“Η ηγεμονία δεν σημαίνει παρά την πολιτική και ιδεολογική έκφραση μιας πλατιάς συμμαχίας κοινωνικών τάξεων οι οποίες θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην άρχουσα τάξη, έχοντας το προλεταριάτο ως ηγέτη με διορατικότητα και παιδαγωγικό χαρακτήρα.” Κ. Μαρξ, «Η Αγία Οικογένεια»
Λίγες ώρες μένουν μόνο πριν το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα συνέδριο που ευελπιστεί να είναι ένα νέο ξεκίνημα, ένα νέο «άλμα προς τα εμπρός», που θα βάλει τέλος στη λιτότητα, στις μνημονιακές πολιτικές. Ένα συνέδριο που θα μπορέσει να δώσει νέα ριζοσπαστική δυναμική στο πολιτικό σχέδιο της Κυβέρνησης της Αριστεράς. Γιατί όμως χρειάζεται μια νέα δυναμική το πολιτικό μας σχέδιο; Γιατί εδώ και ένα χρόνο ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται δημοσκοπικά «κολλημένος» περίπου στο 30%; Γιατί δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ την κατεξοχήν ηγεμονική δύναμη (πολιτικά και κοινωνικά) στα εργατικά και λαϊκά στρώματα; Τα παραπάνω ερωτήματα θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει την πολυπόθητη ηγεμονία και με αυτή την έννοια η απόφαση που θα πάρουμε το συνέδριο μας, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο αν στις 15 Ιουλίου θα έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και ένα χρόνο δεν «ξεκολλάει» από τα ποσοστά του;
Μετά το άλμα των περσινών εκλογών «φυσιολογικά» ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να έχει πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ασκώντας ασφυκτική πίεση στο μνημονιακό μπλοκ δυνάμεων και να καθορίζει την ατζέντα. Αντ' αυτού, βρισκόμαστε σχεδόν συνέχεια σε έναν απολογητικό ρόλο απέναντι στους πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης και στα media. Ακόμα χειρότερα, παρά την ένταξη χιλιάδων νέων μελών στις οργανώσεις μας, δεν έχουμε καταφέρει να χτίσουμε ένα μαζικό και πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα στην κοινωνία, έχοντας ένα πολύ μεγάλο κενό μεταξύ των δημοσκοπικών ποσοστών και της δυνατότητας κοινωνικής και κινηματικής κινητοποίησης.
Εδώ και ένα χρόνο, κομμάτι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ (αρχής γενομένης με την ομιλία του σ. Τσίπρα στη ΔΕΘ) συστηματικά αλλοιώνει ή καλύτερα μετατοπίζει τις πολιτικές θέσεις του κόμματός μας προς το ρεαλιστικότερον, αφήνοντας ουσιαστικά μετέωρο το πρώτο μεγάλο βήμα του περσινού Ιουνίου και στην ουσία ανολοκλήρωτο. Αναδειχθήκαμε σε αξιωματική αντιπολίτευση λόγω ενός σαφούς πολιτικού πρόγραμματος ρήξης και ανατροπής, λόγω του συνθήματος για Κυβέρνηση της Αριστεράς (και ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς) και λόγω της μαζικής και προωθητικής μας συμμετοχής στους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες. Αυτό οφείλουμε όλοι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες να το έχουμε υπόψη.
Η στροφή στο πολιτικό «κέντρο» και η πολιτική ασάφεια
Εκ του αποτελέσματος, μπορούμε με μεγάλη βεβαιότητα να πούμε πώς ΔΕΝ θα «ξεκολλήσουμε» από τη δημοσκοπική μας επιρροή. Δε θα γίνει με καμία στροφή στο πολιτικό κέντρο. Το πολιτικό κέντρο χρειάζεται και ένα κοινωνικό κέντρο για να μπορεί να υπάρξει. Σε μια περίοδο δομικής κρίσης του καπιταλισμού που οι ταξικές αντιθέσεις ολοένα και βαθαίνουν, τα μεσαία στρώματα και οι μικροαστοί ως κοινωνικό στρώμα εξαφανίζονται μέρα με τη μέρα, μέσω μιας διαδικασίας βίαιης φτωχοποίησης και προλεταριοποίησης. Άρα, μια τέτοια πολιτική στροφή δεν έχει καμία υλική βάση και καμία υπαρκτή κοινωνική δύναμη να στηριχτεί, οπότε, σε τελευταία ανάλυση, είναι άχρηστη για το πολιτικό μας σχέδιο και δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τον αντίπαλο. Η εμπειρία της ΔΗΜΑΡ τόσο στην κυβέρνηση επί σχεδόν ένα χρόνο όσο και τις τελευταίες μέρες που αυτή αποχώρησε, μας δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο πολιτικής ύπαρξης έστω και για μια μετριοπαθέστατη Αριστερά.
Σπεύδω να προλάβω πιθανές διαμαρτυρίες περί κειμένων που δεν περιγράφουν τέτοιες πολιτικές θέσεις. Καταρχήν τα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ διαπερνώνται από μια εκτεταμένη ασάφεια δίνοντας το δικαίωμα ο καθένας και η καθεμία να ερμηνεύει τα κείμενα κατά το δοκούν. Αυτή η ασάφεια, εντούτοις, αποτελεί μια πολιτική μετατόπιση σε σχέση με τη σαφήνεια και τον σχεδόν αταλάντευτο ριζοσπαστικό χαρακτήρα της πολιτικής μας πρότασης ένα χρόνο πριν. Επιπλέον, γνωρίζουμε όλοι και όλες πολύ καλά ότι η δημόσια εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ δε διαμορφώνεται μόνο από τα κείμενα αλλά και από τις δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών μας, οι οποίες ουκ ολίγες φορές δεν έχουν αντιστοιχία με τα γραπτά κείμενα. Παρότι αυτή η πολιτική ασάφεια επιχειρηματολογείται από πληθώρα συντρόφων/ισσών ως αναγκαία για να μπορεί να τους «χωρέσει» όλους, στην πραγματικότητα λειτουργεί αποδυναμωτικά για το ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο.
Χτίζοντας την πολυπόθητη ηγεμονία
Τα παραπάνω συνήθως συνοδεύονται από μια επιχειρηματολογία που υποστηρίζει ότι μια πιο «ρεαλιστική» πολιτική θα μπορέσει να πείσει περισσότερους μετριοπαθείς ψηφοφόρους και άρα να αυξήσει την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ. Καταρχήν μια τέτοια αντίληψη είναι ξένη προς την Αριστερά και εγκλωβισμένη σε κοινοβουλευτικά όρια και αυταπάτες αφού δε λαμβάνει υπόψη το κίνημα αλλά και την ίδια την πορεία της ταξικής πάλης. Και πάλι, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις (στο βαθμό που μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικές ως εργαλεία) ότι όχι μόνο δεν προσελκύσαμε νέους ψηφοφόρους αλλά παρουσιάζουμε και τάσεις αποσυσπείρωσης. Συν το γεγονός ότι οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ εκτός από «κινηματική ανεπάρκεια» παρουσιάζουν γενικά και πολύ μειωμένη συμμετοχή.
“Μα πώς θα πείσουμε και τους μη αριστερούς;” διερωτώνται πολλοί/ές. Σίγουρα όχι αλλοιώνοντας τα πολιτικά μας χαρακτηριστικά που μας έφεραν ως εδώ, μπροστά στην πιθανότητα της κυβέρνησης. Σίγουρα όχι διολισθαίνοντας στα πολιτικά μονοπάτια του αστικού ρεαλισμού και της κυβερνησιμότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου πήρε περίπου 37% στα εργατικά στρώματα. Σίγουρα μέχρι στιγμής δεν έχουμε καταφέρει να εδραιώσουμε μια τέτοια πολιτική σχέση, πόσο μάλλον να τη διευρύνουμε. Πρωταρχικό καθήκον μας πρέπει να είναι η εδραίωση μιας ισχυρής συμμαχίας με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, η οποία θα φέρει και την ανάλογη εκλογική επιρροή. Αυτό πρέπει να είναι το κέντρο και το ηγεμονικό κομμάτι της κοινωνικής συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ που χρειάζεται για την υλοποίηση του πολιτικού μας σχεδίου.
Για να χτιστεί μια τέτοια πολιτική σχέση χρειάζεται ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα που θα έρχεται σε ρήξη με βασικούς πυλώνες της αστικής εξουσίας. Ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα μπορέσει να συνδέσει τους σημερινούς πόθους των καταπιεσμένων τάξεων με το σοσιαλιστικό σχέδιο, να τους πάει ένα βήμα παραπέρα σήμερα και όχι σε κάποιο μακρινό ορίζοντα. Ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα, όπως εισηγείται από τις εναλλακτικές εκδοχές της Αριστερής Πλατφόρμας, είναι το μόνο ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο από τη σκοπιά της αταλάντευτης υποστήριξης των λαϊκών συμφερόντων. Μπορεί κάποιος/α να πει ότι αυτό είναι αριστερισμός ή ότι κάτι τέτοιο δε συνάδει με τις διαθέσεις του λαού. Μήπως συμβάδιζε η Κυβέρνηση της Αριστεράς ή η εθνικοποίηση των τραπεζών; Κι όμως, μας έφεραν στο 27%. Οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι. Τα πολιτικά συνθήματα και η πολιτική μας πρόταση πρέπει ακριβώς να μπορεί να διαμορφώνει συνειδήσεις και κάθε φορά να τις «αναβαθμίζει» και όχι το αντίθετο. Αλλιώς υποκύπτουμε σε μια μεταμοντέρνα φετιχοποίηση του αυθόρμητου, υποτιμώντας σαφώς την οργανωμένη και συνειδητή πολιτική δράση.
Παρότι αναγκαία συνθήκη, η ύπαρξη ενός τέτοιου προγράμματος δεν είναι και ικανή από μόνη της. Χρειάζεται ένα μαζικό και μαχητικό κόμμα της Αριστεράς να το υλοποιήσει και ταυτόχρονα να είναι εκείνο το πολιτικό εργαλείο που θα μπορέσει αφενός να εντάξει νέο δυναμικό αγωνιστών και αγωνιστριών στο ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου να μας δίνει τα πολιτικά «όπλα» που χρειαζόμαστε σε αυτή την τεράστια σύγκρουση και στην οικοδόμηση των εργατικών και κοινωνικών αγώνων. Αυτό χρειάζεται αναβάθμιση της παρέμβασής μας και της μαχητικότητας μας στους κοινωνικούς χώρους αν όντως θέλουμε να διαμορφώσουμε ένα ηγεμονικό πολιτικό ρεύμα με συνειδητά υποκείμενα. Η κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να είναι άλλο ένα όπλο/εργαλείο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαθιστά τα παραπάνω. Η λογική του «να σωθούμε συλλογικά» είναι ηττοπαθής και δε διαμορφώνει κάποιου είδους ηγεμονία. Ούτε η διαφορετική κοινωνική πρακτική, το κοινωνικό αντιπαράδειγμα, από μόνα τους. Ηγεμονική μπορεί να είναι η πολική πρόταση του «να παλέψουμε συλλογικά για να νικήσουμε» με αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα και πρωτοπόρα κινηματική δράση.
Να κάνουμε το ταξικό κενό αγεφύρωτο
Όταν η αστική τάξη υπό την πολιτική ηγεμονία της ακροδεξιάς ΝΔ του Σαμαρά, χτίζει το στρατόπεδό της χωρίς «ναι μεν αλλά», εμείς δεν μπορούμε να σφυρίζουμε αδιάφορα, ούτε να μιλάμε ασαφώς για δημοκρατία και αλληλεγγύη. Πρέπει να χτίσουμε το δικό μας ταξικό στρατόπεδο και αυτό δεν μπορεί να γίνει με πολιτικά στρογγυλέματα. Χρειαζόμαστε μια αταλάντευτη πολιτική υπέρ των καταπιεσμένων τάξεων που θα μπορέσει να εδραιώσει μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα γιατί αυτές είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που πολιτικά θέλουμε να εκπροσωπούμε και είναι αυτές που έχουν αντικεμενικό συμφέρον να είναι με την Αριστερά.
Ιστορικά, σε περιόδους κρίσης του καπιταλισμού, τα μικροαστικά στρώματα, ποτέ δεν «κερδήθηκαν» από «ρεαλιστικές» πολιτικές αλλά από την πιο άμεσα πειστική πολιτική που θα μπορούσε να δώσει λύση τόσο στη φτωχοποίησή τους όσο και στη «μικροαστική ανυπομονησία» τους. Με αυτήν την έννοια, πάντα είχαν κεντρικό ρόλο στην ταξική πάλη ως κοινωνικό κομμάτι που οι δύο βασικές αντίπαλες κοινωνικές τάξεις (η αστική και η εργατική) παλεύουν να ηγεμονεύσουν. Όταν η Αριστερά και η εργατική τάξη ηγεμόνευσαν στην κοινωνία, είχαμε επαναστάσεις. Όπου δε συνέβη αυτό, είχαμε τη μαζική στροφή των μικροαστικών στρωμάτων στη μαύρη αντίδραση. Και ο κίνδυνος του φασισμού είναι ξανά ιστορικά υπαρκτός.
Να οικοδομήσουμε λοιπόν το ισχυρό κοινωνικό μπλοκ των καταπιεσμένων, των από κάτω. Μόνο έτσι μπορούμε να δώσουμε τη μάχη της ηγεμονίας. Να οικοδομήσουμε το δικό μας ταξικό στρατόπεδο αν θλέλουμε να δώσουμε αυτή την πολιτική και κοινωνική μάχη με νικηφόρες προοπτικές. Γιατί μια Κυβέρνηση της Αριστεράς θα χτιστεί μέσα από τους αγώνες με συνειδητή πολιτική δράση και αποτελεί μια ιστορικών διαστάσεων ευκαιρία να ανοίξουμε θανάσιμες πληγές στον ελληνικό καπιταλισμό, ανοίγοντας σήμερα τις προοπτικές του σοσιαλισμού.
* Φοιτητής Αρχιτεκτονικής, αντιπρόσωπος στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ