Αν και οι ευρωεκλογές στην Ελλάδα παίρνουν το χαρακτήρα μιας κατεξοχήν εσωτερικής μάχης, «δημοψηφίσματος» ή «πρόβας» εθνικών εκλογών, παραμένουν μια πανευρωπαϊκή μάχη. Όχι με την έννοια κάποιων νέων συσχετισμών στο ευρωκοινοβούλιο, που τάχα θα επιτρέψουν μια κάποια αλλαγή πορείας της ΕΕ, αλλά με την έννοια πως εμπλέκεται σε έναν αγώνα η ευρωπαϊκή Αριστερά: καταγράφει δυνάμεις, επιχειρεί να στείλει μήνυμα, βρίσκει την ευκαιρία να συζητήσει στο εσωτερικό της, αλλά και με τις λαϊκές τάξεις, τη δική της προοπτική για την Ευρώπη.

Οι δυνάμεις μας καλούνται να αναμετρηθούν: Με την υπαρκτή ΕΕ, που εμφανίζεται ξεκάθαρα πια ως πολεμικό εργαλείο στα χέρια των αρχουσών τάξεων ενάντια στους εργαζομένους της ηπείρου. Με την ΕΕ του πολέμου και του ρατσισμού. Με τις δυνάμεις της ακροδεξιάς και του φασισμού, που βρίσκονται σε ανησυχητική άνοδο σε μια σειρά χώρες (Γαλλία, Βρετανία, Ελλάδα, Ουγγαρία), που επιχειρούν να εκφράσουν τον -δίκαιο- ευρωσκεπτικισμό και να τον εκτρέψουν σε εθνικιστικές, αντιδραστικές κατευθύνσεις, που επιχειρούν να συντονιστούν σε ευρωπαϊκό πεδίο, παρά τις αντιφάσεις τους (συντονισμός με πρωτοβουλία Λεπέν, που αποκλείει τη ΧΑ ως «πολύ ανοιχτά ναζιστική», το Γιόμπικ ως «πολύ φιλο-ρωσο-ασιατικό», που δεν τα βρήκε με το UKIP, γιατί το ίδιο είναι πολύ βρετανικο-σωβινιστικό κλπ.).

Φέτος, όπως είναι λογικό, οι ευρωεκλογές συνδέονται με τα τεράστια καθήκοντα ανασυγκρότησης και ξεκαθαρίσματος της διεθνούς Αριστεράς απέναντι στο τέρας της κρίσης και τα καθήκοντα και τις προκλήσεις που αυτή βάζει μπροστά μας. Το τοπίο είναι αποκαλυπτικό και για τα προβλήματα και για τις δυνατότητες, αλλά και για τις ιδιαίτερες ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ. 

Στη Γαλλία, το Μέτωπο της Αριστεράς βγήκε πληγωμένο από τις αυτοδιοικητικές εκλογές, και συγκεκριμένα από την κρίση που πυροδότησε η επιλογή του ΚΚΓ να κατέβει με τους Σοσιαλιστές στους μισούς μεγάλους δήμους της χώρας. Χρειάστηκαν μήνες εσωτερικών συζητήσεων, διαπραγματεύσεων και αντιπαραθέσεων για να γίνει εφικτό το κοινό κατέβασμα στις ευρωεκλογές. Πέρα από τις «σκιές» των αυτοδιοικητικών, η ίδια η ΕΕ αποτέλεσε αντικείμενο διαφορών, όπως είχε φανεί από το Δεκέμβρη του 2013 (συνέδριο ΚΕΑ, Μαδρίτη), αλλά και στα επίσημα κείμενα του Αριστερού Κόμματος του Μελανσόν, που ανεβάζουν σημαντικά την πολεμική στην ΕΕ. Το θετικό είναι πως το Μέτωπο βαδίζει τελικά προς τις ευρωεκλογές με ένα πρόγραμμα σαφώς πιο αιχμηρό από τις θέσεις του ΚΕΑ και τις παραδοσιακές «ευρωπαϊστικές» θέσεις του ΚΚΓ.

Ωστόσο, είναι γνωστό πως τα ζητήματα προσανατολισμού δεν έχουν κλείσει, και ο δημόσιος διάλογος που έχει ανοίξει στις στήλες της «Ουμανιτέ» για το μέλλον του Μετώπου της Αριστεράς δείχνει ότι μετά τη μάχη των ευρωεκλογών, θα τεθούν ξανά στο τραπέζι τα ζητήματα της στρατηγικής του. 
Αυτή η εσωτερική κατάσταση είναι και από τους βασικούς λόγους που δεν προχώρησε η πρωτοβουλία κοινού κατεβάσματος που πρότεινε (αφού «κατέληξε» ο εσωτερικός διάλογος στο Μέτωπο) το NPA. Η πρόταση του NPA (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα) και η σχετική επιχειρηματολογία (υπαρκτές οι διαφορές μας για την Ευρώπη ή τον γαλλικό ιμπεριαλισμό, αλλά δεν αναιρούν τη συμφωνία μας σε πολλά ζητήματα) αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς δείχνει πως ένα κοινό κατέβασμα ήταν εφικτό. Κυρίως, ανοίγει μια συζήτηση που -όπως τονίζουν και οι σύντροφοι του NPA- δεν εξαντλείται στις ευρωεκλογές, αλλά θα συνεχιστεί. Η κοινή διαδήλωση της 12ης Απρίλη, τα κοινά κατεβάσματα της «Αριστεράς της Αριστεράς» σε αρκετούς δήμους, η δημόσια δέσμευση για «συνέχεια», δημιουργούν ένα ενδιαφέρον μετεκλογικό τοπίο. Προσθέτουν τις χρήσιμες δυνάμεις του NPA στη ζωηρή στρατηγική συζήτηση που έχει έτσι κι αλλιώς ανοίξει στο Μέτωπο. 

Φυσικά, οι δυνατότητες ή οι προοπτικές συμπόρευσης των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με μαζικότερες δυνάμεις της παραδοσιακής, μεταρρυθμιστικής Αριστεράς δεν είναι «μαγική συνταγή», που αρκεί να την ανακαλύψει κανείς και να την εφαρμόσει για να λύσει όλα τα προβλήματα ανασυγκρότησης της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Οι πολιτικές επιλογές των υπαρκτών κομμάτων και οργανώσεων, η ταξική πάλη και η αντανάκλασή της σε αυτά κρίνουν τη διαδρομή της Αριστεράς σε κάθε χώρα. 

Αν το ένα παράδειγμα είναι οι περιπέτειες του ίδιου του Μετώπου, πολύ πιο εμφατική είναι η περίπτωση της Ισπανίας, όπου η εκλογική υποχώρηση των Σοσιαλιστών (PSOE) έχει ωθήσει τα δημοσκοπικά ποσοστά της Ενωμένης Αριστεράς, αλλά αυτό δεν έχει λύσει τα προβλήματα. Αν και μετά την αλλαγή της μετριοπαθούς ηγεσίας του Γιαμαθάρεθ διακηρύχθηκε μια αριστερή στροφή, αυτή παραμένει μετέωρη. Η συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές στην Ανδαλουσία ή η στήριξη του Λαϊκού Κόμματος στην Εξτρεμαδούρα είναι «αγκάθια», ενώ μια εκλογική άνοδος μπορεί να ανοίξει το ενδεχόμενο μιας συγκυβέρνησης με το PSOE «με καλύτερους όρους». Τα πολιτικά ζητήματα (η Ενωμένη Αριστερά τοποθετείται στην πιο μετριοπαθή πτέρυγα του ΚΕΑ), αλλά και η πρακτική του κόμματος, έχουν αφήσει ακάλυπτο τον κοινωνικό χώρο που αυθαίρετα θα βαφτίζαμε «πρωτοπόρο τμήμα των Indignados» και οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου σχηματισμού στα αριστερά της ΕΑ, το PODEMOS, στο οποίο συμμετέχουν ριζοσπάστες διανοούμενοι, δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά και πάρα πολλοί αγωνιστές βάσης και ακτιβιστές των κινημάτων. 

Το PODEMOS επιχειρεί να εκφράσει τα κοινωνικά κινήματα, τόσο στον πολιτικό του λόγο, όσο και στην αναζήτηση μιας «από τα κάτω» λειτουργίας, και η ίδρυσή του (μέσα από συνελεύσεις και συλλογές υπογραφών) συνάντησε ενθουσιώδη ανταπόκριση από μια μαχητική μειοψηφία. Αν και αντιμετωπίζει φιλικά την Ενωμένη Αριστερά και επιδιώκει συνεργασίες και διάλογο, είναι σαφές ότι χρειάζεται να γίνουν πολλά βήματα για να προχωρήσει κάτι τέτοιο. 

Την κατάσταση περιπλέκει και το εθνικό ζήτημα στην Ισπανία (με τα κατεβάσματα των αριστερών εθνικιστικών κομμάτων στη Χώρα των Βάσκων, τη Γαλικία ή την Καταλονία), καθώς ούτε η καταρχήν αναγνώριση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση (ως βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει μια συζήτηση) είναι αυτονόητη στην «πανισπανική» Αριστερά, ούτε τα κόμματα της «εθνικής Αριστεράς» έχουν ξεκαθαρίσει τις ιεραρχήσεις τους. 

Πέρα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αυτό που συνεχίζει να διατρέχει τις συζητήσεις και τις διαμάχες στην Αριστερά σε όλη την ήπειρο παραμένει το άλυτο ζήτημα της Κεντροαριστεράς, καθώς σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην υπόλοιπη Ευρώπη η σοσιαλδημοκρατία παραμένει ζωντανή και ισχυρή και ο όπως-όπως κυβερνητισμός παραμένει αγκάθι. Στις σημερινές συνθήκες, προστίθεται με δριμύτητα και το ζήτημα της στρατηγικής απέναντι στην ΕΕ, για προφανείς λόγους, καθώς οι Συνθήκες, η τρόικα, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, το χρέος ως μηχανισμός επιβολής μιας αντεργατικής αντεπανάστασης, η αυταρχικοποίηση της λειτουργίας της ΕΕ, κάνουν το «ευρωπαϊκό ζήτημα» κεντρική υπόθεση στην τακτική της Αριστεράς και όχι θέμα αφηρημένης ιδεολογικής συζήτησης για μια φαντασιακή «Ευρώπη». 

Η επιβίωση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και του θεσμικού ευρωπαϊσμού στο ΚΕΑ κάνει τα δύο ζητήματα (Κεντροαριστερά και στάση απέναντι στην ΕΕ) αλληλένδετα. Αυτή η πραγματικότητα συμπυκνώθηκε σε άλλα «μετωπικά σχήματα» της ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπως το γερμανικό Die Linke, όπου η σχετική συντηρητική μετατόπιση στα ζητήματα της ΕΕ στο πρόσφατο συνέδριο συνδέεται άμεσα με την επιδίωξη τμήματος της ηγεσίας του να γίνει η Αριστερά «σοβαρός συνομιλητής» του SPD

Όλες οι πτέρυγες της ευρωπαϊκής Αριστεράς έχουν σε ένα βαθμό το βλέμμα τους στραμμένο προς το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πώς εκλαμβάνει ο καθένας το «μήνυμα από την Ελλάδα», το πού επιλέγει να δώσει έμφαση δεν είναι σαφές. Αυτό συμπυκνώνεται με τον πιο καθαρό τρόπο στις αντιφάσεις της ιταλικής Λίστας «Για μια Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα». Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του Τζόρτζιο Κρεμάσκι ότι υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η ιταλική Λίστα «δεν είναι πραγματοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ».

Αυτό που για αγωνιστές των κινημάτων ή μερίδες της Αριστεράς θεωρείται προωθητικό βήμα σε μια πορεία ανασυγκρότησης της ιταλικής Αριστεράς, για μερίδα των διανοούμενων της πρωτοβουλίας, αλλά και για το κόμμα Αριστερά Οικολογία και Ελευθερία (SEL), είναι μια προσπάθεια που εγγράφεται στις ντελορικές, σοσιαλδημοκρατικές ιδέες της «πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ». Ο ηγέτης της SEL, Νίκι Βέντολα, μιλά ανοιχτά για την έκφραση του «χώρου» ανάμεσα στον Σουλτς και τον Τσίπρα (παρά την επίσημη, ρητή τοποθέτηση της Λίστας στην ευρωομάδα της Αριστεράς!) -τον οποίο υποθέτουμε θέλει να «γεφυρώσει».

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να γίνει «ιστορία επιτυχίας» παίρνοντας καταρχήν ξεκάθαρη θέση σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα που ταλάνιζαν την ευρωπαϊκή Αριστερά: ξεκόβοντας από την Κεντροαριστερά και τοποθετούμενος στα αριστερά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εκφράζοντας τη σύμπλευση δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με δυνάμεις που αναφέρονται στο ΚΕΑ. Η επιβεβαίωση, αλλά και η εμβάθυνση και η ριζοσπαστικοποίηση αυτών των χαρακτηριστικών του, αποκτά, στις σημερινές συνθήκες διεθνούς «κινητικότητας» στην Αριστερά με ένα μάτι στην Ελλάδα, ιδιαίτερη βαρύτητα. 

Αυτή η συζήτηση δεν έχει λήξει. Και θα επανέρχεται συχνά και μέσω ντόπιων διαδρομών, αλλά όλο και περισσότερο και μέσω διεθνών. Από την πολιτική συμμαχιών -πολιτικών και κοινωνικών, σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- μέχρι την τοποθέτηση απέναντι στην ΕΕ ή τους καπιταλιστικούς «μονοδρόμους», όλα θα μπουν στο τραπέζι. Καλώς ή κακώς, η πορεία και οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, οι διεργασίες στις γραμμές του, μπορεί να παίξουν ρόλο σε αντίστοιχες διεργασίες ευρωπαϊκά.

Το αν και πώς θα σταθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις στο εσωτερικό του στο ύψος των περιστάσεων μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικό.