(7 σημεία - συμβολή στην συζήτηση της Πανελλαδικής Σύσκεψης της ΛΑΕ)
- Η γενική απεργία της 12ης Νοέμβρη έστειλε το δικό της προμήνυμα αντίστασης ενάντια στα νέα σκληρά μέτρα και στο νεοφιλελεύθερο, δήθεν μονόδρομο. Είχε εξάλλου ήδη προηγηθεί η εμφάνιση της αυθόρμητης και μαζικής έκφρασης κοινωνικής αλληλεγγύης στους πρόσφυγες δίνοντας το σήμα της μη διολίσθησης προς τα δεξιά. Οι κοινωνικές εκφράσεις αντίστασης, μόλις δυό μήνες μετά τις εκλογές, δίνουν πρώτες απαντήσεις στον παραλυτικό πεσιμισμό που αναπτύχθηκε στη μετεκλογική συζήτηση εντός της Αριστεράς. Υπενθυμίζουν πως η κίνηση των μαζών αξίζει όσο πλήθος προγραμμάτων. Αναδεικνύουν την προτεραιότητα της στήριξης και οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων.
Αναδεικνύουν ταυτόχρονα την ανάγκη για πολιτικούς στόχους και στρατηγική. Την κύρια πρόκληση για την Αριστερά.
- Ο Α. Τσίπρας δεν εμφανίζεται ως ο ισχυρός και αδιάσειστος κυρίαρχος της κατάστασης όπως θα αντιστοιχούσε στους όρους της εκλογικής του νίκης. Αντίθετα, αντιμετωπίζει αντιφάσεις που εξαντλούν την επικοινωνιακή τακτική του ανύπαρκτου «παράλληλου προγράμματος» και της «ευαίσθητης», «αριστερής» εφαρμογής του μνημονίου. Παρά την πρωτοκαθεδρία του έναντι της, σε κρίση, ΝΔ η πολιτική αστάθεια και η κυβερνητική κρίση υφέρπουν ήδη στον παρόντα χρόνο. Οι κοινωνικές αντιστάσεις και η ανυπακοή μπορούν να υπονομεύσουν την κυβερνητική σταθερότητα όπως συνέβη και με τους μνημονιακούς προκατόχους της.
- Μπροστά σε τέτοιες συνθήκες και προκλήσεις η προετοιμασία της ΛΑΕ αφορά σε δύο κατευθύνσεις: στην στήριξη των κινηματικών διαδικασιών και στην συγκρότηση της πολιτικής πρότασης.
Η ΛΑΕ έκανε γρήγορα την ορθή επιλογή να προσανατολιστεί στα μέτωπα που ανοίγουν οι μνημονιακές επιλογές, με εμπιστοσύνη στη δυνατότητα να υπάρξουν κοινωνικές αντιστάσεις και κινηματικές διαδικασίες, ξεπερνώντας απ’ αυτή την άποψη την αδράνεια που δημιούργησε το εκλογικό αποτέλεσμα. Βρέθηκε στις περισσότερες εστίες αντίστασης και εμφανίστηκε στη διαδήλωση της γενικής απεργίας όπως και την 17η Νοέμβρη, με ένα μπλοκ που δίνει ένα πρώτο στίγμα σημαντικής πολιτικής παρουσίας. Την εικόνα συμπληρώνει η μεγάλη συμμετοχή στις εκδηλώσεις που πραγματοποιεί. Παρά ταύτα, αυτή η σωστή επιλογή, έχει μέχρι σήμερα στηριχτεί κυρίως «απ’ τα πάνω» σ’ ένα συμβολικό επίπεδο που είναι αναντίστοιχο με τις ανάγκες των χιλιάδων αγωνιστών /τριων που συσπειρώνει στις τάξεις της η ΛΑΕ καθώς και με τις ανάγκες οργάνωσης του αγώνα.
Εδώ προκύπτουν πολύ σημαντικά ζητήματα οικοδόμησης του πολιτικού φορέα και συγκεκριμενοποίησης της παρέμβασής του στην κοινωνία και στα συνδικάτα. Αποφάσεις για την διάσπαση με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στην αυτοδιοίκηση αλλά και στο συνδικαλιστικό. Γραμμή παρέμβασης με πολιτικό και προγραμματικό σχέδιο. Οικοδόμηση της κομματικής δυνατότητας (τοπικές οργανώσεις, συνδικαλιστικό, αυτοδιοίκηση, τμήματα και όργανα) με συλλογικό και δημοκρατικό τρόπο και κυρίως με την έμφαση στην δυνατότητα συμμετοχής «απ’ τα κάτω». Τα μέχρι σήμερα βήματα σ’ αυτή την διαδικασία έχουν σοβαρά προβλήματα και η δικαιολογία του «κατεπείγοντος» δεν είναι πια επαρκής.
Μπροστά μας βρίσκονται οι προκλήσεις για κλιμάκωση του κινήματος στη μάχη για το ασφαλιστικό. Η ΛΑΕ επιχειρεί να παρέμβει με καμπάνια πάνω στην οποία πρέπει να στηθούν οι προσπάθειες σύνδεσης με τα μαζικά κοινωνικά ακροατήρια στην «βάση», στη δουλειά και στη γειτονιά.
Το στοίχημα της εργατικής – λαϊκής αντεπίθεσης στο επόμενο διάστημα, βρίσκεται στο επίκεντρο.
- Παρά ταύτα η απαραίτητη ένταση της προσπάθειας για την σύνδεση με την κοινωνική κίνηση, ακόμη κι όταν φέρνει αποτελέσματα, δεν είναι επαρκής για να καλύψει την ανάγκη του πολιτικού στίγματος, των προγραμματικών απαντήσεων και συνολικά της εναλλακτικής πρότασης. Στοιχεία, των οποίων η απουσία ή η ασάφεια συνέβαλε καθοριστικά, κατά γενική ομολογία, στην εκλογική αποτυχία.
Η γενίκευση και η αποτελεσματικότητα των αντιστάσεων θα φέρει στο προσκήνιο το αίτημα της πτώσης της κυβέρνησης και της εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Ξανατίθεται το ζήτημα «κυβέρνηση της Αριστεράς». Μετά την τραγική εμπειρία της κυβέρνησης Τσίπρα προκύπτει σήμερα η ανάγκη για τον προσδιορισμό της «κυβέρνησης της Αριστεράς», για το νόημα και το περιεχόμενό της.
Ταυτόχρονα το σύνθημα «έξοδος από το ευρώ» είναι ανεπαρκής στρατηγικός και προγραμματικός προσδιορισμός καθώς η επιλογή αυτή δεν συνάδει αυτόματα και μόνο με την αριστερή, ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση και την αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία. Απαντάται και στην αστική εργαλειοθήκη και μάλιστα στις πλέον συντηρητικές και ακροδεξιές εκδοχές της ευρωπαϊκής Δεξιάς.
Το κεντρικό ζήτημα της συζήτησης αφορά στα χαρακτηριστικά του μεταβατικού προγράμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στις προτεραιότητες και εν τέλει στην κατεύθυνση που συγκρούεται με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και με την ΟΝΕ, με σοσιαλιστική προοπτική.
Χρειάζεται να συμφωνήσουμε σε μια μίνιμουμ βάση για το περιεχόμενο της «μεταβατικής προσέγγισης» της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ αποσαφήνισε πλήρως τα διλήμματα αναδεικνύοντας όχι μόνο το προφανές της αδυναμίας συναινετικού συμβιβασμού μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με τα νεοφιλελεύθερα διευθυντήρια της ΟΝΕ και ευρύτερα αλλά πολύ περισσότερο, έκανε προφανή τον επείγοντα χαρακτήρα για την συζήτηση περί της επικαιρότητας του Σοσιαλισμού.
- Η κυρίαρχη, αστική «αφήγηση» για την οικονομία και μάλιστα εντός βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης βάζει στο κέντρο το ζήτημα της «ανάπτυξης». Όλα τα αντεργατικά, αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας καθώς και η περιστολή της δημοκρατίας, δικαιολογούνται στο όνομα της επανόδου στην ανάπτυξη. Όταν επιτευχθεί η «έξοδος από την κρίση», δηλαδή όταν επανέλθει η «ανάπτυξη», θα διαμορφωθούν όροι για την αύξηση των μισθών, των συντάξεων, για την βελτίωση της κοινωνικής πρόνοιας, για την μείωση της ανεργίας…. Ως τότε, λιτότητα, αυταρχισμός και όπως είναι γνωστό ιστορικά ακόμη και μαζική καταστροφή μέσω του πολέμου. Στον αντίποδα βρίσκεται η (βασική) μαρξιστική οπτική που βάζει στο επίκεντρο της οικονομίας τις καπιταλιστικές, ταξικές σχέσεις παραγωγής. Το ζήτημα εδώ είναι η εκμετάλλευση και όχι μια δήθεν αντικειμενική προβληματική για την ανάπτυξη. Οι αλλαγές προκύπτουν όχι από κάποια δήθεν βέλτιστη συνταγή για την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στην ανάπτυξη αλλά από τα ρήγματα στις καπιταλιστικές σχέσεις και την ανατροπή στον υλικό συσχετισμό δύναμης, που ανοίγουν τον σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Στη νεοφιλελεύθερη εποχή, την εποχή της «ενιαίας σκέψης» και του «ΤΙΝΑ», και μάλιστα μέσα στην βαθιά καπιταλιστική κρίση, δεν εμφανίζονται στην αστική διαχείριση παραλλαγές έξω από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο (απολύτως ευρύτερο από το πλαίσιο της Ζώνης του Ευρώ – ακόμη και της ΕΕ).
Στην Ελλάδα του 2015, που παρά την ύφεση και την μείωση του ΑΕΠ κατά 25%, παραμένει στην οικονομική ελίτ, μέσα στις τρεις πρώτες δεκάδες σε σχεδόν 200 χώρες παγκοσμίως, δεν υπάρχει περιθώριο στην εναλλακτική πρόταση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, να τεθεί η «επιστροφή στην ανάπτυξη» ως προϋπόθεση για την αντιστροφή της τεράστιας ταξικής επιβολής του κεφαλαίου επί της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η σύγκρουση με την ευρωζώνη μπορεί να είναι συνέπεια του αριστερού, ριζοσπαστικού και ταξικού, αναδιανεμητικού προγράμματος της «κυβέρνησης της Αριστεράς» αλλά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι προϋπόθεση για ένα σχέδιο «εξόδου από την κρίση με επιστροφή στην ανάπτυξη» με δραχμή, που θα επιτρέψει την αναδιανεμητική πολιτική στο αόριστο μέλλον. Στην δεύτερη περίπτωση η αναφορά στην σοσιαλιστική προοπτική καθίσταται διακοσμητικό περιτύλιγμα.
Το ζήτημα της ανεργίας κάνει εντελώς προφανή την αντίθεση. Η μείωσή της ως απόρροια της επανόδου της ανάπτυξης (ανεξάρτητα με το νόμισμα) αφορά, στις καλύτερες εκτιμήσεις για μια μακρά περίοδο υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, σε κάποιες… δεκαετίες. Αντίθετα μια στρατηγική άμεσης εκμετάλλευσης της παραγωγικής δυνατότητας βασισμένης στις εθνικοποιήσεις / κοινωνικοποιήσεις με δημοκρατικό - εργατικό έλεγχο, καθώς και με την προώθηση συνεταιριστικών και συνεργατικών μορφών οικονομίας, μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με θεαματικά πιο άμεσα αποτελέσματα.
Στην πορεία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος αναπτύχθηκαν διάφορες προσεγγίσεις που οδηγήθηκαν σε διαφορετικά συμπεράσματα και επιλογές. Από την σχετικοποίηση του στρατηγικού στόχου και την προσαρμογή στην οικονομία της αγοράς, ως πλαίσιο αναπόδραστο, αναζητώντας εντός αυτού τις «ευαισθησίες» της Αριστεράς, έως την στρατηγική της οικοδόμησης του Σοσιαλισμού «σε μια μόνο χώρα» και από την θεωρία της εξάρτησης, των σταδίων και τη διαταξική πολιτική των «λαϊκών μετώπων» έως την αντίληψη για την επικαιρότητα του Σοσιαλισμού, το «ενιαίο μέτωπο» και την μεταβατική προσέγγιση.
Θα ήταν αφελές να έθετε κανείς ως προϋπόθεση την επίλυση των ιστορικών διαφορών των ρευμάτων της Αριστεράς για την κοινή δράση τους και την πολιτική ενότητα των δυνάμεών τους, σε μια εποχή μάλιστα όπου η εξέλιξη του καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού βάζει νέες προκλήσεις που απαιτούν σύγχρονη ανάλυση και κατανόηση. Όμως εξίσου άσκοπο αν όχι θνησιγενές είναι να μείνει ένας πολιτικός φορέας της Αριστεράς μόνο στο έδαφος της υποστήριξης του κινηματισμού. Στον ΣΥΡΙΖΑ η ηγετική ομάδα αντιμετώπισε την αντίφαση συμμετέχοντας στους συμβιβασμούς - του κοινού τόπου - στα κείμενα, αλλά καθόριζε την ίδια ώρα την πολιτική γραμμή και την φυσιογνωμία στη δημόσια εκφώνηση και εικόνα.
- Η συζήτηση πάνω στο μεταβατικό πρόγραμμα και στο περιεχόμενό του είναι συγκροτιτική και όχι διαλυτική στο βαθμό που οι απόψεις εκφράζονται καθαρά, δεν επιβάλλονται με έμμεσους τρόπους (με τη χρήση του σχετικού συσχετισμού δύναμης και της οργανωτικότητας των επιμέρους συνιστωσών) και γίνονται κτήμα, μέσα από την συζήτηση, του συνόλου των μελών και δημόσια, πάνω σε μια μίνιμουμ κοινή βάση που εκφράζει ισχυρά την κοινή πρόθεση για συγκέντρωση δύναμης και πολιτική ενότητα της Αριστεράς ως δύναμη δράσης και διαδικασία αναζήτησης απαντήσεων στα σύγχρονα ερωτηματικά και στα «σημεία τριβής». Σ’ ένα σχήμα πολιτικής ενότητας όπως είναι η ΛΑΕ και μάλιστα στον απόηχο της δραματικής εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ το μίνιμουμ αναγκαίο μεταβατικό πλαίσιο αφορά:
Α) στην πολιτική έκφραση των συμφερόντων και των αιτημάτων (κατά σαφή προτεραιότητα) του κόσμου της μισθωτής εργασίας, της νεολαίας, των γυναικών, των ανέργων και των κοινωνικά αποκλεισμένων, των μικροϊδιοκτητών και ακτημόνων αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων και μικρών επαγγελματιών. Αναγνωρίζοντας με σαφήνεια και κατά προτεραιότητα, το «εσωτερικό μέτωπο» όπως ακριβώς το ανέδειξε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Β) στην άμεση ανατροπή της λιτότητας και στην αντιστροφή του ταξικού συσχετισμού που προκάλεσαν και προκαλούν τα μνημόνια με αναδιανομή πλούτου και ισχύος σε βάρος του ντόπιου κεφαλαίου, στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής,
Γ) στην διαγραφή του χρέους και την σύγκρουση με την ευρωζώνη έως την έξοδο απ’ αυτή και τα νεοφιλελεύθερα κέντρα ευρύτερα,
Δ) στην ανασυγκρότηση της οικονομίας και της παραγωγής στην βάση της διεύρυνσης της δημοκρατίας (ενός νέου Δημόσιου που θα αναλάβει τη υποχρέωση της κοινωνικής ανασυγκρότησης) με την δημιουργία θεσμών εργατικού - κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής, μεταβατικές πρακτικές και δομές αλληλεγγύης, αυτοδιαχείρισης, συνεργασίας και συνεταιρισμού,
Ε) στον στόχο της «κυβέρνησης της Αριστεράς» ως συμπύκνωση των παραπάνω αξόνων στο πεδίο της διεκδίκησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας,
ΣΤ) στην σαφή διακήρυξη του αντικαπιταλιστικού, σοσιαλιστικού στρατηγικού στόχου ως αποκορύφωμα μιας μεταβατικής πορείας ρήξεων και ανατροπών, προσβλέποντας στον ευρωπαϊκό και διεθνή αντίκτυπο και στην διεθνιστική συνεργασία των κινημάτων και της Αριστεράς,
Ζ) στην αποσαφήνιση σε όλες τις εκφράσεις του μεταβατικού προγράμματος ότι δεν αφορά στενά στην οικονομία αλλά συνολικά σε όλη την κοινωνική ζωή υποστηρίζοντας τις δυνατότητες ανάπτυξης και διεκδίκησης στόχων που αποτελούν περιεχόμενο αυτόνομων κινημάτων με καίρια σημασία για την αντιμετώπιση της οικολογικής καταστροφής, του σεξισμού, του φασισμού και του ρατσισμού, των δημοκρατικών δικαιωμάτων κ.α.
Έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε, ιδιαίτερα μετά το δημοψήφισμα, ότι ο πολιτικός φορέας της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θέτει τον στόχο της ρήξης και της ανατροπής υπέρ του κόσμου της εργασίας και σε βάρος του μεγάλου κεφαλαίου, με μια προσέγγιση μαζική, ενωτική, μετωπική στο κίνημα και στην Αριστερά, ξεκαθαρίζοντας μετά την εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και δίνοντας νόημα στον στόχο «κυβέρνηση της Αριστεράς», θα δημιουργήσει όρους μαζικής στράτευσης και συμπόρευσης .
Επίσης έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι ένας νέος γύρος πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που θα προσεγγίσει τα μαζικά εργατικά και λαϊκά, κοινωνικά ακροατήρια με επιτυχία θα τροφοδοτήσει εξελίξεις και μετασχηματισμούς πανευρωπαϊκά και διεθνώς δίνοντας σάρκα και οστά στη (μόνη) διεθνιστική προοπτική της σοσιαλιστικής στρατηγικής.
- Το παραπάνω «ζωντανό» πλαίσιο συζήτησης και προγραμματικής επεξεργασίας δίνει περιεχόμενο στη συζήτηση για τη δημοκρατία και τη συγκρότηση του πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Εντούτοις, δε λύνει όλα τα προβλήματα που η τρέχουσα πραγματικότητα θέτει.
Η ιστορική ανάγκη απαιτεί κόμμα της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αλλά η προς ώρας δυνατότητα περιορίζεται στην συγκρότηση μετώπου οργανώσεων και ατόμων. Η διαπίστωση της αντίφασης δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με εξωραϊσμό της κατάστασης που θα κρύβει την πραγματική αναγκαιότητα και τον στόχο: μαζικό και πολυτασικό κόμμα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Αλλά ακόμη κι αυτή η συγκρότηση του «μετώπου» έχει προϋποθέσεις και αντιφάσεις τις οποίες οφείλουμε να αναγνωρίσουμε βάζοντας στόχους για τη υπέρβασή τους. Το μέτωπο οργανώσεων απαιτεί κατ’ αρχάς τη συγκρότηση όλων των «συλλογικών παραγόντων», που διεκδικούν το προνόμιο της ενιαίας έκφρασής τους, με σαφή ιδεολογικοπολιτικά προτάγματα τα οποία νοηματοδοτούν την «οργανωτικότητα», ώστε να προκύπτουν σαφώς τα στοιχεία διακριτότητας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις.
Επίσης, παρά την αναφορά στο σχήμα «ένα μέλος – μία ψήφος» οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την αντίφαση μεταξύ των οργανώσεων (οργανωτικών μηχανισμών και δυνατοτήτων) και των «ανένταχτων» μελών του συνολικού πολιτικού φορέα καθώς η πραγματικότητα που διαμορφώνεται αφορά σε μια λειτουργία «μετώπου οργανώσεων» στην «κορυφή» και «πλατιού κόμματος» στην «βάση».
Αυτή η αντίφαση δεν λύνεται υπό την απαίτηση της διάλυσης των οργανώσεων με «διατάγματα» (ούτε όπως επιχείρησε προς τα δεξιά ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα ούτε όμως όπως ενίοτε «απαιτούν» απόψεις με πρόθεση να εκφράσουν τους «ανένταχτους»). Οι συνιστώσες - οργανώσεις αντιπροσωπεύουν ιδεολογικοπολιτικά προτάγματα και ιστορικές διαδρομές και ρεύματα της Αριστεράς. Είναι λάθος η υποτίμηση της συμβολής τους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς σήμερα ποιος συντηρεί την δυνατότητα έκδοσης αριστερών εφημερίδων και όχι μόνο. Χωρίς αυτά τα στοιχεία απομένει προφανώς μόνο ο οργανωτικός μηχανισμός ή και χειρότερα μόνο ο «τίτλος» - δήλωση της μικρότερης ή μεγαλύτερης «παρέας» που αναζητά να αναγνωριστεί ως «συνιστώσα». Απ’ την άλλη δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί η δημοκρατία απ’ την σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς ως άθροισμα ατομικών απόψεων.
Το πεδίο της συγκρότησης του πολυτασικού, πλατιού, πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και η δημοκρατική λειτουργία του βασίζεται αφενός στην δράση και την οικοδόμηση σχέσεων με τον κόσμο της εργασίας, τα κινήματα και γενικότερα με την κοινωνική πλειοψηφία και αφετέρου στην οργανωμένη συζήτηση και διαπάλη απόψεων και συνακόλουθα ευνοεί και αναζητά την συσπείρωση σε διευρυμένες τάσεις με ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Βασίζεται στην ειλικρινή, σαφή και δημόσια υποστήριξη θέσεων και απόψεων που, αν και συχνότερα εκφράζεται από τις συνιστώσες – οργανώσεις, πρέπει να γίνει κτήμα της συλλογικής συζήτησης σε όλον το πολιτικό φορέα. Έτσι, είναι δυνατόν να αναπτυχθεί η αναγκαία κουλτούρα αποτελεσματικής λειτουργίας όπου η ιδεολογικοπολιτική συζήτηση δημιουργεί τους όρους της πολιτικής ενότητας και της ενότητας στην δράση ευνοώντας ταυτόχρονα την εμβάθυνση στα ζητήματα, την πολιτική συνείδηση των μελών και την συγκρότηση ευρύτερων τάσεων από τους επιμέρους οργανωτικούς ιστούς των συνιστωσών οργανώσεων. Αυτή η κατεύθυνση είναι επιλογή διαδικασίας και όχι βέβαια απλή ρύθμιση.
Στην αντίθετη περίπτωση διατρέχουμε τον κίνδυνο μιας παραλυτικής και θνησιγενούς κατάστασης όπου τα κείμενα και οι αποφάσεις αφορούν σε συμβιβασμούς του κατώτερου μέσου όρου μεταξύ των συνιστωσών οργανώσεων, ερήμην συνήθως των «ανένταχτων» μελών (ενδεχομένως και των οργανωμένων σε συνιστώσες). Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι ο κίνδυνος να μην συγκροτείται ενιαίος και κρουστικός πολιτικός και προγραμματικός λόγος και η διαπάλη να μεταφέρεται στην οργανωτική δυνατότητα της κάθε συνιστώσας χωριστά δημιουργώντας παράλληλα φυγόκεντρες δυνάμεις στη βάση.
Αυτή την ώρα στο επίπεδο της συγκρότησης είναι απαραίτητο τα βήματα να στηρίζονται σε οργανωμένη ανοιχτή, δημοκρατική και διαφανή διαδικασία που να επιτρέπει στον καθένα /μια να επιλέξει τα πεδία στα οποία εκτιμά ότι μπορεί να συμβάλει. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να τροφοδοτείται η συζήτηση – ζύμωση στο εσωτερικό με απόψεις και επιχειρηματολογία στα θέματα που ανοίγουν κατά προτεραιότητα από τα μέτωπα πάλης. Αυτή η προσέγγιση εξοπλίζει και ενισχύει την απαραίτητη και δεδομένη επιλογή της άμεσης στήριξης, οργάνωσης, συμμετοχής στις αναδυόμενες κοινωνικές αντιστάσεις στο τρίτο μνημόνιο, από τα πιο κεντρικά μέτωπα όπως είναι το ασφαλιστικό έως τις μικρότερες εστίες αντίστασης και «επί μέρους» κινήματα.