Ενότητα της Αριστεράς πάση θυσία κάτω από την ομπρέλα του αρχηγού, κι ας είναι και μνημονιακή, λένε οι μεν. Ενότητα μόνο εφόσον ακυρωθεί το μνημόνιο, γιατί Ενότητα στο Μνημόνιο μας καθιστά Μη-Αριστερά, λένε οι δε, και συμφωνώ μαζί τους. Όταν όμως δε συμφωνούμε στο ερώτημα «ενότητα σε ποια βάση», πώς μπορεί να διατηρηθεί η πολυπόθητη ενότητα;
Η αφήγηση που καλλιεργείται εδώ και δυο χρόνια περίπου στο κόμμα μας («ο ρεαλιστής ΣΥΡΙΖΑ του 27% ενάντια στον αριστερίστικο/ακτιβίστικο ΣΥΡΙΖΑ του 4%») έχει επικαιροποιηθεί ως εξής: «Ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% δεν είναι ρεαλιστής», αλλά ρεαλιστής είναι ο «ΣΥΡΙΖΑ του 36%» που ψηφίζει κι εφαρμόζει μνημόνια γιατί «δεν υπάρχει εναλλακτική». Αυτή την αφήγηση υιοθετούν κομματικά τμήματα πέριξ του Προέδρου και πρωθυπουργού αλλά και ‘νεοφώτιστα’ τμήματα που συμμαχούν με τα πρώτα επιτιθέμενοι σε δυνάμεις όπως η Αριστερή Πλατφόρμα.
Η αφήγηση μάλιστα το έχει «χοντρύνει», αφού όχι μόνο διανθίζεται με απόψεις ενάντια στην «πολυφωνία» για την οποία ευθύνονται... η Ζ.Κωνσταντοπούλου, ο Π.Λαφαζάνης, η Ν.Βαλαβάνη κλπ (όσοι δηλαδή διαφωνούν, καθένας με τον τρόπο του, στις παραβίαση των διαχρονικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και αφήνει ακάλυπτους τους συντρόφους απέναντι στις χυδαίες επιθέσεις από το σύστημα αλλά και –όπως αποδίδεται- από «κύκλους του Μαξίμου» .
Για να προλάβουμε τους δύσπιστους που θα μιλήσουν για «υποτίμηση του νέου κόσμου που προσέγγισε το ΣΥΡΙΖΑ»: το πρόβλημα δεν είναι όσοι ψηφοφόροι άλλων κομμάτων έγιναν συριζαίοι μετά το 2010, που ειναι προφανές, λογικό και καλοδεχούμενο. Το πρόβλημα ξεκινά όταν κάποιοι συριζαίοι (κυρίως τμήμα του παλιού ΣΥΝ ή του παλιού ΠΑΣΟΚ) υποτιμούν την άποψη που διαφοροποιείται έστω ελάχιστα από το «μεγάλο αρχηγό» και καλλιεργούν την αντίληψη «ο Τσίπρας είναι το παν, οι άλλοι τίποτα». Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, όταν το κόμμα ή οργανώσεις ή σύντροφοι συμφωνούν με τον ‘αρχηγό’ τότε έχουμε ένα καλό υγιές δημοκρατικό ρεαλιστικό κόμμα (ή οργανώσεις ή συντρόφους), αλλά όταν διαφωνούν τότε έχουμε ένα κακό κόμμα του 4% που δεν θέλει να κυβερνήσει. Πρόκειται για μια ανάγνωση που δεν έχει καμία σχέση με αριστερό τρόπο σκέψης. Όσο δε για την κατηγορία ότι «δεν θέλουμε να κυβερνήσουμε», οι εμπενυστές της μάλλον εσκεμμένα ξεχνάνε να συμπληρώσουν έξι λεξούλες: «δεν θέλουμε να κυβερνήσουμε με τη συναίνεση της άρχουσας τάξης». Δεν θέλουμε γιατί δε γίνεται. Και να που σήμερα αποδεικνύεται.
Το φαινόμενο αυτού του νεο-μεσσιανισμού, που συναντιέται φυσιολογικά με το νεο-αυριανισμό, όταν δεν αποτελεί σκοπιμότητα από παλαιοΣΥΝ που επιθυμούν να καταστήσουν το ΣΥΡΙΖΑ κόμμα του αστικού κατεστημένου ή από Πασόκους που ήρθαν να κάνουν το ΣΥΡΙΖΑ ΠΑΣΟΚ και να βρουν νέο ξενιστή να παρασιτίσουν για προνόμια , αφορά κάποιους ψηφοφόρους που διαπαιδαγωγήθηκαν ως οπαδοί σε αστικά κόμματα και κατά τα αστικά πρότυπα έμαθαν να χειροκροτούν το «μεγάλο ηγέτη» που θα λύσει από τα πάνω τα προβλήματα του λαού (αν και οι αυταπάτες αυτού του τύπου γκρεμίζονται πλέον πιο γρήγορα). Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού νομίζει ότι ξαφνικά «αγάπησε τον Τσίπρα», αλλά παραγνωρίζει ότι ο Τσίπρας δεν ήταν ανεξάρτητος από το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα -στο σύνολό του- που τον ανέδειξε. Ότι αν δεν υπήρχε το κόμμα , δεν θα υπήρχε ούτε Τσίπρας να αγαπηθεί, ότι δεν θα ήταν ο ίδιος Τσίπρας, αντίθετα θα αποτελούσε ένα κακέκτυπο του Φώτη Κουβέλη. O Tσίπρας έχει κάτι, ένα μεγάλο κάτι, από το ριζοσπαστισμό του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ . Αυτό το κάτι εξαργυρώνει ακόμα και θα το χάσει σύντομα -το χάνει ήδη, ξεκινώντας από τους πιο ενημερωμένους ψηφοφόρους του, τα μέλη του κόμματος.
Μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται ότι «ήρθε στο ΣΥΡΙΖΑ λόγω Τσίπρα». Αλλά για να γίνει «μεγάλος» ο Τσίπρας, υπήρξε ένα κόμμα που είχε ρίζες στην κοινωνία, είχε πραγματικους ανθρώπους που έχτιζαν δεσμους με τις λαϊκές τάξεις, εχτιζαν επιρροή, είχαν ένα ήθος, μια εμπλοκή στα κοινά, στα συνδικάτα, στους αγώνες κλπ κλπ. Υπήρξαν οι χιλιάδες ‘χαμάληδες’ ή ‘αφισοκολλητές’ που έχτισαν το ριζοσπαστικό προφίλ του ‘μεγάλου αριστερού ηγέτη’, που χωρίς αυτούς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν αριστερό κόμμα, και ο όποιοςΤσίπρας δεν θα προέκυπτε σαν αριστερός ηγέτης.
Κάνοντας μια αναδρομή, θυμάμαι:
-Το 2007-2008 είχε μεγάλη δημοσκοπική άνοδο ο ΣΥΡΙΖΑ με επικεφαλής της ΚΟ Αλαβάνο (και από τις αρχές του 2008 με Τσίπρα Πρόεδρο κόμματος), όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στοχοποιήθηκε ακριβώς γιατί φαινόταν από τότε ότι έχει δυνατότητες να διαλύσει τη σοσιαλδημοκρατία.
-Το 2008-2011 ο Τσίπρας δεν ήταν ο σημερινός ‘χαρισματικός Τσίπρας’, αλλά ένας νέος αρχηγός που δεν ‘εκανε τη διαφορά’, συγκέντρωνε πολλές αρνητικές κριτικές, και τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ τότε κυμαίνονταν στα γνωστά επίπεδα, ενώ το ΠΑΣΟΚ το 2009 έφτασε το 44%. Ήταν οι αγώνες του 2010-2012 που έκαναν τις συνθήκες να ωριμάσουν για τη διάλυση της Σοσιαλδημοκρατίας από τα Αριστερα.Μόνο στις συγκεκριμένες συνθήκες της οικονομικής αλλά και ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ κρίσης έγινε εφικτό να εκτιναχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσιπρας.
-Το 2011 προέκυψε στο ΣΥΡΙΖΑ το σύνθημα ‘κυβέρνηση της Αριστεράς’, το οποίο πιστώνεται στον Τσίπρα, κάτι που υποτίθεται πως τον καθιστά τον Ηγέτη-Διάνοια μέσα στην Αριστερά. Ήταν το σύνθημα που έκανε τον κόσμο να πει «επιτέλους, η Αριστερά ζητάει την εξουσία». Μόνο που το σύνθημα έπαιξε ρόλο στις συγκεκριμένες συνθήκες οικονομικής και ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ κρίσης. Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που μπηκε σαν συνθημα. Πρώτη φορά το έριξε ο Αλαβάνος το 2008, κατά τη δημοσκοπική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΔΕΑ τότε έκανε κριτική στο συνθημα, ότι στις τότε συνθήκες έριχνε νερό στο μύλο της Κεντροαριστεράς, κάτι που εξήγησε εκ των υστέρων γιατί τότε το κάλεσμα δεν είχε την ίδια αποτελεσματικότητα. Συνεπώς οι συνθήκες παίζουν ρόλο.
-Ο Αλαβάνος ήταν από τους ‘πατέρες’ του Τσίπρα. Προσωπικά τον Αλαβάνο που γνωρίσαμε στο ΣΥΡΙΖΑ τον θεωρώ πιο ‘χαρισματικό ηγέτη’ και κάνω την υπόθεση ότι με εκείνον επικεφαλής θα είχαμε κερδίσει τις εκλογές από το 2012. Ωστόσο όταν έφυγε απο το ΣΥΡΙΖΑ κι έκανε κόμμα, δεν πήρε καν τα ποσοστά του παλιού ΣΥΝ, πήρε 0% και κάτι. Ο Κουβέλης, για χρόνια ο μεγαλύτερος τηλεοπτικός μαϊντανός του ΣΥΡΙΖΑ (παρόλο που μισούσε τη ριζοσπαστικότητα του εγχειρήματος και οι δυνάμεις που είχαν αναφορά σε αυτόν σαμποτάρανε το ΣΥΡΙΖΑ) έκανε κόμμα-συστημικό ανάχωμα απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, και κατέληξε στο μηδέν. Συμπέρασμα: κομβικό ρόλο στην όλη ιστορία δεν έχει απλά η αναγνωρισιμότητα του ηγέτη, αλλά το κόμμα, οι σχέσεις του με την κοινωνία, οι αγωνιστές στις γραμμές του, η σχέση με το κίνημα και την ταξική πάλη, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες .
-Μετά το 2007 άνοιξε η κουβέντα στο ΣΥΡΙΖΑ για το τι είδους ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε. Τότε υπήρχε η πρόταση για συλλογική ηγεσία, αντί για το αστικό μοντέλο του «μεγάλου αρχηγού». Θεωρώ ότι αν είχε υιοθετηθεί θα είχαμε την ίδια εκλογική άνοδο το 2012-2015, ακριβώς γιατί περιέγραψα το φόντο, τους παράγοντες της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Πιθανόν όμως να είχαμε προφυλαχθεί –τουλάχιστο σε κάποιο βαθμό- από φαινόμενα μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγοκεντρικο κόμμα από το 2012 έως στο 2015. Αντίστοιχη συζήτηση άνοιξε και στο ιδρυτικό Συνέδριο του 2013,για την εκλογή του Προέδρου από το Συνέδριο ή από την ΚΕ (δυστυχώς ηττήθηκε η δεύτερη πρόταση). Η λογική κατάληξη και κορύφωση αυτής της σοσιαλδημοκρατικού τύπου αρχηγοκεντρικής μετάλλαξης ήταν το Μνημόνιο 3 που πέρασε εκτός διαδικασιών κόμματος με εκβιασμό στους βουλευτες του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, ενώ αναβλήθηκε η ΚΕ που διαφωνούσε, ακριβώς επειδή ...διαφωνούσε.
Μέσα από αυτές τις περίπλοκες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες και τη διαλεκτική σχέση ‘κρίση-αντίσταση- Αριστερά’ προέκυψε το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ και το φαινόμενο Τσίπρας. Μέσα στο υποσυνείδητο των ‘από κάτω’ εγγράφηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το πιο επικίνδυνο κόμμα για το σύστημα, με το γνωστό ‘ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει για όλα’, το κόμμα ήταν παντού στους αγώνες και με τα δίκια των υποτελών τάξεων, ενώ έτρωγε τα πυρα απο το σύστημα, στοχοποιούνταν για τρομοκρατία και άλλα όμορφα. Σε αυτό το ΣΥΡΙΖΑ του 4% μοχθήσανε πολλά ‘μυρμήγκια’ και φιλοτεχνήσανε το προφίλ του ‘βασιλιά΄τους. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αυτός που ήταν, δηλαδή ένα επικίνδυνο ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα με αγωνιστές, με τη συγκεκριμένη σχέση με τον κόσμο και τις συγκεκριμένες προσδοκίες από αυτόν, ο όποιος ηγέτης του θα ήταν ένας ακόμα πασόκος δίπλα σε αυτόν του Ορίτζιναλ ΠΑΣΟΚ. Με αυτά δε μηδενίζω την προσωπικότητα ουτε του Τσίπρα ούτε κανενός: και οι προσωπικότητες γράφουν ιστορία. Αλλά τις προσωπικότητες πρέπει να τις βλέπουμε στο προαναφερθέν πλαίσιο.
Από αυτή τη σκοπιά δεν ισχύει ότι διεκδικεί γαλόνια ο «παλιός ΣΥΡΙΖΑ», αλλά δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η επιβολή μιας δικτατορίας του αποκαλούμενου «κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ» (που σύμφωνα με τους εμπνευστές της φράσης απαρτίζουν οι... κύκλοι Μαξίμου και τα παθητικά μέλη-οπαδοί) που αποδίδει στον Τσίπρα περίπου θεϊκές ιδιότητες και χρησιμοποιεί ως κριτήριο του «πόσο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο καθένας» το βαθμό τυφλής υπακοής και κολακείας στον αρχηγό. Πρόκειται για απίστευτου μεγέθους διαστρέβλωση της πραγματικότητας, παραχάραξη των αριστερών αξιών, προσβολή της ιστορίας του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είμαστε εμείς του «4%» που αλλάξαμε τα προηγούμενα 12 χρόνια, και σε πιο χαμηλές ακόμα πτήσεις θα είμασταν και πάλι οι μπροστάρηδες ή οι ‘χαμάληδες’.
Τέλος θεωρώ δεδομένο ότι ο όποιος αρχηγός θελήσει να παραμερίσει ή να μεταλλάξει 100% (από αντιμνημονιακό σε μνημονιακό) το κόμμα που τον ανέδειξε, θα έχει την ασχημότερη των καταλήξεων. Ο Αλ.Τσίπρας στην προκειμένη περίπτωση.
Πρώτον γιατί ο κόσμος της Αριστεράς έχει οξυμένη κριτική σκέψη, δεν είναι το ίδιο με τα μέλη και η βάση του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ. Και ως εκ τούτου είναι σκληρότερος κριτής και τιμωρός.
Δεύτερον γιατί ο λαός θα τιμωρήσει ακόμα πιο εκκωφαντικά αυτούς που αξιοποίησαν το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς (δηλαδή του φυσικού πολιτικού συμμάχου των λαϊκών δικαίων), για να αποτελειώσουν ό,τι απέμεινε , ό,τι δεν μπόρεσαν να εξολοθρεύσουν οι προηγούμενοι διαχειριστές του συστήματος. Ένα κόμμα που έταζε άμεση ανατροπή της λιτότητας, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων, κοινωνικό κράτος, φορολόγηση του κεφαλαίου και του πλούτου γίνεται σήμερα προσπάθεια να μετατραπεί σε φυσικό συνεχιστή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των διεφθαρμένων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Η προδοσία της ελπίδας είναι πολλές φορές μεγαλύτερη, και ο λαός τιμωρεί αναλόγως με το μέγεθος της προδοσίας.
Τρίτον, γιατί ο κάθε στρατηγός δεν είναι το ίδιο χρήσιμος χωρίς το στρατό του. Αν ο Αντρέας Παπανδρέου έλεγχε ένα κόμμα εκατοντάδων χιλιάδων μελών και άλλους τόσους εργαζόμενους μέσω των συνδικάτων, ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα μικρό κόμμα-χυλό με παθητικές (αποδι)οργανώσεις, στο οποίο κόμμα δεν ελέγχει ένα μεγάλο τμήμα των υπαρκτών, των ενεργών και δη των κινηματικών μελών του. Το κόμμα όμως είναι ο απαραίτητος ενδιάμεσος κρίκος που χτίζει κι εξασφαλίζει το κύρος της κομματικής ηγεσίας στην κοινωνία και τη συνδέει με τις ανάγκες του κόσμου. Για την αστική τάξη, ο Τσίπρας είναι χρήσιμος γιατί έχει επιρροή και κύρος μέσα στην κοινωνία. Δεν είναι το ίδιο χρήσιμος όμως ο Τσίπρας χωρίς το κόμμα του (που κατά τα άλλα το αποκαλούνε ‘βαρίδι’). Ίσα-ίσα, έναν Τσίπρα χωρίς κόμμα μπορούν σύντομα να τον πετάξουν σαν στιμμένη λεμονόκουπα και να τον αντικαταστήσουν με κάποιον πιο αυθεντικό εκφραστή της τάξης τους, λιγότερο ‘ευαίσθητο’, πιο ‘έμπειρο’ στην εξόντωση της κοινωνίας. Ένας λόγος που η ‘φωτοβολίδα’ του κόμματος Κουβέλη άντεξε ελάχιστα παρά το πρωτοφανές και προκλητικό σπρώξιμο από την άρχουσα τάξη είναι αυτή η έλλειψη στρατού.
Δεδομένης της απόφασης του πρωθυπουργού να ολοκληρώσει τη δουλειά στο όνομα της «Αριστεράς της T.I.N.A» και στο έδαφος των μνημονίων, θα χρειαστεί να αποχαιρετήσουμε τον Αλέξη που χάνουμε.