Εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο με τίτλο "Μεταβολές κι ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης". Βλάση Αναστασία, Δεμερτζή Αγγελική, Θεοδωράκη Σοφία, Ιωάννου Αλέξης, Καραγκιοζίδου Εύα, Νάσης Κώστας, Παπατζανή Εύα, Χούπας Δημοσθένης, Μεταπτυχιακοί Φοιτητές Δ.Π.Μ.Σ.: Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του Χώρου | «Πολεοδομία - Χωροταξία», E.M.Π.

ΠΕ­ΡΙ­ΛΗ­ΨΗ

Το κέ­ντρο της πόλης υπήρ­ξε ιστο­ρι­κά ο φυ­σι­κός χώρος έκ­φρα­σης του Πο­λι­τι­κού ως δια­δι­κα­σί­ας και δρα­στη­ριό­τη­τας από τα κάτω. Το κέ­ντρο της Αθή­νας ει­δι­κό­τε­ρα απο­τέ­λε­σε το κα­τε­ξο­χήν πεδίο εκ­δί­πλω­σης των πο­λι­τι­κών γε­γο­νό­των στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία.

Οι κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κές με­τα­το­πί­σεις των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών ωστό­σο, με­τα­βά­λουν τη σχέση Πο­λι­τι­κού και αστι­κού χώρου. Το Πο­λι­τι­κό, από κε­ντρι­κό στοι­χείο της κοι­νω­νι­κής ζωής με­τα­πί­πτει σε μια ακόμη πα­ρά­με­τρό της, συρ­ρι­κνώ­νε­ται και γί­νε­ται ακτι­βι­σμός. Ταυ­τό­χρο­να, το κέ­ντρο της πόλης παύει να απο­τε­λεί τη με­γά­λη χοάνη (τόπο) όπου εκ­δη­λώ­νο­νται οι κοι­νω­νι­κές δυ­να­μι­κές και με­τα­τρέ­πε­ται σε υπο­δο­χέα των πο­λι­τι­κών δρά­σε­ων.

Στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της κρί­σης, η έκ­φρα­ση του φαι­νο­μέ­νου αυτού απο­κτά νέα ποιό­τη­τα και έντα­ση. Με το χα­ρα­κτή­ρα πο­λε­μι­κής, ο κυ­ρί­αρ­χος λόγος κα­θι­στά το Πο­λι­τι­κό ως δρα­στη­ριό­τη­τα αντα­γω­νι­στι­κή στην οι­κο­νο­μία και ευ­θέ­ως αντί­θε­τη με την κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη και ασφά­λεια. Οι πο­λι­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις εντάσ­σο­νται στην ευ­ρύ­τε­ρη “πα­θο­γέ­νεια του κέ­ντρου της πόλης”, ενώ νέες αξίες ανα­δύ­ο­νται: ευ­τα­ξία, δη­μό­σια υγεία, ασφά­λεια επεν­δύ­σε­ων. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, η συν­θή­κη δια­χεί­ρι­σης της κρί­σης ει­σά­γει στο κέ­ντρο της Αθή­νας νέες απο­τρε­πτι­κές και κα­τα­σταλ­τι­κές πρα­κτι­κές.

Το πλέγ­μα αυτό ρη­το­ρι­κής και επεμ­βά­σε­ων συ­ντεί­νει τε­λι­κά στην άρση του τόπου έκ­φρα­σης του Πο­λι­τι­κού, δη­λα­δή της χω­ρι­κής του διά­στα­σης και απο­τε­λεί ου­σια­στι­κά από­πει­ρα κα­τάρ­γη­σης των πο­λι­τι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων στο κέ­ντρο της πόλης.

Η πα­ρού­σα με­λέ­τη διε­ρευ­νά τις νέες ση­μα­σιο­δο­τή­σεις που λαμ­βά­νουν ο αστι­κός χώρος και το Πο­λι­τι­κό, εξε­τά­ζει τον εξο­βε­λι­σμό του Πο­λι­τι­κού από το κέ­ντρο της Αθή­νας και απο­πει­ρά­ται να ανα­λύ­σει τις με­τα­βο­λές στη σχέση πόλης – Πο­λι­τι­κού υπό την επί­δρα­ση των κυ­ρί­αρ­χων ιδε­ο­λο­γη­μά­των και στά­σε­ων στη συ­γκυ­ρία της κρί­σης.

Λέ­ξεις κλει­διά: Πο­λι­τι­κό, Κέ­ντρο Πόλης, Δη­μό­σιος/Κυ­ρί­αρ­χος λόγος, Κρίση


1. Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΚΟΥ

«Ο χώρος», σύμ­φω­να με το Lefebvre, «έχει δια­μορ­φω­θεί, δια­πλα­στεί από ιστο­ρι­κά ή φυ­σι­κά στοι­χεία, μα έχει δια­μορ­φω­θεί πο­λι­τι­κά. Ο χώρος είναι πο­λι­τι­κός και ιδε­ο­λο­γι­κός. Είναι κατά λέξη μια πα­ρά­στα­ση γε­μά­τη ιδε­ο­λο­γία». Δη­λα­δή, είναι ένα κοι­νω­νι­κό προ­ϊ­όν και ταυ­τό­χρο­να ένα προ­ϊ­όν της ιστο­ρί­ας.

Πιο συ­γκε­κρι­μέ­να, οι πό­λεις, όπως επι­ση­μαί­νει και ο D. Harvey, είναι κέ­ντρα συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου και συ­νε­πώς πεδίο τα­ξι­κού αντα­γω­νι­σμού και κοι­νω­νι­κών συ­γκρού­σε­ων. Είναι ο τόπος συ­νά­ντη­σης της κα­τοί­κη­σης, της διοί­κη­σης και της πα­ρα­γω­γής, χώρος κατ’ εξο­χήν βί­ω­σης της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας στο "σύγ­χρο­νο" κόσμο, με το δη­μό­σιο χώρο τους να απο­τε­λεί πα­ρα­δο­σια­κά και τον πυ­ρή­να της χω­ρι­κής απο­τύ­πω­σης των πο­λι­τι­κών αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων της κοι­νω­νί­ας. Είναι ο τόπος τόσο της συ­μπύ­κνω­σης των επι­διώ­ξε­ων της εξου­σί­ας, όσο και των κι­νη­μά­των που αντι­στέ­κο­νται σ’ αυτή (Harvey, 2011).

«Η κε­ντρι­κό­τη­τα είναι συ­στα­τι­κή της αστι­κής ζωής» (Lefebvre, 2007) και συ­νε­πώς ο πλέον προ­νο­μια­κός χώρος κοι­νω­νι­κής συ­νά­ντη­σης, πο­λι­τι­κής έκ­φρα­σης και πρα­κτι­κής στην πόλη είναι το κέ­ντρο της. Στο κέ­ντρο της πόλης έχουν ιστο­ρι­κά εκ­δη­λω­θεί και απο­τυ­πω­θεί οι τα­ξι­κές συ­γκρού­σεις, οι πο­λι­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις, οι εξε­γέρ­σεις, οι επα­να­στά­σεις, και βε­βαί­ως ο θρί­αμ­βος ή η κα­τα­στο­λή επ’ αυτών.

Η Αθήνα, στη σύ­ντο­μη ιστο­ρία της ως πο­λι­τι­κό και πα­ρα­γω­γι­κό κέ­ντρο της χώρας, δεν απο­τε­λεί εξαί­ρε­ση, και μ’ αυτή την έν­νοια, είναι ο κα­τε­ξο­χήν τόπος όπου εμ­φα­νί­ζο­νται οι κοι­νω­νι­κοί και οι­κο­νο­μι­κοί με­τα­σχη­μα­τι­σμοί, με το δη­μό­σιο χώρο της να γί­νε­ται κατά συ­νέ­πεια ο κύ­ριος δέ­κτης των αντί­στοι­χων πο­λι­τι­κών συ­γκρού­σε­ων. Από την 3η Σε­πτέμ­βρη και την πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος το 1843 έως τα Ιου­λια­νά, την εξέ­γερ­ση του Πο­λυ­τε­χνεί­ου και τους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες της με­τα­πο­λί­τευ­σης, στο κέ­ντρο της Αθή­νας κα­τα­γρά­φε­ται η έκ­φρα­ση του Πο­λι­τι­κού ως αντα­γω­νι­σμού με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών συλ­λο­γι­κών υπο­κει­μέ­νων.

Πα­ράλ­λη­λα, η πο­λι­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή εξου­σία επι­χει­ρεί να μορ­φο­ποι­ή­σει αυτό τον ίδιο χώρο, τόσο σε πραγ­μα­τι­κό όσο και σε φα­ντα­σια­κό επί­πε­δο: τον "γε­μί­ζει" με ένα πλή­θος δια­δι­κα­σιών και ει­κό­νων (δη­μό­σιων κτη­ρί­ων, κα­τα­στη­μά­των, λε­ω­φό­ρων) δη­λω­τι­κών της κυ­ριαρ­χί­ας της, ενώ ταυ­τό­χρο­να εξα­σφα­λί­ζει τη δια­χεί­ρι­σή του μέσω της αστυ­νό­μευ­σης και της κα­τα­στο­λής.

Με πυ­ρή­να λοι­πόν το κέ­ντρο της πόλης, ανα­πτύσ­σε­ται ιστο­ρι­κά ο δη­μό­σιος λόγος που αφορά στις κοι­νω­νι­κές, και δη τα­ξι­κές συ­γκρού­σεις. Πρό­κει­ται για τον κα­τε­ξο­χήν δη­μό­σιο πο­λι­τι­κό λόγο, καθώς απο­τε­λεί την απο­τύ­πω­ση της επι­κρα­τού­σας ιδε­ο­λο­γί­ας στη δη­μό­σια ρη­το­ρι­κή, δη­λα­δή, ενέ­χει ολό­κλη­ρο το φάσμα των αντι­λή­ψε­ων που απο­λαμ­βά­νουν κά­ποιο κοι­νω­νι­κό κύρος. Ο λόγος αυτός, σύμ­φω­να με όσα κα­τα­γρά­φο­νται πα­ρα­πά­νω, πα­ρα­δο­σια­κά διέ­πε­ται από την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του χω­ρι­κού ζη­τή­μα­τος, και την ανά­λο­γη «χω­ρι­κο­ποί­η­ση» των πο­λι­τι­κών και ιδε­ο­λο­γι­κών συ­γκρού­σε­ων. Διέ­πε­ται δη­λα­δή ιστο­ρι­κά από την πα­ρα­δο­χή πως το πο­λι­τι­κό επί­δι­κο είναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νο με την πόλη που το ανα­δει­κνύ­ει.

2. Η ΜΕ­ΤΑ­ΜΟ­ΝΤΕΡ­ΝΑ ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΣΗ. Ο ΕΞΟ­ΒΕ­ΛΙ­ΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙΟ ΛΟΓΟ

Ωστό­σο, τα τε­λευ­ταία χρό­νια, πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας την επι­κυ­ριαρ­χία των με­τα­νε­ω­τε­ρι­κών ιδε­ο­λο­γη­μά­των πάνω στο δη­μό­σιο λόγο, πα­ρα­τη­ρεί­ται μια ακρι­βώς αντί­θε­τη τάση. Πρό­κει­ται για μια δια­δι­κα­σία που λαμ­βά­νει χώρα σε διε­θνές επί­πε­δο και συ­να­ντά­ται σε ολό­κλη­ρο το δυ­τι­κό κόσμο, ενώ στην ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση γί­νε­ται εμ­φα­νής κυ­ρί­ως από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του ’80 και μετά, αν και ως –εν πολ­λοίς λαν­θά­νου­σα- δια­δι­κα­σία είναι υπαρ­κτή καθ’ όλη τη διάρ­κεια της πε­ριό­δου που ονο­μά­ζου­με «με­τα­πο­λί­τευ­ση» (Σε­βα­στά­κης, 2004).

Σύμ­φω­να μ’ αυτήν, οι «με­γά­λες αφη­γή­σεις» των χρό­νων της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας (κό­σμος της αγο­ράς- κα­πι­τα­λι­σμός, κό­σμος της ερ­γα­σί­ας- σο­σια­λι­σμός) υπο­χω­ρούν για να δώ­σουν τη θέση τους σε μία και μόνη κυ­ρί­αρ­χη αφή­γη­ση, αυτή της ανά­πτυ­ξης (των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­να­το­τή­των και κατ’ επέ­κτα­ση του βιο­τι­κού επι­πέ­δου, του πο­λι­τι­σμού και κάθε έκ­φαν­σης της ζωής) που -υπο­τί­θε­ται ότι- ευ­νο­εί το σύ­νο­λο της κοι­νω­νί­ας. Οι κοι­νω­νι­κές συ­γκρού­σεις δεν μπο­ρούν βέ­βαια να εκλεί­ψουν εντε­λώς, ωστό­σο στα­δια­κά πε­ριο­ρί­ζο­νται, μέχρι του ση­μεί­ου να εν­σω­μα­τω­θούν ολο­κλη­ρω­τι­κά, εντός του πλαι­σί­ου αυτής της μο­να­δι­κής αφή­γη­σης, στην οποία προσ­δί­δε­ται -προ­κει­μέ­νου να πα­ρα­μεί­νει πει­στι­κή- ένας κα­θα­ρά υλι­κός, με­τρή­σι­μος και συ­νε­πώς λί­γο-πο­λύ αντι­κει­με­νι­κός χα­ρα­κτή­ρας (Lefebvre, 1988).

Στο πο­λι­τι­κό πεδίο ει­δι­κό­τε­ρα, η κυ­ρί­αρ­χη τάση της φι­λε­λεύ­θε­ρης σκέ­ψης που χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από μια ορ­θο­λο­γι­κή και ατο­μι­κι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση, όπως με­θερ­μη­νεύ­ε­ται στη με­τά­βα­σή της από τον κλασ­σι­κό φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό στην με­τα­μο­ντέρ­να φάση της μα­ζι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, απο­κλεί­ει την ανα­γνώ­ρι­ση των συλ­λο­γι­κών πο­λι­τι­κών ταυ­το­τή­των και αρ­νεί­ται ανα­πό­φευ­κτα την αντα­γω­νι­στι­κή διά­στα­ση του Πο­λι­τι­κού. Ως σκο­πός πλέον τί­θε­ται η επί­τευ­ξη της συ­ναί­νε­σης και η απώ­θη­ση της σύ­γκρου­σης επι­τυγ­χά­νε­ται με την επι­βο­λή μιας αυ­ταρ­χι­κής τάξης. Στη με­τα­πο­λι­τι­κή αυτή κα­τά­στα­ση, «οι πο­λι­τι­κοί αντα­γω­νι­σμοί δια­τυ­πώ­νο­νται με όρους ηθι­κών κα­τη­γο­ριών […] ενώ η πο­λι­τι­κή νο­εί­ται ως επί­λυ­ση τε­χνι­κών προ­βλη­μά­των» (Mouffe, 2010).

Έτσι, βλέ­που­με να συ­γκρο­τεί­ται ένας νέος διεκ­δι­κη­τι­κός, ση­μεια­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος και εν τέλει πο­λυ­δια­σπα­σμέ­νος δη­μό­σιος λόγος (κι­νή­μα­τα ταυ­τό­τη­τας, φύλου, life-style, Α.Μ.Ε.Α. κλπ) που εστιά­ζει στο άτομο (Κόκ­κι­νες Σε­λί­δες, 2012) και απο­στε­ρεί­ται το συλ­λο­γι­κό του χα­ρα­κτή­ρα. Ταυ­τό­χρο­να βέ­βαια, χά­νε­ται η δυ­να­τό­τη­τα αμ­φι­σβή­τη­σης της ιδε­ο­λο­γι­κής και πο­λι­τι­κής του βάσης, καθώς και η χω­ρι­κά εντο­πι­σμέ­νη απο­τύ­πω­σή του. Πα­ρα­τη­ρεί­ται έτσι η από-"χω­ρι­κο­ποί­η­ση" του δη­μό­σιου πο­λι­τι­κού λόγου.

Αυτό δεν ση­μαί­νει  πως τα ζη­τή­μα­τα, που άπτο­νται του χώρου (της πόλης) και της πα­ρα­γω­γής του, εξα­φα­νί­ζο­νται. Αντί­θε­τα, μια σειρά εντο­πι­σμέ­νων στο χώρο διεκ­δι­κή­σε­ων φέρ­νει τα ζη­τή­μα­τα της πόλης στο προ­σκή­νιο με μια ίσως πρω­το­φα­νή έντα­ση, απο­συν­δε­δε­μέ­να ωστό­σο από τις υπό­λοι­πες πα­ρα­μέ­τρους της κοι­νω­νι­κής ζωής, επεν­δυ­μέ­να με ένα μαν­δύα κα­θο­λι­κό­τη­τας και επι­στη­μο­νι­σμού: ανα­ζη­τού­νται οι λύ­σεις εκεί­νες που θα βελ­τιώ­σουν τις συν­θή­κες δια­βί­ω­σης για όλους τους κα­τοί­κους και τους χρή­στες της, ανε­ξάρ­τη­τα από την κοι­νω­νι­κή- τα­ξι­κή τους θέση, με­τα­τρέ­πο­ντας ένα κα­τε­ξο­χήν πο­λι­τι­κό πρό­βλη­μα σε τε­χνι­κό και εκ­χω­ρώ­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα άρ­θρω­σης λόγου σχε­τι­κού με το χώρο σε μια μικρή ομάδα επι­στη­μο­νι­κά κα­ταρ­τι­σμέ­νων "ει­δι­κών"- τε­χνο­κρα­τών. Έτσι, δια­πι­στώ­νε­ται πα­ράλ­λη­λα μια από-πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του χω­ρι­κού ζη­τή­μα­τος.  

Αυτό το ιδε­ο­λο­γι­κό τέ­χνα­σμα δίνει τη δυ­να­τό­τη­τα σε μια πε­ρί­ο­δο έκτα­κτης ανά­γκης (βλ. βαθιά και δο­μι­κή κρίση/ ύφεση) στους δια­χει­ρι­στές της δη­μό­σιας συ­ζή­τη­σης να εξο­μοιώ­σουν το δη­μό­σιο με τον κυ­ρί­αρ­χο λόγο, στο όνομα του κοι­νού καλού (Bauman, 2009). Αντι­με­τω­πί­ζου­με λοι­πόν το πα­ρά­δο­ξο, σε μια πε­ρί­ο­δο που οι κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις και τα απο­τε­λέ­σμα­τα των πο­λι­τι­κών επι­λο­γών της εξου­σί­ας απο­τυ­πώ­νο­νται με διαρ­κώς αυ­ξα­νό­με­νη έντα­ση στο δη­μό­σιο χώρο της πόλης, η πο­λι­τι­κή διά­στα­ση να εξο­βε­λί­ζε­ται σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κά από το δη­μό­σιο λόγο που εκ­φέ­ρε­ται γύρω απ’ αυτήν.

3. Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΗΣ– ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΚΟΥ. Ο ΕΞΟ­ΒΕ­ΛΙ­ΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟ­ΛΙ­ΤΙ­ΚΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Στην προ­σέγ­γι­ση της με­ταλ­λα­γής της σχέ­σης πόλης και Πο­λι­τι­κού, δια­πι­στώ­νο­νται δύο πα­ράλ­λη­λες κα­τευ­θύν­σεις, όπως πα­ρα­τη­ρού­νται στη διε­θνή πρα­κτι­κή και δια­μορ­φώ­νουν τις τά­σεις πα­ρα­γω­γής του αστι­κού χώρου. Τον πρώτο άξονα απο­τε­λεί το "όραμα της ανά­πτυ­ξης", με κύριο πεδίο εφαρ­μο­γής τους πυ­ρή­νες των πό­λε­ων, και η κα­τα­σκευή της ει­κό­νας της νέας μη­τρό­πο­λης, με τη ρι­ζι­κή ανα­διάρ­θρω­ση του χώρου υπό την επί­δρα­ση κα­θο­ρι­σμέ­νων δυ­νά­με­ων. Έπει­τα, η απο­πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του χώρου πραγ­μα­τώ­νε­ται μέσα από την κα­τα­στο­λή, τόσο με πο­λι­τι­κές γε­νι­κευ­μέ­νης μη­δε­νι­κής ανο­χής, όσο και με πρα­κτι­κές και επι­χει­ρή­σεις, στο­χευ­μέ­νες ενά­ντια στην πο­λι­τι­κή δράση. Και οι δύο αυτές κα­τευ­θύν­σεις συ­νο­ψί­ζουν στοι­χεία που οδη­γούν στη με­ταλ­λα­γή της σχέ­σης, όπως έχει ορι­στεί, κυ­ρί­ως όμως συλ­λει­τουρ­γούν απο­διαρ­θρώ­νο­ντας την πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση του χώρου, με­τα­βάλ­λο­ντας την ίδια την έν­νοια του Πο­λι­τι­κού και επι­τυγ­χά­νο­ντας στα­δια­κά τον ολο­κλη­ρω­τι­κό διωγ­μό του πο­λι­τι­κού από την πόλη.

Αν θε­ω­ρή­σου­με πως η πόλη προ­κύ­πτει ως γε­ω­γρα­φι­κή και κοι­νω­νι­κή συ­γκέ­ντρω­ση ενός κε­φα­λαί­ου (Harvey, 2013), τότε η ανά­πτυ­ξή της συν­δέ­ε­ται άμεσα με τη συ­νε­χή επέ­κτα­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής, μέσω των διαρ­κών επα­νε­πεν­δύ­σε­ων κε­φα­λαί­ου στον αστι­κό χώρο.Η πα­ρα­γω­γή του αστι­κού χώρου φέρει έντο­να τα­ξι­κό πρό­ση­μο, καθώς το πλε­ό­να­σμα που πα­ρά­γε­ται πε­ριέρ­χε­ται στον έλεγ­χο λίγων, αλλά και κα­τα­νέ­με­ται χω­ρι­κά με άνισο τρόπο. Με αυτή την έν­νοια, θα πρέ­πει να εξε­τά­σου­με και τη δια­δι­κα­σία της ανι­σο­με­ρούς ανά­πτυ­ξης του, ως απο­τέ­λε­σμα διερ­γα­σιών που κα­θο­ρί­ζουν και με­τα­βά­λουν τις αξίες της γης, ενώ πα­ράλ­λη­λα αλ­λά­ζουν την κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση της πόλης.

Από τις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τί­ες, η ανά­πτυ­ξη των πό­λε­ων των πιο ανε­πτυγ­μέ­νων δυ­τι­κών οι­κο­νο­μιών διε­ξά­χθη­κε μέσα από την επέ­κτα­σή τους προς τα προ­ά­στια, σε νέες δη­λα­δή πε­ρια­στι­κές εκτά­σεις, με χα­μη­λές αξίες γης, οι οποί­ες προ­σφέ­ρο­νται για τη δη­μιουρ­γία νέων πε­ριο­χών κα­τοι­κί­ας. Η επέν­δυ­ση κε­φα­λαί­ου στο νέο αυτό πεδίο και η από­συρ­σή του από τα αστι­κά κέ­ντρα επέ­φε­ρε στα­δια­κά την υπο­τί­μη­ση των αξιών γης στο κέ­ντρο και την απα­ξί­ω­ση των πε­ριο­χών αυτών. Στα πλαί­σια της γε­ω­γρα­φι­κής αυτής κί­νη­σης του, το κε­φά­λαιο θα επι­στρέ­ψει στις πε­ριο­χές αυτές, όταν πλέον η επα­νε­πέν­δυ­ση θα εξα­σφα­λί­σει την εντα­τι­κό­τε­ρη και πιο προ­σο­δο­φό­ρα χρήση τους (Κο­μπρε­σέρ, 2012).

Ο διαρ­κής αυτός με­τα­σχη­μα­τι­σμός του αστι­κού χώρου δε θα μπο­ρού­σε παρά να πα­ρά­ξει με τη σειρά του ρι­ζι­κές με­τα­βο­λές και σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο. Στο πα­ρα­πά­νω πλαί­σιο, επι­χει­ρεί­ται ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός της κοι­νω­νι­κής σύν­θε­σης των εκά­στο­τε πε­ριο­χών προς εκ­με­τάλ­λευ­ση, με την αντι­κα­τά­στα­ση των πα­λαιό­τε­ρων κα­τοί­κων τους (χα­μη­λά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, με­τα­νά­στες, μειο­νο­τι­κές ή πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νες ομά­δες) με νέους, οι οποί­οι προ­έρ­χο­νται κατά κύριο λόγο από με­σαία κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, με το προ­κά­λυμ­μα της εξυ­γί­αν­σης ή -όπως υπο­δει­κνύ­ει η διε­θνής επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία- του εξευ­γε­νι­σμού τους. Στη δια­δι­κα­σία αυτή κα­θο­ρι­στι­κός είναι ο ρόλος του κα­τα­σκευα­στι­κού και κτη­μα­το­με­σι­τι­κού κε­φα­λαί­ου, των εκά­στο­τε "κα­τα­να­λω­τι­κών" τά­σε­ων των αγο­ρα­στών και ενοι­κια­στών ακι­νή­των, αλλά του κρά­τους, ως θε­σμι­κού ρυθ­μι­στή αυτών των διερ­γα­σιών.

 Η ανα­διάρ­θρω­ση του αστι­κού χώρου ολο­κλη­ρώ­νε­ται μέσω του με­τα­σχη­μα­τι­σμού του και πο­λι­τι­σμι­κού προ­τύ­που.Ένα συ­νον­θύ­λευ­μα θε­α­μα­τι­κών τόπων και εμπει­ριών, νέο-ει­σαγ­μέ­νων ή ακόμα πρό­σφα­τα ανα­κα­λυμ­μέ­νων αρε­τών του κέ­ντρου, απο­τε­λεί τη βάση για την επέν­δυ­ση ενός πο­λι­τι­σμι­κού κε­φα­λαί­ου (Κο­μπρε­σέρ, 2012). Έτσι, προ­ω­θεί­ται η κα­τα­σκευή της φα­ντα­σια­κής ει­κό­νας της πόλης, με μη­χα­νι­σμούς προ­βο­λής (branding) που εξα­σφα­λί­ζουν τη μο­να­δι­κό­τη­τά της (Πα­γώ­νης, 2004). Ο  υλι­κός χώρος της πόλης, εκ­συγ­χρο­νί­ζε­ται από τις  επεν­δύ­σεις και γί­νε­ται πεδίο αντα­πό­δο­σης αυτών.  Η ελ­κυ­στι­κό­τη­τα έχει ως σκοπό την ίδια την επεν­δυ­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και την εν­θάρ­ρυν­ση της του­ρι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Με τους στό­χους αυ­τούς, δια­τυ­πώ­νε­ται ένα νέο σύ­στη­μα αξιών που διέ­πει τη δια­μόρ­φω­ση του χώρου, αλλά και η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Η ευ­τα­ξία και η ασφά­λεια απο­τε­λούν πυ­ρή­να των αξιών αυτών, ενώ στο­χο­ποιού­νται δρά­σεις και υπο­κεί­με­να. Το Πο­λι­τι­κό, σύμ­φω­να με τον κυ­ρί­αρ­χο λόγο, απει­λεί την ευ­ρυθ­μία των νέων λει­τουρ­γιών του κέ­ντρου πόλης και την ει­κό­να του και άρα οφεί­λει να κα­θαι­ρεί­ται από αυτό.

Η ενερ­γο­ποί­η­ση των κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών επι­τε­λεί, με τη σειρά της, έναν ει­δι­κό ερ­γα­λεια­κό ρόλο στη δια­τή­ρη­ση αυτής της φα­ντα­σια­κής ει­κό­νας. Το κρά­τος προ­τάσ­σει τη μη­δε­νι­κή ανοχή απέ­να­ντι σε φαι­νό­με­να που απει­λούν την ποιό­τη­τα ζωής και την ευ­η­με­ρία των κα­τοί­κων (ποιών απ’ όλους) της πόλης, εφαρ­μό­ζο­ντας πρα­κτι­κές προ­λη­πτι­κής αστυ­νό­μευ­σης και διωγ­μού των υπο­κει­μέ­νων που «ταυ­τί­ζο­νται» με αυτά τα φαι­νό­με­να (Smith, 2012).  Έτσι, ανα­διορ­γα­νώ­νει το χώρο με αμε­σό­τε­ρους τρό­πους. O αυ­ξα­νό­με­νος ρόλος της αστυ­νο­μί­ας απο­κα­λύ­πτει τη θέση της ως «πο­λε­ο­δο­μι­κού σχε­δια­στή» του κέ­ντρου (Davis, 2008).

Ερ­γα­λεία απο­τε­λούν ο έλεγ­χος και η επι­τή­ρη­ση στο δη­μό­σιο χώρο, με στόχο την πρό­λη­ψη και την άμεση απο­μά­κρυν­ση δρα­στη­ριο­τή­των και κοι­νω­νι­κών ομά­δων, με επι­χει­ρή­σεις εξυ­γί­αν­σης. Στην καρ­διά αυτών εντο­πί­ζε­ται  μία κα­τα­σκευα­σμέ­νη ηθική που στα­θε­ρο­ποιεί τον έλεγ­χο, την ευ­νο­μία και την πά­τα­ξη του εγκλή­μα­τος. Ο συ­γκρου­σια­κός χα­ρα­κτή­ρας του Πο­λι­τι­κού και η πο­λι­τι­κή δράση ονο­μά­ζο­νται «πο­λι­τι­κή βία» (Κα­μί­νης, 2013), στο­χο­ποιού­νται και εκ­διώ­κο­νται καθώς εντάσ­σο­νται στην αστι­κή πα­θο­γέ­νεια και συμ­βάλ­λουν στην επι­κρά­τη­ση της ανο­μί­ας.

Στις πρα­κτι­κές αυτές, δια­πι­στώ­νε­ται πως η εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα απο­κτά απτή υπό­στα­ση στο χώρο, ταυ­τί­ζε­ται με συ­γκε­κρι­μέ­να κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να μέσα στο αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον (Smith, 2012), προ­σω­πο­ποιεί­ται στο με­τα­νά­στη, τον επαί­τη, το δια­δη­λω­τή.  Στη λο­γι­κή αυτή, οι εν­δεί­ξεις και τα κρού­σμα­τα γί­νο­νται ένα, τα συμ­πτώ­μα­τα ορί­ζο­νται ως η αιτία (Κο­μπρε­σέρ, 2012) και ως τέ­τοια πρέ­πει πα­τα­χθούν.

Στην πε­ρί­πτω­ση της Αθή­νας θα μπο­ρού­σε κα­νείς εύ­κο­λα να πα­ρα­τη­ρή­σει μια ανα­ντι­στοι­χία ανά­με­σα στις εξαγ­γε­λί­ες στό­χων στο πεδίο του δη­μό­σιου (κυ­ρί­αρ­χου) λόγου και στην υλο­ποί­η­σή τους από την αγορά. Πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για μια αδυ­να­μία του εγ­χώ­ριου οι­κο­δο­μι­κού και κτη­μα­το­με­σι­τι­κού κε­φα­λαί­ου να ολο­κλη­ρώ­σει τις προ­α­να­φερ­θεί­σες δια­δι­κα­σί­ες που οδη­γεί στο πα­ρά­δο­ξο αυτό.

Οι λόγοι είναι αρ­κε­τά εμ­φα­νείς. Η πο­λυ­δια­σπα­σμέ­νη και ιδιαί­τε­ρα μικρή ιδιο­κτη­σία που κυ­ριαρ­χεί στην εγ­χώ­ρια συν­θή­κη και η συ­να­κό­λου­θη (και μο­να­δι­κή στα κα­πι­τα­λι­στι­κά χρο­νι­κά) ρύθ­μι­ση της αντι­πα­ρο­χής, που με τη σειρά της επέ­τρε­ψε την σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κή αποχή του κρά­τους από την υπο­χρέ­ω­ση στέ­γα­σης των ασθε­νέ­στε­ρων οι­κο­νο­μι­κά στρω­μά­των. Οι κε­ντρι­κές πα­ρεμ­βά­σεις τύπου gentrificationδυ­σχε­ραί­νουν λόγω της έλ­λει­ψης με­γά­λων ιδιο­κτη­σιών στο κέ­ντρο της πόλης, της απου­σία τε­ρά­στιων στε­γα­στι­κών μπλοκ– ερ­γα­τι­κών κα­τοι­κιών, που λει­τουρ­γούν ως πυ­ρή­νες δια­χει­ρι­ζό­με­νης υπο­βάθ­μι­σης, καθώς και της δυ­σκο­λί­ας κα­θα­ρής «προ­α­στιο­ποί­η­σης» (και συ­νε­πώς ζω­νο­ποί­η­σης). Έτσι, ως βα­σι­κό πρό­βλη­μα εντο­πί­ζε­ται η –κατ’ αντι­στοι­χία με την κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη ιδιο­κτη­σία– μι­κρής έντα­σης (αν και σε γι­γα­ντιαία κλί­μα­κα) και κατά συ­νέ­πεια πο­λυ­δια­σπα­σμέ­νη οι­κο­δο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, που ταυ­τό­χρο­να εγκα­θι­δρύ­ει ένα πο­λύ­πλευ­ρο και χα­ο­τι­κό πλέγ­μα εξαρ­τή­σε­ων με την πο­λι­τι­κή– διοι­κη­τι­κή εξου­σία, αφού κα­θι­στά ασύμ­φο­ρες έως απα­γο­ρευ­τι­κές τέ­τοιου τύπου επεν­δύ­σεις.

Με απο­δυ­να­μω­μέ­νη λοι­πόν την κα­θαυ­τή οι­κο­νο­μι­κή διείσ­δυ­ση, η σύ­γκλι­ση των δύο ταυ­τό­χρο­νων και ανε­ξάρ­τη­των κα­τευ­θύν­σε­ων δια­φαί­νε­ται, κα­ταρ­χήν, στη με­τα­τό­πι­ση  του κυ­ρί­αρ­χου λόγου για το κέ­ντρο της πόλης, ως προ­α­παι­τού­με­νο για την εξα­σφά­λι­ση της κοι­νω­νι­κής συ­ναί­νε­σης και συ­νο­χής, με πρό­σχη­μα την εμπέ­δω­ση των επι­κα­λού­με­νων χω­ρι­κών ανα­διαρ­θρώ­σε­ων. Κοινή συ­νι­στα­μέ­νη των επι­μέ­ρους με­ταλ­λα­γών που εντο­πί­ζο­νται απο­τε­λεί η βαθ­μιαία εκ­δί­ω­ξη του Πο­λι­τι­κού από τον αστι­κό καμβά.

Στην κυ­ρί­αρ­χη ρη­το­ρι­κή ανα­γνω­ρί­ζο­νται δύο θε­μέ­λιοι άξο­νες. Κατ' αρχήν, δια­φαί­νε­ται η στο­χο­ποί­η­ση κοι­νω­νι­κών ομά­δων και συ­γκε­κρι­μέ­να των φτω­χών και των με­τα­να­στών ως κύ­ριων υπαί­τιων για τον αστι­κό μα­ρα­σμό, όπως ήδη ανα­πτύ­χθη­κε. Επί­σης, η κα­τοί­κη­σή του από τις πα­ρα­πά­νω ομά­δες και η κα­το­χύ­ρω­σή του ως σκηνή πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων, ανά­γο­νται σε πα­ρά­γο­ντες της "υπο­βάθ­μι­σης" του. Τα γε­γο­νό­τα με­γε­θύ­νο­νται και δια­στρε­βλώ­νο­νται, δια μέσω του κυ­ρί­αρ­χου λόγου, ώστε να γίνει κοινά απο­δε­κτή μία κα­τά­στα­ση εξαί­ρε­σης, με άμεση ανά­γκη επέμ­βα­σης. Από τα με­γά­λα έργα υπο­δο­μών της δε­κα­ε­τί­ας του ’90, με τα πρώτα θε­τι­κά προ­τάγ­μα­τα για τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό της πόλης, στο ιδε­ο­λό­γη­μα της πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας την πε­ρί­ο­δο προ­ε­τοι­μα­σί­ας και υπο­δο­χής των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων, στο ερει­πω­μέ­νο κέ­ντρο και στο "άβατο" του 2008, δια­πι­στώ­νε­ται η εντα­τι­κο­ποί­η­ση και η τρά­χυν­ση του λόγου για το χώρο της πόλης, από τις αρχές της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης.

Η κρίση, στην πα­ρού­σα με­λέ­τη, αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως δια­δι­κα­σία επι­τά­χυν­σης, ένας κα­τα­λύ­της που συ­μπυ­κνώ­νει γε­γο­νό­τα στο χρόνο και στο χώρο. Με αυτήν την οπτι­κή, γί­νε­ται σαφές πως καθώς τα κα­τη­γο­ρη­τή­ρια για το κέ­ντρο πλη­θαί­νουν προ­ο­δευ­τι­κά, το Πο­λι­τι­κό βίαια απο­σύ­ρε­ται από το προ­σκή­νιο με τους τρό­πους που πε­ρι­γρά­φη­καν πα­ρα­πά­νω. Στην κα­τεύ­θυν­ση του ανα­πτυ­ξια­κού ορά­μα­τος, ο στό­χος να «ανα­κα­τα­λά­βου­με τις πό­λεις μας» (ομι­λία Σα­μα­ρά Α., 29.3.2012), εν­σαρ­κώ­νει μία εκ­δι­κη­τι­κή και αντι­δρα­στι­κή φαυ­λό­τη­τα ενά­ντια σε διά­φο­ρους πλη­θυ­σμούς που κα­τη­γο­ρού­νται ότι "έκλε­ψαν" την πόλη  (Smith, 1996). Τα τρέ­χο­ντα σχέ­δια για το κέ­ντρο, με έναν χα­ρα­κτή­ρα πο­λι­τι­σμι­κής ανα­γέν­νη­σης, κα­θο­ρί­ζουν ρό­λους συμ­βα­τούς, όπως  οι «λά­τρεις του πο­δή­λα­του» (Τα Νέα, 2013) και τα «νέα δη­μιουρ­γι­κά ζευ­γά­ρια» (ΥΠΕΚΑ, Δελ­τίο Τύπου 4.10.2010), και αντι­φα­τι­κούς προς το όραμα. Η βρα­βευ­μέ­νη "λύση" για το κέ­ντρο της πόλης επι­λέ­γε­ται με βάση την «αι­σθη­τι­κή  και τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τα» (Τουρ­νι­κιώ­της, Τα Νέα, 2013), ως κύ­ριες προ­ϋ­πο­θέ­σεις ώστε το «κέ­ντρο της Αθή­νας να μπο­ρεί να είναι ο επί της ου­σί­ας δη­μό­σιος χώρος της πόλης [...] των κα­τοί­κων της» (Κου­βέ­λης, Τα Νέα, 2013). Η θε­σμο­θε­τη­μέ­νη επί­σπευ­σή των σχε­δί­ων αυτών, όπως για πα­ρά­δειγ­μα με την έντα­ξή τους σε δια­δι­κα­σία fast- track, πε­ρι­γρά­φει αυτήν ακρι­βώς την εντα­τι­κο­ποί­η­ση εκ­με­τάλ­λευ­σης του αστι­κού χώρου σε έκτα­κτες συν­θή­κες και την απο­σιώ­πη­ση δια­στά­σε­ων της πόλης που μέχρι τώρα ήταν συ­νυ­φα­σμέ­νες με αυτήν, όπως η εκ­δή­λω­ση του Πο­λι­τι­κού.  Όταν κυ­ριαρ­χεί η αντί­λη­ψη πως «χά­σα­με από τους με­τα­νά­στες την Ομό­νοια, χά­νου­με το Σύ­νταγ­μα λόγω ‘Αγα­να­κτι­σμέ­νω­ν’» (Κα­θη­με­ρι­νή, 2011), είναι επό­με­νη η άμεση απά­ντη­ση με δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής και επι­χει­ρή­σεις.

Σε αυτήν την κα­τεύ­θυν­ση, η επι­χεί­ρη­ση "Ξέ­νιος Ζευς" κρί­νε­ται πως έχει αλ­λά­ξει ως ένα βαθμό την ει­κό­να γε­νι­κευ­μέ­νης ανο­μί­ας στο κέ­ντρο και επη­ρε­ά­ζει θε­τι­κά την οι­κο­νο­μία, με την πι­θα­νή αύ­ξη­ση του του­ρι­σμού και την αντα­πό­κρι­ση των ξένων αγο­ρών (Κα­θη­με­ρι­νή, 2012γ). Αντί­στοι­χα, η εκ­κέ­νω­ση δε­κά­δων χώρων «"όμη­ρων" από αναρ­χι­κούς, αστέ­γους και με­τα­νά­στες» (Κα­θη­με­ρι­νή, 2013), δίνει σαφές πο­λι­τι­κό στίγ­μα στην ανα­τρο­πή της «κα­θο­λι­κής εστί­ας ανο­μί­ας» του κέ­ντρου (Δέν­διας, 2013), εκεί όπου οι «δεί­κτες αρ­ρώ­στιας, φτώ­χειας και δυ­στυ­χί­ας χτυ­πούν κόκ­κι­νο» (Κα­θη­με­ρι­νή, 2012α). Επι­πλέ­ον, εκτός από τις "υγειο­νο­μι­κές βόμ­βες", απει­λή απο­τε­λούν τα Πα­νε­πι­στη­μια­κά Ιδρύ­μα­τα, καθώς «το πα­νε­πι­στη­μια­κό άσυλο έχει εκ­πέ­σει σε άσυλο της βίας και της ανο­μί­ας» (Κα­μί­νης, 2013). Τέλος, η κα­τα­στο­λή του Πο­λι­τι­κού συ­νο­ψί­ζε­ται κα­τά­δη­λα στη νο­μο­θε­τι­κή πρό­τα­ση σχε­τι­κά με την απα­γό­ρευ­ση ή τον πε­ριο­ρι­σμό των δια­δη­λώ­σε­ων  και των συ­να­θροί­σε­ων στο κέ­ντρο της πόλης, καθώς «δε συ­νυ­πάρ­χει αρ­μο­νι­κά με άλλα συ­νταγ­μα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα, όπως η απρό­σκο­πτη κοι­νω­νι­κή, οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα» (Κα­θη­με­ρι­νή, 2012β).

4. ΕΠΙ­ΛΟ­ΓΟΣ

Στην πα­ρού­σα ει­σή­γη­ση, όπως ήδη έχει απο­σα­φη­νι­στεί, θε­ω­ρεί­ται πως τα ζη­τή­μα­τα πα­ρα­γω­γής και σχε­δια­σμού του χώρου που πα­ρα­τη­ρού­νται στην Αθήνα της κρί­σης, της ανερ­γί­ας, της εξα­θλί­ω­σης και της γε­νι­κευ­μέ­νης φτώ­χειας δεν μπο­ρούν να αντι­με­τω­πι­στούν ανε­ξάρ­τη­τα από την ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή συ­γκυ­ρία. Αντί­στοι­χα, η επι­στή­μη (δη­λα­δή η δια­δι­κα­σία πα­ρα­γω­γής γνώ­σης) και μά­λι­στα μια κοι­νω­νι­κή επι­στή­μη όπως είναι η κοι­νω­νιο­λο­γία της πόλης, δεν μπο­ρεί να είναι ου­δέ­τε­ρη και αντι­κει­με­νι­κή, όπως ισχυ­ρί­ζε­ται η κυ­ρί­αρ­χη στρου­κτου­ρα­λι­στι­κή αντί­λη­ψη. Με άλλα λόγια, μια οποια­δή­πο­τε επι­στη­μο­νι­κή προ­σέγ­γι­ση των ζη­τη­μά­των της πόλης προ­ϋ­πο­θέ­τει τη σαφή δια­τύ­πω­ση της οπτι­κής του με­λε­τη­τή, για να είναι με­θο­δο­λο­γι­κά έγκυ­ρη (Castells, 1977). Το συ­γκε­κρι­μέ­νο θέμα επι­λέ­χθη­κε, ώστε να ανα­δει­χθούν οι πτυ­χές εκεί­νες, της σχέ­σης χώρου (πόλης) και κοι­νω­νί­ας που ο κυ­ρί­αρ­χος λόγος εμπρό­θε­τα αγνο­εί.

Εξε­τά­στη­κε πώς ο δη­μό­σιος χώρος στην Αθήνα τεί­νει να εμ­φα­νί­ζε­ται ως ένα τε­ρά­στιο κενό, μια ανο­λο­κλή­ρω­τη δια­δι­κα­σία με συ­γκε­κρι­μέ­νες προ­ο­πτι­κές, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν και πα­ρα­μέ­νει μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη δη­μιουρ­γία της συλ­λο­γι­κής ερ­γα­σί­ας, προ­ϊ­όν κοι­νω­νι­κό και ιστο­ρι­κό. Το δι­καί­ω­μα χρή­σης του συ­νε­πώς, θα πρέ­πει να πα­ρα­χω­ρεί­ται σε όλους όσοι συμ­με­τέ­χουν στη δη­μιουρ­γία και την ανα­πα­ρα­γω­γή του κι όχι σε αυ­τούς του τον ιδιο­ποιού­νται για πο­λι­τι­κό ή οι­κο­νο­μι­κό όφε­λος. Ακόμα κι αν οι "δη­μό­σιες επεν­δύ­σεις" δη­μιουρ­γούν κάτι που ομοιά­ζει με δη­μό­σιο χώρο -στο όνομα του κοι­νού συμ­φέ­ρο­ντος-, οι πραγ­μα­τι­κοί δι­καιού­χοι είναι τα επεν­δυ­τι­κά funds, οι υπερ­γο­λά­βοι, οι γαιο­κτή­μο­νες κλπ.

Στον βαθμό που οι πό­λεις πα­ρα­μέ­νουν τόποι συ­μπύ­κνω­σης τα­ξι­κών συ­γκρού­σε­ων και αγώ­νων,  η απε­νο­χο­ποί­η­ση και υιο­θέ­τη­ση των πο­λι­τι­κών δια­δι­κα­σιών από τους κα­τοί­κους- πραγ­μα­τι­κούς χρή­στες είναι ανα­γκαία, ώστε να επα­νοι­κειο­ποι­η­θούν και να κα­τα­στή­σουν ξανά δη­μό­σιο, τον υφαρ­πα­ζό­με­νο χώρο της πόλης. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια ανα­δύ­ο­νται, έστω  απο­σπα­σμα­τι­κά, ανά­λο­γα πα­ρα­δείγ­μα­τα: Η εξέ­γερ­ση του Δε­κέμ­βρη του 2008 που ακο­λού­θη­σε τη δο­λο­φο­νία του Γρη­γο­ρό­που­λου επα­νέ­φε­ρε μια σειρά από διεκ­δι­κή­σεις στο χώρο της πόλης, με χα­ρα­κτή­ρα πο­λι­τι­κό. Οι με­γά­λες απερ­γί­ες το κα­λο­καί­ρι του 2011 με κέ­ντρο την κα­τει­λημ­μέ­νη πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος οδή­γη­σαν στην ανά­δει­ξη ενός πρω­τό­λειου προ­τάγ­μα­τος της "άμε­σης δη­μο­κρα­τί­ας", αλλά και την δη­μιουρ­γία λαϊ­κών συ­νε­λεύ­σε­ων στις γει­το­νιές της πόλης.

Η σχέση πόλης και Πο­λι­τι­κού πα­ρα­μέ­νει αέναη και δια­λε­κτι­κή. Δεν υπάρ­χει πο­λι­τι­κή δράση που να μην απο­τυ­πώ­νε­ται στον χώρο, ούτε χω­ρι­κή με­ταλ­λα­γή χωρίς πο­λι­τι­κές δια­στά­σεις. Ο κυ­ρί­αρ­χος λόγος και οι εφαρ­μο­ζό­με­νες πρα­κτι­κές επι­χει­ρούν να το απο­σιω­πή­σουν. Με αυτήν την έν­νοια, η οπτι­κή που προ­κρί­νε­ται προ­σβλέ­πει στην ελεύ­θε­ρη χρήση του δη­μό­σιου χώρου, καθώς και της πόλης στο σύ­νο­λό της, από τα πραγ­μα­τι­κά και όχι τα κα­τα­να­λω­τι­κά της υπο­κεί­με­να, δη­λα­δή από τους κα­τοί­κους της και όχι από τους πε­λά­τες της. Αυτό όμως, προ­ϋ­πο­θέ­τει μια σειρά ρι­ζι­κών και ρι­ζο­σπα­στι­κών αλ­λα­γών σε κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό επί­πε­δο, ώστε η χρήση του δη­μό­σιου χώρου απ’ τους πραγ­μα­τι­κούς δη­μιουρ­γούς του, να είναι ελεύ­θε­ρη σε μια κοι­νω­νία που δεν θα διεμ­βο­λί­ζε­ται ούτε από τις σχέ­σεις εκ­με­τάλ­λευ­σης, ούτε από τον λόγο που αυτές πα­ρά­γουν.

5. ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Bauman Z., 2009. Ρευ­στοί και­ροί: Η ζωή την εποχή της αβε­βαιό­τη­τας, Με­ταίχ­μιο, Αθήνα.

Davis M., 2008 [1992] Πέρα από το Blade Runner. Αστι­κός έλεγ­χος- Η οι­κο­λο­γία του φόβου, μτφρ. Ηλιά­δης Ν.,  FUTURA,  Αθήνα.

Harvey D., 2011 [2005], «Η Πο­λι­τι­κή Οι­κο­νο­μία του Δη­μό­σιου Χώρου του Ντέι­βιντ Χάρ­βεϋ», μτφρ. Βου­ρε­κάς Κ., Στο:    http://​akea2011.​wordpress.​com/​2011/​04/​01/​thepo liticaleconomyofpublicspace/  [τε­λευ­ταία επί­σκε­ψη 5.10.2013]

Harvey D., 2013 [2012] Εξε­γερ­μέ­νες πό­λεις. Από το δι­καί­ω­μα στην πόλη στην επα­νά­στα­ση της πόλης, μτφρ. Χαλ­μού­κου Κ., ΚΨΜ, Αθήνα.

LefebvreH., 1988 [1971]. Αρ­χαί­οι και νέοι Ελε­ά­τες, μτφρ. Λα­μπρί­δης Μ., Έρα­σμος, Αθήνα.

LefebvreH., 2007 [1968].Δι­καί­ω­μα στην Πόλη. Χώρος και πο­λι­τι­κή, Κου­κί­δα, Αθήνα, σσ. 227-240 & 333-345.

Mouffe C., 2012. Επί του Πο­λι­τι­κού, μτφρ. Κιουπ­κιο­λής Α., Εκ­κρε­μές, Αθήνα.

SmithN., 1996. The New Urban Frontier. Gentrification and the Revanchist City, Routledge, Νέ­αΥόρ­κη.

Smith N., 2012. «Ποια νέα πο­λε­ο­δο­μία; Ο ρε­βαν­σι­σμός των ‘90s», Κο­μπρε­σέρ, Αθήνα, Τεύ­χος 4, σσ. 27-35.

Δέν­διας Ν., 2013. «Ει­σα­γω­γι­κή το­πο­θέ­τη­ση του Υπουρ­γού Δη­μό­σιας Τάξης και Προ­στα­σί­ας του Πο­λί­τη», Στο: Ζα­ρα­φω­νί­του, Χ. (επιμ.) Πόλη, εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα και ανα­σφά­λεια στην εποχή της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Πρα­κτι­κά ημε­ρί­δας, Διό­νι­κος, Αθήνα, σσ. 13-15.

Κα­θη­με­ρι­νή, 2011 «Η ελ­πί­δα στην πόλη των «Αγα­να­κτι­σμέ­νων» – οι ξένοι κι εμείς στον κα­θρέ­πτη της επι­και­ρό­τη­τας...»,  Δη­μο­σί­ευ­ση: 5.7.2011.

Κα­θη­με­ρι­νή, 2012α, «“Συ­να­γερ­μός” για τους λα­θρο­με­τα­νά­στες», Δη­μο­σί­ευ­ση: 1.4.2012.

Κα­θη­με­ρι­νή, 2012β, «Για τις δια­δη­λώ­σεις στο ιστο­ρι­κό κέ­ντρο», Κα­μί­νης, Γ. Δη­μο­σί­ευ­ση: 8.4.2012.

Κα­θη­με­ρι­νή, 2012γ, «Κι όμως, ήταν μια καλή χρο­νιά...», Δη­μο­σί­ευ­ση: 29.12.2012.

Κα­θη­με­ρι­νή, 2013, «Δε­κά­δες χώροι, «όμη­ροι» αναρ­χι­κών, αστέ­γων, με­τα­να­στών» , Δη­μο­σί­ευ­ση: 20.1.2013.

Κα­μί­νης Γ., 2013. «Το πρό­βλη­μα της βίας στην Αθήνα», Στο:  Ζα­ρα­φω­νί­του, Χ. (επιμ.) Πόλη, εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα και ανα­σφά­λεια στην εποχή της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Πρα­κτι­κά ημε­ρί­δας, Διό­νι­κος, Αθήνα, σσ. 19-22.

Κόκ­κι­νες Σε­λί­δες, 2012. «Ποιά ερ­γα­τι­κή τάξη; Πάει αυτή!...», Κόκ­κι­νες σε­λί­δες, 1(1), Λέσχη κα­τα­σκό­πων του 21ου αιώνα, Αθήνα.

Κο­μπρε­σέρ (ομάδα συ­ντα­κτών) 2012. «Rethink Gentrification: Φι­λό­δο­ξοι Με­σί­τες, Ξε­πε­σμέ­νοι Με­σο­α­στοί και Σύγ­χρο­νοι Πλη­βεί­οι στο Κέ­ντρο της Αθή­νας» , Κο­μπρε­σέρ, Αθήνα, Τεύ­χος 4, σσ. 37-51.

Castells M., 1977 [1973], «Pratique épistémologique et sciences sociales» Στο: Π. Λα­ζα­ρί­δης (επιμ.), Πόλη και κοι­νω­νία: Ιδε­ο­λο­γία, κοι­νω­νιο­λο­γι­κή θε­ω­ρία και σχε­δια­σμός, Νέα Σύ­νο­ρα Λι­βά­νης, Θεσ­σα­λο­νί­κη, σσ. 161-218.

Πα­γώ­νης Θ., 2004. «Ο φυ­σι­κός σχε­δια­σμός ως μέσο για την προ­βο­λή της πόλης: Η νέα φα­ντα­σια­κή ει­κό­να της Αθή­νας», Γε­ω­γρα­φί­ες, Αθήνα, Ιού­νιος 2004, σσ. 105-111.

Σε­βα­στά­κης Ν., 2004. Κοι­νό­το­πη χώρα: Όψεις του δη­μό­σιου χώρου και αντι­νο­μί­ες αξιών στη ση­με­ρι­νή Ελ­λά­δα, Σαβ­βά­λας, Αθήνα.

Τα Νέα, 2013. «Rethink Athens: Πρά­σι­νη ανάσα στο απα­ξιω­μέ­νο κέ­ντρο», Δη­μο­σί­ευ­ση: 28.2.2013.



Ετικέτες