Κάποιες αλλαγές που προωθούνται στην εκπαίδευση με τον νέο νόμο, είναι σε θετική κατεύθυνση, αλλά πολλά αιτήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας παραμένουν ανικανοποίητα από την κυβέρνηση «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ». Το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα χρειάζεται να τα επιβάλει από τα κάτω με τον ίδιο τρόπο που το έκανε το προηγούμενο διάστημα.

«H κυβέρνηση… τώρα εξήγγειλε νομοσχέδιο για την παιδεία. Με στόχο να επαναφέρει το άσυλο της παρανομίας στα πανεπιστήμια… να καταργηθεί η αξιολόγηση και η αριστεία. Δηλαδή να καταργηθούν όλες οι μεταρρυθμίσεις που είχαν περάσει τα τελευταία χρόνια» (Α. Σαμαράς-από συζήτηση στη Βουλή).

Πράγματι, ο νέος νόμος του υπουργείου παιδείας καταργεί μια σειρά αντιδραστικών, αντι-εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκαν στη δημόσια παιδεία από το 2010-2011 αρχής γενομένης με το νόμο Διαμαντοπούλου και ικανοποιεί κάποια κεντρικά αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος των τελευταίων χρόνων. Αυτό είναι μια δικαίωση που έρχεται μέσα από τους αγώνες χιλιάδων εκπαιδευτικών (και όχι μόνο) που επέβαλλαν στην παρούσα κυβέρνηση την υλοποίηση σημείων του προγράμματος του Σύριζα και της υπόλοιπης αριστεράς για την δημόσια εκπαίδευση. Γι΄ αυτό το λόγο  έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από τα δεξιά και μπαίνει στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης και μάλιστα δια στόματος Σαμαρά.

Τα σημεία του εκείνα που αποτελούν σημεία αντιπαράθεσης είναι αυτά που ικανοποιούν αιτήματα των εκπαιδευτικών και νεολαίων και αφορούν:

  • στην επαναλειτουργία στα ΕΠΑΛ των ειδικοτήτων της ΤΕΕ που καταργήθηκαν και κατ΄ επέκταση την επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων εκπαιδευτικών σε αυτά,

  • στην κατάργηση του αυταρχικού πλαισίου για την αξιολόγηση-αυτοαξιολόγηση των εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων,

  • στην κατάργηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρότυπων –ελίτ σχολείων αριστείας,

  • στην κατάργηση της συνέντευξης για την επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης και την ψηφοφορία από το σύλλογο διδασκόντων,

  • την κατάργηση της τράπεζας θεμάτων-λαιμητόμο για τους μαθητές του Λυκείου,

  • τον έλεγχο σε ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια για προγράμματα και συμβάσεις εκπαιδευτικών,

  • την κατάργηση της Πράξης νομοθετικού περιεχομένου  για τις καταλήψεις.

Προφανώς τα παραπάνω είναι μια τομή σε σχέση με το προηγούμενο αντιδραστικό πλαίσιο που ήθελαν να επιβάλουν οι μνημονιακές κυβερνήσεις  στην παιδεία. Όμως  ο νόμος, καταρχήν, δεν αναφέρει κουβέντα για δύο βασικά ζητήματα που αφορούν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση: για τις προσλήψεις μονίμων εκπαιδευτικών που θα καλύψουν τα χιλιάδες κενά στα σχολεία καθώς και για τα οικονομικά θέματα (ξεπάγωμα μισθολογίου, αυξήσεις μισθών, αναπλήρωση απωλειών, 13ος -14ος μισθός, επαναφορά ωραρίου, αριθμός μαθητών ανά τμήμα). Σε σχετική συνάντηση της ΟΛΜΕ με την ηγεσία του υπουργείου παιδείας, η απάντηση στα παραπάνω αιτήματα που έχουν οικονομικό κόστος είναι προς το παρόν αρνητική.

Παρά τη σωστή κατεύθυνση στην οποία κινούνται κάποια άρθρα του, ο νόμος, επιπλέον, αφήνει σημεία θολά. Μέσα στο χώρο της αριστεράς στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δύο ζητήματα έχουν ανοίξει ως πιο κεντρικά και αφορούν στην αξιολόγηση, που οι μνημονιακές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν ως όχημα για απολύσεις και δημιουργία σχολικών μονάδων δύο ταχυτήτων και στην επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης.

Ενώ καταργείται η αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας καθώς και το προεδρικό διάταγμα 152 που αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, παραμένει στο νόμο ο όρος Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, που αποτελεί ένα γενικό πλαίσιο αξιολόγησης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η εισηγητική έκθεση του πολυνομοσχεδίου, όπου αναφέρεται ότι «η κατάργηση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου αξιολόγησης υλοποιεί την προγραμματική δέσμευση του υπουργείου για ένα σύστημα αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου που δεν θα είναι εργαλείο διάκρισης των σχολικών μονάδων ή τιμωρητικό εργαλείο…» προϊδεάζει για ένα «δημοκρατικότερο» τρόπο αξιολόγησης στο μέλλον;

Όσον αφορά στην επιλογή στελεχών η εκλογή σε ένα ποσοστό του διευθυντή σχολικής μονάδας από το σύλλογο διδασκόντων και η κατάργηση της συνέντευξης είναι μεν ένα από τα πιο θετικά σημεία του νομοσχεδίου, γιατί οδηγεί σε δημοκρατικότερη λειτουργία του σχολείου και ικανοποιεί ένα πάγιο αίτημα ότι την παιδαγωγική ευθύνη του σχολείου πρέπει να την έχει ένα συλλογικό όργανο στο οποίο ο διευθυντής είναι ένας μεταξύ ίσων. Όμως η γνώμη του συλλόγου προσμετράται σε ένα ποσοστό και συνδυάζεται με την παιδαγωγική και θεωρητική κατάρτιση του υποψηφίου (βλέπε σεμινάρια, επιμορφώσεις, μεταπτυχιακοί, διδακτορικοί τίτλοι και άλλα τέτοια, που τα τελευταία χρόνια έγιναν απαραίτητα «αξεσουάρ» για όποιον-α εκπαιδευτικό ήθελε είτε να μη χάσει τη δουλειά του είτε να αναδειχτεί σε στέλεχος). Η πολιτική των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων στην εκπαίδευση είχε ως πρότυπα διευθυντές εκπαίδευσης και σχολικής μονάδας-αξιολογητές-μάνατζερ που είχαν την ευθύνη της διοίκησης και όχι της παιδαγωγικής και συλλογικής ευθύνης του σχολείου. Αν θέλουμε αυτό να αλλάξει χρειάζεται να αλλάξει και όλη η λογική για τα στελέχη της εκπαίδευσης. Ξεκινώντας από την  κατάργηση του «καθηκοντολόγιου» του διευθυντή και τη σημαντική ενίσχυση του ρόλου του συλλόγου διδασκόντων.

Συμπερασματικά, ενώ κάποιες αλλαγές που προωθούνται στην εκπαίδευση με τον νέο νόμο, είναι σε θετική κατεύθυνση, πολλά αιτήματα της εκπαιδευτικής κοινότητας παραμένουν ανικανοποίητα από την κυβέρνηση «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ». Το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα χρειάζεται να τα επιβάλει από τα κάτω με τον ίδιο τρόπο που το έκανε το προηγούμενο διάστημα. Με μαζικούς και ανυποχώρητους αγώνες. 

*εκπαιδευτικός

Ετικέτες