των εργατικών δικαιωμάτων, κατακρήμνισης των μισθών και του λεγόμενου «μισθολογικού κόστους», πλήρους διάλυσης κάθε έννοιας της εργασίας και συνακόλουθα της έννοιας του εργαζόμενου και του ελάχιστα προστατευτικού δικτύου κανόνων και νομοθεσίας.

Γαλλία και Βρετανία

Φυσικά, η ελληνική συγκυβέρνηση του τρίτου μνημονίου δεν πρωτοτυπεί. Ακολουθεί πιστά το λεγόμενο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» της ευέλικτης εργασίας και της απασχολησιμότητας, το οποίο καταρχήν προέκυψε στα νεοφιλελεύθερα, αντεργατικά, κυβερνητικά εργαστήρια της Γαλλίας και της Βρετανίας.

Στη Γαλλία, είναι διαβόητα πια τα προγράμματα της λεγόμενης «κοινωνικής απασχόλησης». Σε αυτά και προκειμένου ο άνεργος να τύχει της αναγνώρισής του ως δικαιούχος επιδόματος, πρέπει αφενός να αποδείξει εγγράφως και με μάρτυρα στο αντίστοιχο παράρτημα του γαλλικού ΟΑΕΔ ότι έψαξε για απασχόληση και αφετέρου ότι στην αναζήτηση του αυτή είτε ότι απορρίφθηκε «βάσιμα» (π.χ. λόγω προσόντων) από τρεις τουλάχιστον υποψήφιους εργοδότες, είτε ότι απασχολείται έστω και παρτ-τάιμ στο πλαίσιο κάποιας κοινωφελούς εργασίας.

Σε αυτή την περίπτωση, ελάχιστος χρόνος απασχόλησης είναι οι τέσσερις μήνες και το επίδομα καταβάλλεται ως επιδότηση στον εργοδότη και όχι στον απασχολούμενο. Μάλιστα, το καθεστώς αυτό ξεκίνησε να εφαρμόζεται πρώτα στους εργαζόμενους μετανάστες και όσους διεκδικούσαν άδειες και κάρτες παραμονής, για να επεκταθεί στη συνέχεια και επί προεδρίας Νικολά Σαρκοζί σε όλο το άνεργο, εργατικό δυναμικό της Γαλλίας, ανεξάρτητα μάλιστα αν οι προτεινόμενες θέσεις απασχόλησης μπορούσαν να θεωρηθούν, ακόμη και με τα πιο ελαστικά, ετυμολογικά και ερμηνευτικά κριτήρια, «κοινωφελούς προσφοράς» (π.χ. απασχολούμενοι σε εταιρείες σεκιούριτι).

Στη Βρετανία του (κάτι σαν) Brexit και των χιλιάδων «Ντάνιελ Μπλέικ», ήδη πριν από το δημοψήφισμα και προκειμένου να μανιπουλάρει τμήμα του εκλογικού σώματος, με ξενοφοβικές αντιλήψεις και τάσεις κοινωνικού αυτοματισμού και κανιβαλισμού, ο συντηρητικός πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, είχε υποσχεθεί: 1) Την αυστηροποίηση παροχής όλων των κοινωνικών επιδομάτων μεταξύ των οποίων και εκείνου της ανεργίας, για όλους τους εργαζόμενους στη Βρετανία, που δεν είναι και βρετανοί πολίτες. 2) Τη δρακόντεια αυστηροποίηση και την εξατομίκευση των κριτηρίων χορήγησης του επιδόματος ανεργίας σε όλους τους πιθανούς υποψήφιους, με αναπροσαρμογή των κριτηρίων υγείας, προϋπηρεσίας, ηλικίας. 3) Τη μείωση όλων των επιδομάτων πρόνοιας και την εξάρτηση χορήγησής τους από ελάχιστους χρόνους απασχόλησης σε οποιαδήποτε προτεινόμενη θέση μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Όλα αυτά κάτω από τον ευφημισμό «ενεργητικές μορφές απασχόλησης», που χρησιμοποιεί τα εκατομμύρια των ανέργων στην Ευρώπη όχι μόνο ως πεδίο στυγνής ταξικής εκμετάλλευσης, αλλά και σαν έναν πολιορκητικό κριό ευκαιρίας ενάντια στα εργατικά δικαιώματα συνολικά.

Ετικέτες