Προϋπολογισμός, ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό

Το σχέδιο για τον πρώτο προϋπολογισμό του Μητσοτάκη και το επίσημο άνοιγμα της συζήτησης για μια νέα μείζονα παρέμβαση στο Ασφαλιστικό δείχνουν την απόφαση της κυβέρνησης να επιταχύνει τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις. Αυτή η απόφαση πάει χέρι-χέρι με τις «γεωπολιτικές» αποφάσεις της ΝΔ, όπως έδειξε το κοινό ανακοινωθέν με την επίσκεψη Πομπέο, όπου οι ιδιωτικοποιήσεις αναβαθμίζονται σε «στρατηγική δέσμευση», ενώ κάποιες ιδιωτικοποιήσεις (λιμανιών, ναυπηγείων, αεροδρομίων, ενέργειας κ.ο.κ.) συνδέονται ευθέως με τα ζητήματα «στρατιωτικής συνεργασίας», αποδίδοντας πρώτο ρόλο στους ενδιαφερόμενους αμερικανούς «επενδυτές».

Στο σχέδιο του προϋπολογισμού η κυβέρνηση «προσγειώνεται» στην προσαρμογή στην πραγματικότητα, πέρα από τις προεκλογικές δημαγωγίες: Ενσωματώνεται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% (η «διαπραγμάτευση» για τη μείωσή του αναστέλλεται για όποτε συμφωνήσουν οι δανειστές και η… Κριστίν Λαγκάρντ). Οι εξαγγελίες για «ανάπτυξη», που θα έφερναν, τάχα, οι νεοφιλελεύθερες «τομές» της ΝΔ, περιγράφονται με τον μετριοπαθέστερο (αλλά και καθόλου σίγουρο) στόχο του 2,8%. Η επίσημη ανεργία ομολογείται στο 15,6%, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι η πραγματική παραμένει κατά πολύ ψηλότερη.

Ο Μητσοτάκης αποδεικνύει ότι η όποια «χαλαρότητα» της μνημονιακής θηλιάς (αυτό που ο Ευκλ. Τσακαλώτος ονόμαζε «δημοσιονομικό χώρο») θα αφιερωθεί στην ενίσχυση των καπιταλιστών. Είναι οι μόνοι που παίρνουν άμεσα και στο χέρι δώρο από τον προϋπολογισμό: Από το τρέχον έτος τα κέρδη των επιχειρήσεων θα φορολογηθούν με συντελεστή 24% (αντί του 28%), ενώ τα μερίσματα των μετόχων με 5% (αντί του 10%). Αντίθετα, για τα «φυσικά πρόσωπα», δηλαδή τους απλούς ανθρώπους, η φορολόγηση θα παραμείνει καρμανιόλα: το αφορολόγητο όριο των πρώτων 8.648 ευρώ στο εισόδημα θα ισχύει μόνο εάν και εφόσον υπάρξουν ηλεκτρονικές συναλλαγές στο ύψος του 30% του εισοδήματος και εξαιρουμένων των ενοικίων και των λογαριασμών ΔΕΚΟ! Για μεγάλο μέρος των λαϊκών νοικοκυριών θα προκύψει αύξηση της φορολόγησης μέσω της ουσιαστικής κατάργησης του αφορολόγητου, αφού το όριο 30% καταναλωτικών συναλλαγών μέσω κάρτας θα αποδειχθεί απλησίαστο. Αυτό εξηγεί το πώς και το γιατί –παρά τη μείωση του φόρου στους καπιταλιστές– τα έσοδα του προϋπολογισμού από τη φορολόγηση εισοδήματος προβλέπονται αυξημένα κατά 488 εκατ. ευρώ! Την ίδια στιγμή, οι υποσχέσεις για μείωση του ΕΝΦΙΑ και για μικρή μείωση του ΦΠΑ σε κάποια είδη λαϊκής κατανάλωσης αναστέλλονται για κάποιο απώτερο μέλλον. Στην πράξη, αντίθετα, σχεδιάζεται αύξηση των εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ μέσω των αυξήσεων στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων. Πρόκειται για τη σκληρή συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής, με μοναδική εξαίρεση τη μείωση της φορολόγησης των κερδών και των μερισμάτων. Αντίθετα οι δαπάνες για κοινωνικές παροχές θα περιοριστούν φέτος στα 138. εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 124 εκατ. ευρώ(!) σε σχέση με την αθλιότητα που ζήσαμε το 2019.

Οι συνταξιούχοι περίμεναν την απόφαση του ΣτΕ με την ελπίδα μιας κάποιας βελτίωσης των συντάξεων. Το αποτέλεσμα ήταν ψυχρολουσία. Η απόφαση των μεγαλοδικαστών κατεδαφίζει μεν τον νεκροζώντανο νόμο Κατρούγκαλου, φροντίζοντας όμως προσεκτικά να οχυρώσει τη μονιμοποίηση των μνημονιακών περικοπών στις συντάξεις, να προστατέψει όσο γίνεται τη δημοσιονομική πολιτική από το δίκαιο αίτημα των αναδρομικών (ακόμα και σε περιπτώσεις υπερβολικές περικοπών λόγω εσκεμμένων «λαθών» στους υπολογισμούς του μηχανισμού) και να αφήσει ανοιχτή την προοπτική βελτίωσης μόνο για τα ανώτερα μεσοστρώματα (όπως ο «σκληρός πυρήνας του κράτους», όπου εντάσσονται και οι δικαστές…).

Σε αυτόν τον τομέα οι ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ είναι κυριολεκτικά εγκληματικές: ο νόμος Κατρούγκαλου άλλαξε τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων, οδηγώντας σε ποσοστά «αναπλήρωσης» κάτω του 40% του συντάξιμου μισθού (θυμίζουμε ότι η αναπλήρωση, προ μνημονίων, ήταν στο 80%). Με αυτόν τον τρόπο επιδίωκε να «ενσωματώσει» τις μνημονιακές περικοπές, να τις καταστήσει μόνιμες, να απονομιμοποιήσει το αίτημα κατάργησής τους μετά το τέλος της ισχύος των «έκτακτων μέτρων» που τις επέβαλαν. Ταυτόχρονα άλλαξε ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό όλων των δημόσιων και υποχρεωτικών συστημάτων ασφάλισης: την εγγύηση από το Δημόσιο του ύψους των ασφαλιστικών προσδοκιών. Έχοντας λεηλατήσει τα αποθεματικά των Ταμείων για τη χρηματοδότηση του χρέους, η θεσμοθέτηση της ρήτρας ότι τα Ταμεία θα δίνουν επικουρικές (αλλά αργότερα και κύριες) συντάξεις όσο και εάν έχουν να δώσουν, οδηγεί με ακρίβεια στη μετατροπή των συντάξεων σε φιλοδώρημα. Και ταυτόχρονα, ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση του συστήματος, έχοντας ήδη βάλει τα διαβόητα Επαγγελματικά Ταμεία σε κεντρικό ρόλο για την επικούρηση και την περίθαλψη ολόκληρων κλάδων μαζικής απασχόλησης.

Αυτό το κοινωνικό έγκλημα έρχεται τώρα να αξιοποιήσει ο Μητσοτάκης. Με την απόφαση του ΣτΕ, ο νόμος Κατρούγκαλου κηρύσσεται νεκρός, ενώ η κυβέρνηση αποκτά τη δυνατότητα να «χτίσει» πάνω στα δεδομένα του έναν νέο, ακόμα πιο άδικο, συνολικό νόμο για το Ασφαλιστικό. Με θεμέλια μια εκδοχή «ανταποδοτικότητας» (ό,τι έχουν τα Ταμεία, αυτά θα δίνουν), μια οργάνωση της «λήθης» πάνω στα κλεμμένα (δικαιώματα και αποθεματικά) και μια μαζική είσοδο των ιδιωτικών ασφαλιστικών στο δημόσιο-υποχρεωτικό σύστημα ασφάλισης.

Σε αυτή την πολιτική θα χρειαστεί να δώσει απαντήσεις το μαζικό κίνημα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, από τα κάτω. Στα μέτωπα για το μισθό, τη σύνταξη, τα κοινωνικά δικαιώματα, οφείλουμε να διεκδικήσουμε να πάρουμε πίσω όλες τις κατακτήσεις που μας αφαιρέθηκαν με τις μνημονιακές πολιτικές και να χτίσουμε από την πλευρά μας τη συνέχεια των βελτιώσεων με βάση τις ανάγκες της πλειοψηφίας. Αυτή η πάλη, αυτή η σύγκρουση μπαίνει σε ένα νέο «κεφάλαιο», μετά την κατάθεση του πρώτου σχεδίου προϋπολογισμού του Μητσοτάκη και το άνοιγμα των νέων απειλών στο Ασφαλιστικό.

Οι απεργίες στις 24 Σεπτέμβρη και 2 Οκτώβρη, η αυξημένη συμμετοχή απεργών και η βελτιωμένη μαζικότητα στις συγκεντρώσεις, οι συσκέψεις  της ΑΔΕΔΥ με τις ομοσπονδίες, του ΕΚΑ με ομοσπονδίες του ιδιωτικού τομέα, οι συνεδριάσεις συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων για την επιτυχία των απεργιών και η συζήτηση για τη συνέχεια, που δεν θα μπορέσουν αν αποφύγουν οι συνδικαλιστικές, κυβερνητικές κι εργοδοτικές πλειοψηφίες στα συνδικάτα αφήνουν να φανεί η επαναφορά των αγώνων και  κινητοποιήσεων ως θεμιτή απάντηση κι επιλογή.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να χειριστεί βελούδινα κι επικοινωνιακά (αλά ΣΥΡΙΖΑ) τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, για να μην «ξυπνήσει» το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, αλλά οι επιθέσεις που εξαπολύει είναι βάρβαρες και δεν περνάνε απαρατήρητες.

Στα συνδικάτα, που δεν κατάφερε η ΓΣΕΕ του Παναγόπουλου να ακυρώσει την απεργία της 24/9, οι κινητοποιήσεις όταν ψηφίζονται τα «αναπτυξιακά» μέτρα και όταν θα έρθουν οι αντιασφαλιστικές επιθέσεις προς νομοθέτηση, είναι αναμενόμενες και με έναν τρόπο έχουν εξαγγελθεί, από την ΑΔΕΔΥ και άλλα εργατικά σωματεία και συλλογικότητες. Η προετοιμασία είναι το καθήκον κάθε αριστερής και ταξικής συλλογικότητας.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες