Το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου σηματοδότησε την επανέναρξη των συνομιλιών μεταξύ της ελληνοκυπριακής (ε/κ) και της τουρκοκυπριακής (κ/τ) κοινότητας, με στόχο μια «λύση» του Κυπριακού, μέσα στα σημερινά δεδομένα της κρίσης, της αστάθειας, των νέων συσχετισμών και των νέων συμμαχιών στην ευρύτερη περιοχή.
Το κοινό ανακοινωθέν βασίζεται στα μέχρι σήμερα παραδεδεγμένα της ε/κ και της τ/κ ελίτ που, σε μεγάλο βαθμό, αντανακλούν τα παραδεδεγμένα της ελληνικής και τουρκικής κρατικής πολιτικής. Ενσωματώνει προηγούμενες παραδοχές που φέρουν τις πιο διαφορετικές, πολιτικά, υπογραφές: Κάνει λόγο για επανένωση της Κύπρου «με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως αυτές καθορίζονται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ» (Τάσος Παπαδόπουλος-Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, 8/7/2006). Κάνει λόγο για «μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα» και για «μια και μόνη κυριαρχία και ιθαγένεια» (Χριστόφιας-Ταλάτ, 2008). Με αυτήν την έννοια αποτελεί σύνοψη των διεργασιών μεταξύ της ε/κ και τ/κ ηγεσίας (για περισσότερα δες στο Σταύρος Τομπάζος: «Επιτέλους επανέναρξη των συνομιλιών», στο RedNotebook).
Η κοινή δήλωση υπογραμμίζει ότι «τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί, μέχρι να συμφωνηθούν όλα».
Από την άποψη αυτή δεν είναι φρόνιμο να τοποθετηθεί κανείς –και ιδιαίτερα η Αριστερά- με έναν τρόπο οριστικό και δεσμευτικό, πριν ενημερωθεί πιο ουσιαστικά.
Η εκ προοιμίου απόρριψη των συνομιλιών εκ μέρους ενός τμήματος της «πατριωτικής» Αριστεράς (που πάει χέρι-χέρι με την πατριωτική Δεξιά, ακόμα και την ακροδεξιά) ουσιαστικά είναι επανάληψη μιας προϋπάρχουσας τοποθέτησης: να διατηρηθεί το στάτους κβο, μέχρι να βρεθεί η δυνατότητα ή η ευκαιρία από την πλευρά του ελληνικού κράτους να ανατρέψει manu militari (για να θυμηθούμε ένα παρεπιδημούντα γύρω στον ΣΥΡΙΖΑ «σύμβουλο») τα δεδομένα της ήττας του ’74… Όμως και ο εκ προοιμίου πανηγυρισμός «για την επανέναρξη των συνομιλιών» εκ μέρους ενός τμήματος της αντιεθνικιστικής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, υποβαθμίζει το γεγονός ότι οι συνομιλίες καθορίζονται σε συντριπτικό βαθμό από τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο, δηλαδή από τον παράγοντα που δεν έχει καθόλου παρελθόν ειρήνης και δικαιοσύνης στην περιοχή. Το να σπάσει το δίπολο μεταξύ μιας «πατριωτικής» (υπό το πρόσχημα της αντι-ιμπεριαλιστικής) αντιμετώπισης και μιας κοσμοπολίτικης αφέλειας (και υπογραμμίζω ότι εδώ αναφέρομαι σε τμήματα της αστικής ηγεσίας και όχι σε συντρόφους της Αριστεράς), είναι ένα κρίσιμο ζήτημα προσανατολισμού.
Αν, πράγματι, είναι νωρίς για να τοποθετηθεί κανείς συγκεκριμένα για το «σχέδιο» Αναστασιάδη-Έρογλου, είναι επείγον να ανοίξει η συζήτηση για τα κριτήρια με τα οποία προσεγγίζουμε τις εξελίξεις και να παρθούν ανεξάρτητες πρωτοβουλίες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος στην κατεύθυνση της διασφάλισης της ειρήνης και της αυθεντικής «επαναπροσέγγισης» τόσο μεταξύ Ε/κ και Τ/κ, όσο και μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας.
Ιμπεριαλισμός
Το 2004 η ΔΕΑ είχε ταχθεί με σαφήνεια ενάντια στο σχέδιο Ανάν, όχι ασφαλώς με τα επιχειρήματα του Τ. Παπαδόπουλου και του ελλαδικού «πατριωτικού» χώρου, αλλά με την εκτίμηση ότι το διαβόητο σχέδιο ήταν τμήμα της ιμπεριαλιστικής-πολεμικής προετοιμασίας του Μπους και των «προθύμων», που ήδη είχαν εκστρατεύσει κατά του Ιράκ. Υποστηρίζαμε κάθε πολιτική και διπλωματική ενέργεια που θα δυσκόλευε και θα αποσταθεροποιούσε την υποστήριξη ή τη διευκόλυνση της ιμπεριαλιστικής αρμάδας. Προειδοποιούσαμε, ότι αν και η Αριστερά δεν παρέμβει ανεξάρτητα, τότε η ελληνική αλλά και η ε/κ ηγεσία, αφού διευκολύνουν τον Μπους και τους συμμάχους του, θα επανέλθουν στις «βασικές ιδέες» του σχεδίου Ανάν, διεκδικώντας ως αντίτιμο για την κατάπτυστη στάση τους κάποιες πρόσθετες παραχωρήσεις από την πλευρά της Τουρκίας και των Τ/κ.
Η συνάφεια του ανακοινωθέντος Αναστασιάδη-Έρογλου με τις συμφωνίες Τ. Παπαδόπουλου-Μ. Α. Ταλάτ (αλλά και εκείνες των Χριστόφια-Ταλάτ) είναι μια επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης, αλλά και μια προειδοποίηση για την απόσταση μεταξύ λόγων και έργων της ελληνικής και ε/κ ηγεσίας.
Σήμερα το τοπίο στην περιοχή έχει αλλάξει ριζικά. Το σχέδιο της Δύσης για τη «νέα Μέση Ανατολή» στηρίζεται –αναγκαστικά μετά το αδιέξοδο στο Ιράκ– πολύ περισσότερο στην αξιοποίηση των τοπικών δυνάμεων και λιγότερο στην άμεση στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (εάν και εφόσον αυτό είναι εφικτό).
Οι αραβικές εξεγέρσεις, αποσταθεροποιώντας τα πουλημένα καθεστώτα στην περιοχή, περιπλέκουν αυτή τη στρατηγική. Εξίσου, όμως, την περιπλέκει η αλλαγή στρατηγικής της Τουρκίας του Ερντογάν. Στα χρόνια που πέρασαν, η Τουρκία αρνήθηκε να διευκολύνει (τουλάχιστον στο βαθμό που της ζητήθηκε) τον πόλεμο στο Ιράκ, όξυνε δραματικά τις σχέσεις της με το κράτος του Ισραήλ, ενώ λειτούργησε αποτρεπτικά απέναντι σε κάθε ιδέα για επίθεση στο Ιράν. Δεν επρόκειτο απλώς για «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική, αλλά για την υποστήριξη ενός σχεδίου (προσέγγισης Τεχεράνης-Άγκυρας-Καΐρου) που θα μπορούσε κυριολεκτικά να αλλάξει τα δεδομένα ακόμα και για τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο «πατριωτικός» χώρος μπορεί να υποτιμά τον σχεδόν επίσημο χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως «κράτος-ταραξία», αλλά οι ΗΠΑ έχουν αποδείξει επανειλημμένα ότι δεν παίζουν όταν εκτοξεύουν τέτοιους χαρακτηρισμούς. Το ξέσπασμα της βαθιάς πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της Τουρκίας ασφαλώς δεν εξηγείται αποκλειστικά με αυτούς τους παράγοντες, αλλά επίσης δεν είναι άσχετο με το βαθύ διχασμό που προκάλεσαν στο εκεί καθεστώς τέτοιοι στρατηγικοί επαναπροσανατολισμοί.
Η απάντηση σε όλα αυτά, ήταν ο διπλωματικός, στρατιωτικός και οικονομικός «άξονας» Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας. Η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου ήταν μόνον ένα πρόσθετο «επιχείρημα» για τη συγκρότηση αυτού του άξονα που κυρίως λογοδοτεί στην ανάγκη των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων –με την πλήρη ταύτιση ΗΠΑ και ΕΕ στο συγκεκριμένο ζήτημα– να τακτοποιήσουν τις σχέσεις των εμπίστων κρατών στην περιοχή, συγκροτώντας μια αξιόμαχη δύναμη επί τόπου.
Σε μια συνέντευξή του στο «Δρόμο», ο Β. Λυσσαρίδης μιλά για τον κίνδυνο να γίνει η Κύπρος «Μπατουστάν» μέσω του σχεδίου Αναστασιάδη-Έρογλου. Την ώρα που έλεγε αυτά, η ισραηλινή αεροπορία πραγματοποιούσε ασκήσεις μεγάλης κλίμακας στην Κύπρο, αποδεικνύοντας ότι η Λευκωσία μπορεί να έχει ήδη γίνει «Μπατουστάν» του πανίσχυρου στρατιωτικά κράτους-χωροφύλακα της περιοχής.
Με δεδομένη την ύπαρξη τέτοιων πλέον «εγγυητών» θα πρέπει να μετρήσουμε τη στάση που θα κρατήσουμε απέναντι στο σχέδιο Αναστασιάδη-Έρογλου, που διαθέτει την ολόπλευρη υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Επαναπροσέγγιση;
Το σύνθημα της επανένωσης του νησιού, ακόμα και της επαναπροσέγγισης Ε/κ και Τ/κ, είναι από καιρό στόχος της ε/κ ηγεσίας. Με δεδομένη την πληθυσμιακή υπεροχή και –κυρίως– την απόλυτη οικονομική υπεροχή, γνωρίζει ότι το ζήτημα της «κυριαρχίας» σε μια ενωμένη Κύπρο, θα απαντηθεί από τη ζωή, με μοναδική προϋπόθεση την αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής.
Το κοινό ανακοινωθέν δεν ορίζει με σαφήνεια το αν και πότε αυτό θα επιτευχθεί. Λογικά, όμως, η συγκρότηση ενός ενιαίου κράτους με δύο «συνιστώσες πολιτείες», συνδέεται με διαπραγμάτευση για την αποχώρηση του τουρκικού στρατού. Αν αυτό γίνει, θα αποτελεί μια μεγάλη διπλωματική νίκη της ε/κ ηγεσίας, που θα ανατρέπει τα δεδομένα που δημιούργησε το πραξικόπημα και η εισβολή το 1974.
Ο Στ. Τομπάζος σωστά τονίζει τα εξής: «Το Κυπριακό δεν είναι μόνο πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Είναι ταυτόχρονα και ένα πρόβλημα εθνοτικής διένεξης που προηγείται της τουρκικής εισβολής του 1974, όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα του 1958, 1963-64, 1967 και 1974, ενώ η τουρκική εισβολή προσέθεσε μια νέα βαρύνουσα παράμετρο στο κυπριακό πρόβλημα».
Σε αυτήν τη βάση, οι προστασίες που προβλέπει το σχέδιο για τις «συνιστώσες πολιτείες» -και ειδικά για τη μειοψηφική- είναι δευτερεύον πρόβλημα ακόμα και για τους Ε/κ καπιταλιστές. Είναι περίπου αυτονόητες για κάθε ομόσπονδο κρατικό μόρφωμα, που συγκροτείται όχι μόνον στην αρχή της πληθυσμιακής πλειοψηφίας, αλλά και στην αρχή της αναγνώρισης εθνικής ή θρησκευτικής μειοψηφίας. Ανάλογες ρυθμίσεις ισχύουν στο Βέλγιο ή στην Ελβετία κ.λπ., ενώ θα έπρεπε να είναι πολύ πιο αυτονόητες σε χώρες όπως η Κύπρος όπου –με ευθύνη των εθνικιστών κι από τις δυο πλευρές– χύθηκε αίμα και μάλιστα σχετικά πρόσφατα.
Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει αυτά τα σημεία να είναι τα καθοριστικά στη διαμόρφωση της θέσης της Αριστεράς.
Για εμάς είναι πολύ πιο ανησυχητική η ένταξη του σχεδίου για την επίλυση του Κυπριακού στο γενικότερο σχέδιο διαμόρφωσης του φιλο-ιμπεριαλιστικού άξονα στην περιοχή, όπως και στο σχέδιο πρωτοκαθεδρίας (ή ακόμα και αποκλειστικότητας) στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου. Τέτοια σχέδια είναι πραγματικά πιθανό να βυθίσουν σε πολεμική κρίση όλους τους γειτονικούς λαούς, με πολλές αφορμές.
Η έξοδος από το αδιέξοδο βρίσκεται στην ανεξάρτητη παρέμβαση της Αριστεράς. Στην Κύπρο το καθήκον είναι να ξαναχτιστεί η γέφυρα (που παλιότερα υπήρχε και μάλιστα με μαζικότητα και ισχύ…) μεταξύ Ε/κ και Τ/κ εργαζόμενων, αρχίζοντας από τη διεκδίκηση των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Στην Ελλάδα, βαδίζοντας προς μια κυβέρνηση της Αριστεράς, είναι όσο ποτέ η ώρα να ανοίξει ένας απευθείας διάλογος με την Τουρκία, έξω από τους περιορισμούς και τις «διαμεσολαβήσεις» των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αρχίζοντας με τις αυτονόητες προτάσεις για μείωση των παρανοϊκών εξοπλισμών και θέτοντας τις βάσεις για ειρήνη και συνεργασία, για μια πολιτική που θα επέτρεπε και στους δυο λαούς να αντιμετωπίσουν καλύτερα την κρίση, αλλά να αντιμετωπίσουν, επίσης, από καλύτερες θέσεις, τους εκβιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων.