Ένα σύντομο αντίο.

Η μέρα ξε­κί­νη­σε με ένα δυ­σά­ρε­στο τη­λε­φώ­νη­μα: «ρε μα­λά­κα, σκο­τώ­θη­κε ο Αχιλ­λέ­ας». Στη φυ­σιο­λο­γι­κή απά­ντη­ση «ποιος Αχιλ­λέ­ας;», εξί­σου φυ­σιο­λο­γι­κή και τσα­ντι­σμέ­νη η αντα­πά­ντη­ση του αγ­γε­λιο­φό­ρου των κακών μα­ντά­των: «ξέ­ρεις πολ­λούς με αυτό το όνομα;».

Και εκεί συ­νει­δη­το­ποιείς ότι τα πάντα στη ζωή είναι στιγ­μές. Την τε­λευ­ταία φορά που τον είδα ήταν από μα­κριά, τη μέρα που γύ­ρι­σα από τις δια­κο­πές μου. Είπα να του φω­νά­ξω, αλλά βια­ζό­μουν. Δεν πει­ρά­ζει λέω, θα τον πε­τύ­χω στο καφέ του Χρόνη. Που να ήξερα ότι δεν θα υπήρ­χε επό­με­νη φορά.

Δεν ήμα­σταν φίλοι. Αλλά για ένα πε­ρί­ερ­γο λόγο πάντα έπε­φτα πάνω του. Λο­γι­κό, αν σκε­φτεί κα­νείς ότι μέ­να­με στην ίδια γει­το­νιά, εί­χα­με πολ­λούς κοι­νούς γνω­στούς και συ­ντρό­φους, πάντα τρα­βά­γα­με φω­το­γρα­φί­ες στις δια­δη­λώ­σεις. Σε όσες πο­λι­τι­κές συ­ζη­τή­σεις και να κά­να­με, συμ­φω­νού­σα­με ότι δια­φω­νού­με.  

Ο Αχιλ­λέ­ας, πάντα με ένα καφέ στο χέρι. Λέ­γα­με τα κου­τσο­μπο­λιά και τα κακά της δη­μο­σιο­γρα­φι­κής πιά­τσας. Γκρί­νια­ζε συ­νε­χώς για τη «γρα­φειο­κρα­τία» στο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και γε­νι­κά στην Αρι­στε­ρά και για τα το­πι­κά ζη­τή­μα­τα της γει­το­νιάς μας. Κα­μά­ρω­νε για τις φω­το­γρα­φι­κές του μη­χα­νές και ότι έστελ­νε υλικό στο εξω­τε­ρι­κό από τις δρά­σεις του κι­νή­μα­τος στην Ελ­λά­δα.

Το προη­γού­με­νο κα­λο­καί­ρι βρε­θή­κα­με τυ­χαία στο νησί. Είχε μαζί του δύο συ­ντρό­φισ­σες από την Ου­ρου­γουάη, φίλες του. Είχαν γνω­ρι­στεί στη Βαρ­κε­λώ­νη. Προ­σπα­θού­σα­με να τους εξη­γή­σου­με γιατί δεν είδαν άν­θρω­πο-Αύ­γου­στο μή­να-στα Εξάρ­χεια και τι ση­μαί­νει η εκλο­γι­κή εκτί­να­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ευ­τυ­χώς που ο Αχιλ­λέ­ας ήξερε Ισπα­νι­κά, γιατί τα Αγ­γλι­κά τους ήταν φρι­χτά.

Στην παν­σέ­λη­νο του φε­τι­νού Ιου­νί­ου έτυχε να ξε­νυ­χτή­σου­με μαζί στην ΕΡΤ. Ήταν τρι­ή­με­ρο δια­κο­πών και εί­χα­με μεί­νει ελά­χι­στοι πίσω. Στε­νο­χω­ριό­μουν λίγο που δεν είχα φύγει για το νησί και μου έλει­παν αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα. Περ­πα­τά­γα­με γύ­ρω-γύ­ρω στο προ­αύ­λιο και κά­ποια στιγ­μή μου δεί­χνει το φεγ­γά­ρι και μου λέει: «και από εδώ μια χαρά φαί­νε­ται. Στην πα­ρα­λία της Με­σο­γεί­ων. Δεν είναι και άσχη­μα».

Οι μπά­τσοι δεν ήρθαν τε­λι­κά. Ξη­μέ­ρω­σε και τον πήρα μαζί μου με το αυ­το­κί­νη­το. Τον άφησα έξω από το σπίτι του και έφυγε γρή­γο­ρα να επε­ξερ­γα­στεί το υλικό που είχε τρα­βή­ξει, αντί να πέσει για ύπνο. Μπρο­στά στην έκ­πλη­ξή μου, ήταν αφο­πλι­στι­κός: «το γου­στά­ρω αυτό που κάνω πάρα πολύ».

Είναι εξορ­γι­στι­κό αν το σκε­φτείς. Δε φτά­νει που μας εξα­θλιώ­νουν με τις πο­λι­τι­κές τους, μέρα με τη μέρα, σε αυτόν τον άγριο τα­ξι­κό πό­λε­μο, χά­νου­με συ­ντρό­φους. Είτε γιατί με­τα­να­στεύ­ουν για αλλού, είτε γιατί λυ­γί­ζουν από την πο­λύ­χρο­νη ανερ­γία, είτε γιατί βου­λιά­ζουν στην κα­τά­θλι­ψη. Όχι όμως να τους χά­νου­με και από τις ρόδες ενός αυ­το­κι­νή­του. Είναι πιο άδικο και από τα μνη­μό­νια. Για τον Αχιλ­λέα και για όλους μας λοι­πόν…εί­μα­στε κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι να νι­κή­σου­με. Του το χρω­στά­με. 



Ακο­λου­θεί κεί­με­νο φίλων, συ­ντρό­φων και συ­νερ­γα­τών του:

Ο Αχιλ­λέ­ας Πα­να­γού­λης ήταν κι­νη­μα­τι­κός δη­μο­σιο­γρά­φος.

 
Ο Αχιλ­λέ­ας είχε αφιε­ρώ­σει τη ζωή του στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες κι είχε επι­λέ­ξει την τέχνη της φω­το­γρα­φί­ας και του βί­ντεο ως όπλο.  Ήταν μέρος των μα­χό­με­νων πο­λι­τών. Συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στο Κί­νη­μα της Κάτω Πλα­τεί­ας Συ­ντάγ­μα­τος, ως μέλος των Ομά­δων Επι­κοι­νω­νί­ας & Υπο­δο­χής, και ακού­ρα­στα έδωσε μάχες μέχρι τις τε­λευ­ταί­ες μέρες της Πλα­τεί­ας. Βρι­σκό­ταν στο πλευ­ρό των ερ­γα­ζο­μέ­νων που αντι­στέ­κο­νται και υπε­ρα­σπί­στη­κε τους απερ­γούς της Χα­λυ­βουρ­γι­κής όπως και τους απο­λυ­μέ­νους της ΕΡΤ.

Το ανή­συ­χό του πνεύ­μα τρα­μπα­λι­ζό­ταν ανά­με­σα στην πικρή απαι­σιο­δο­ξία του μη­δε­νι­σμού και την επα­να­στα­τι­κή αρι­στε­ρά με το όραμα της με­γά­λης μα­ζι­κής Επα­νά­στα­σης, αλλά και τις συ­γκε­ντρω­τι­κές δομές της. Κα­τήγ­γει­λε τόσο την κρα­τι­κή κα­τα­στο­λή στις δια­δη­λώ­σεις όσο και τις αό­ρα­τες ιε­ραρ­χί­ες.  Η απαι­σιο­δο­ξία του ρο­κα­νί­στη­κε μόνο για λίγο διά­στη­μα, επί Συ­ντάγ­μα­τος, για λό­γους που σχε­τί­ζο­νταν και με την προ­σω­πι­κή ζωή του. Ήταν από τις λίγες φορές που αντι­κρί­σα­με ένα χα­ρού­με­νο Αχιλ­λέα, γε­μά­το ελ­πί­δες για την με­τε­ξέ­λι­ξη της κοι­νω­νί­ας.
Υπερ­κι­νη­τι­κός, αει­κί­νη­τος και μά­χι­μος, ζούσε για την απει­κό­νι­ση των μαχών στο δρόμο.  Τολ­μη­ρός, πάντα στην πρώτη γραμ­μή, αψη­φώ­ντας τα δα­κρυ­γό­να, δα­μά­ζο­ντας συ­νε­χώς τον φόβο. Στρί­μω­χνε το ωρά­ριό του για να βρί­σκε­ται πα­ντού, άλ­λο­τε μπρο­στά στη ΜΑΡ­ΦΙΝ από τους πρώ­τους να σβή­σουν τη φωτιά, άλ­λο­τε να στη­ρί­ζει το εγ­χεί­ρη­μα της Βίλ­λας Ζω­γρά­φου ή του Ρα­διο­98. Όπου και να τον συ­να­ντού­σες τον έβλε­πες με την αγω­νία και την έγνοια να πάνε ένα βήμα πιο μπρο­στά τα πράγ­μα­τα...
Λέ­γε­ται ότι κα­τά­κο­πος από την ερ­γα­σία του και το συ­νε­χή αγώνα που έδινε στην ΕΡΤ τους τε­λευ­ταί­ους μήνες δεν πρό­σε­ξε το διερ­χό­με­νο ΙΧ. Απε­βί­ω­σε ακα­ριαία την Τε­τάρ­τη 04/09 στις 03.00 τα ξη­με­ρώ­μα­τα μπρο­στά στο Ρα­διο­μέ­γα­ρο της ΕΡΤ.  Ο δια­σώ­στης της ομά­δας που έφτα­σε αμέ­σως, διε­πί­στω­σε πως δεν είχε σφυγ­μό...
Ο Αχιλ­λέ­ας άφησε την τε­λευ­ταία του πνοή στο δρόμο, που τόσο καλά γνώ­ρι­ζε, έξω από τον κα­τα­πα­τη­μέ­νο από την εξου­σία ερ­γα­σια­κό χώρο.  Ο φίλος και σύ­ντρο­φός μας πέ­θα­νε στο φυ­σι­κό του πε­ρι­βάλ­λον.

Γεν­νή­θη­κε την Τε­τάρ­τη 27 Νο­εμ­βρί­ου 1974, σπού­δα­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να έρθει τε­λι­κά στην Αθήνα. Τα τε­λευ­ταία 10 χρό­νια βιο­πο­ρι­ζό­ταν στο Εθνος ως συ­ντά­κτης ύλης της βρα­δι­νής βάρ­διας. Λά­τρευε το αντι­κεί­με­νο της ερ­γα­σί­ας του. Συχνά ασφυ­κτιού­σε από το  ερ­γο­δο­τι­κό πνί­ξι­μο, εκ­φρά­ζο­ντας την ανά­γκη του για πλήρη αφο­σί­ω­ση στη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα.
Ο Αχιλ­λέ­ας ζούσε με αυτό το όραμα. Μά­ζευε τα λεφτά από τους μι­σθούς του, ζώ­ντας λιτά σαν ιε­ρο­μό­να­χος,  με την ελ­πί­δα να απο­δε­σμευ­τεί από τα ερ­γο­δο­τι­κά δεσμά και να δη­μιουρ­γή­σει για λο­γα­ρια­σμό του, να τα­ξι­δέ­ψει κά­νο­ντας πο­λι­τι­κά και ιστο­ρι­κά ντο­κι­μα­ντέρ. Πέ­ρυ­σι κα­τά­φε­ρε να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ένα από τα όνει­ρα του. Να κι­νη­μα­το­γρα­φή­σει την ανα­πα­ρά­στα­ση της μάχης του Έβρου στην Ισπα­νία.
Ο Αχιλ­λέ­ας είχε αναρ­τή­σει σε σε­λί­δα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης το Πρώτο Μα­νι­φέ­στο της Πλα­τεί­ας του Ρόσιο (Λι­σα­βό­να 22 Μαϊου 2011), κεί­με­νο που τον έκ­φρα­ζε πο­λι­τι­κά:

«Πραγ­μα­τι­κή δη­μο­κρα­τία ποτέ δεν θα υπάρ­ξει, όσο ο κό­σμος μας κυ­βερ­νά­ται από οι­κο­νο­μι­κή δι­κτα­το­ρία. Τα λύτρα υπο­γε­γραμ­μέ­να πίσω από την πλάτη μας, με το ΔΝΤ και την ΕΕ, έχουν απα­γά­γει τη δη­μο­κρα­τία και τις ζωές μας. Οι χώρες στις οποί­ες εμπλέ­κε­ται το ΔΝΤ πα­ρα­τη­ρούν μια βά­ναυ­ση πτώση του προσ­δό­κι­μου επι­βί­ω­σης. Το ΔΝΤ σκο­τώ­νει! Μπο­ρού­με μόνο να το απορ­ρί­ψου­με. Αρ­νού­μα­στε να κο­πούν οι μι­σθοί, οι συ­ντά­ξεις και τα κοι­νω­νι­κά επι­δό­μα­τα, όταν πα­ράλ­λη­λα οι ένο­χοι αυτής της κρί­σης γλυ­τώ­νουν και επα­να­κε­φα­λαιο­ποιού­νται. Γιατί πρέ­πει να δια­λέ­ξου­με με­τα­ξύ ανερ­γί­ας και αβέ­βαι­ης ερ­γα­σί­ας; Γιατί θέ­λουν να μας πά­ρουν τα κοι­νω­νι­κά επι­δό­μα­τα, κλέ­βο­ντας μας, μέσω ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων, αυτά για τα οποία πλη­ρώ­να­με όλη μας τη ζωή; Η απά­ντη­ση μας είναι όχι. Υπε­ρα­σπι­ζό­μα­στε την από­συρ­ση του σχε­δί­ου της τρόι­κας. Ακο­λου­θώ­ντας το πα­ρά­δειγ­μα πολ­λών άλλων χωρών, όπως της Ισλαν­δί­ας, δεν θα δε­χτού­με να θά­ψου­με το παρόν και το πα­ρελ­θόν μας για ένα χρέος που δεν είναι δικό μας. Αρ­νού­μα­στε να δε­χτού­με την κλοπή του μέλ­λο­ντος μας. Σκο­πεύ­ου­με να πά­ρου­με τον έλεγ­χο των ζωών μας και να πα­ρέμ­βου­με απο­τε­λε­σμα­τι­κά σε κάθε δια­δι­κα­σία πο­λι­τι­κής, κοι­νω­νι­κής και οι­κο­νο­μι­κής ζωής. Το κά­νου­με, σή­με­ρα, στις μα­ζι­κές συ­νε­λεύ­σεις όλοι μαζί. Κά­νου­με έκ­κλη­ση σε όλο τον κόσμο να ενω­θεί, στους δρό­μους, στις πλα­τεί­ες, σε κάθε γωνιά, κάτω από τους ίσκιους των αγαλ­μά­των έτσι ώστε, ενω­μέ­νοι, να αλ­λά­ξου­με μια και καλή τους κα­νό­νες αυτού του διε­στραμ­μέ­νου παι­χνι­διού. Αυτή είναι μόνο η αρχή. Οι δρό­μοι είναι δικοί μας.»

Φίλες/οι, σύ­ντρο­φοι/ισσες και συ­νερ­γά­τες του Αχιλ­λέα Πα­να­γού­λη

Ανα­κοί­νω­ση από το "Κί­νη­μα στην Πόλη του Ζω­γρά­φου": 

Χθες το βράδυ έξω από το Ρα­διο­μέ­γα­ρο της ΕΡΤ έφυγε από τη ζωή ο 39χρο­νος Αχιλ­λέ­ας Πα­να­γού­λης, ένας δικός μας άν­θρω­πος, ένας σύ­ντρο­φός μας, ένας αγω­νι­στής της αρι­στε­ράς και των κι­νη­μά­των. Υπήρ­ξε μέλος του Κι­νή­μα­τος στην Πόλη του Ζω­γρά­φου και του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ Ζω­γρά­φου, συμ­με­τεί­χε σε όλα σχε­δόν τα κι­νή­μα­τα της πόλης μας, για τη Βίλα, στο Ίνφο Καφέ, ενώ ήταν­δρα­στή­ριος εθε­λο­ντής δα­σο­πυ­ρο­σβέ­στης. Διερ­χό­με­νο ΙΧ τον πα­ρέ­συ­ρε και τον τραυ­μά­τι­σε θα­νά­σι­μα. Ήταν ερ­γα­ζό­με­νος φω­το­γρά­φος στην εφη­με­ρί­δα ΕΘΝΟΣ, ενώ ήταν κα­θη­με­ρι­νά αλ­λη­λέγ­γυος στον αγώνα των ερ­γα­ζο­μέ­νων στην ΕΡΤ. Το σοκ είναι ακόμη με­γά­λο για όλους μας και η εί­δη­ση δεν μπο­ρεί να χω­ρά­ει άλλα λόγια.


Ετικέτες