Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφεται από την κυβέρνηση Πλαστήρα και την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ η συµφωνία της Βάρκιζας. Το πόσο καταστροφική ήταν για τον κόσµο του κινήµατος και της Αριστεράς δεν χρειάζεται να το αποδείξουµε σε αυτό το άρθρο.
Στην αρθρογραφία όλης της Αριστεράς συνοδεύεται πάντα από τις φράσεις «απαράδεκτη συνθηκολόγηση», «ταφόπλακα του κινήµατος», «προδοσία και ξεπούληµα του αγώνα» ενώ ακόµα και ο αστικός Τύπος δυσκολεύεται να την υπερασπιστεί χωρίς ναι µεν, αλλά.
Ακόµα κι αν θέλαµε να δεχτούµε µια αφήγηση που καθιστά υποχρεωτική την υπογραφή της συµφωνίας µετά την τραγική κατάληξη των Δεκεµβριανών, η πραγµατικότητα δεν µας αφήνει. Η Αθήνα είχε χαθεί αλλά η υπόλοιπη χώρα ήταν ακόµα στα χέρια του ΕΛΑΣ και όχι µόνο µε στρατιωτικούς όρους. Και στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ διατηρούσαν αµείωτο το κύρος και τη δύναµη τους στις τάξεις των εργατών και των φτωχών λαϊκών στρωµάτων.
Το µόνο που καθιστούσε «υποχρεωτική» τη Βάρκιζα ήταν η απολύτως λανθασµένη πολιτική γραµµή της «οµαλής δηµοκρατικής εξέλιξης» που είχε υιοθετήσει η ηγεσία του ΚΚΕ. Σε προηγούµενα φύλλα της Ε.Α. (φ.507, φ.509) εξετάσαµε πώς αυτή η γραµµή οδήγησε σε µια σειρά από «λάθη» όπως ο Λίβανος, η Καζέρτα, η αποκήρυξη του κινήµατος του στρατού στη Μέση Ανατολή, η εφαρµογή αντιδραστικών νόµων από τους εαµικούς υπουργούς και η ολέθρια διαχείριση της εξέγερσης του Δεκέµβρη. Είναι αυταπόδεικτο πως δεν επρόκειτο φυσικά για λάθη, αλλά για συνειδητές πολιτικές αποφάσεις, συνεπείς µε τη στρατηγική του σταλινικού ρεφορµισµού (βλ. περιοδικό «Κόκκινο», τ. 12) που όχι απλώς πριµοδοτούσε µια κοινοβουλευτική λύση αλλά θυσίαζε συστηµατικά την επαναστατική προοπτική για να σώσει την (ετοιµοθάνατη) αστική δηµοκρατία.
Η διάθεση του κόσµου
Η συµφωνία της Βάρκιζας ήταν απαράδεκτη ακόµα και ως προς αυτό το στόχο, της κοινοβουλευτικής ενσωµάτωσης του ΚΚΕ. Σε λιγότερο από 48 ώρες από την υπογραφή της, οι επιθέσεις κρατικών και παρακρατικών οργανώσεων σε γραφεία του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και αριστερών εφηµερίδων έκαναν κενό γράµµα τη διασφάλιση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών. Η αµνήστευση που αφορούσε µόνο τα αµιγώς πολιτικά αδικήµατα άφησε εκτεθειµένους σε ποινικές διώξεις χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες. Η εκκαθάριση του κρατικού µηχανισµού αφορούσε µόνο τους αντιστασιακούς ενώ πάσης φύσεως συνεργάτες των κατακτητών και δωσίλογοι όχι µόνο δεν τιµωρήθηκαν αλλά σε πολλές περιπτώσεις επιβραβεύτηκαν για την εθνικοφροσύνη τους. Το όργιο της καταστολής και της λευκής τροµοκρατίας που ακολούθησε είναι γνωστό και συχνά όχι µόνο θύµιζε αλλά και ξεπερνούσε τη ναζιστική κατοχή σε αγριότητα.
Η ηγεσία του ΚΚΕ έδωσε τότε µια σκληρή µάχη. Όχι µόνο απέναντι στην επίθεση του κράτους αλλά και στο εσωτερικό του κόµµατος για να καταπνίξει ακόµα και τις πιο δειλές φωνές κριτικής και διαφοροποίησης από την γραµµή. Εδώ έγκειται ένα ακόµα τραγικό στοιχείο της περιόδου. Υπήρξαν φωνές που διαφωνούσαν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό µε την πολιτική άποψη του ΚΚΕ, όχι µόνο λόγω ιδεολογικής συγκρότησης αλλά κυρίως λόγω ταξικού ενστίκτου ή µεγαλύτερης τριβής µε τους αγωνιζόµενους εργάτες και εργάτριες. Το παράδειγµα του Βελουχιώτη που αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα και έκανε έκκληση και σε καπετάνιους του ΕΛΑΣ και στην Κεντρική Επιτροπή για να συνεχιστεί ο αγώνας είναι χαρακτηριστικό. Δεν ήταν ο µόνος. Μαρτυρίες της περιόδου φανερώνουν πως µέλη και κοµµατικές οργανώσεις συνέχισαν ακόµα και σε συνθήκες ηµιπαρανοµίας να προετοιµάζονται για τον επόµενο γύρο.
Δεν µιλάµε µόνο για συνωµοτικού τύπου προετοιµασίες αλλά και για τις πιο γνήσιες µορφές της εργατικής πάλης, απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις. Παρά το πάγωµα και την απογοήτευση που έφερε η ήττα του Δεκέµβρη, παρά την διαλυτική σύγχυση που επήλθε από την στάση του ΚΚΕ, παρά τις τροµακτικές διώξεις, οι εργάτες/τριες συνέχισαν να οργανώνουν τη συλλογική τους αντίσταση. Από την άνοιξη του 1945 και έπειτα, οργανώνονταν συνεχώς κλαδικές και επαγγελµατικές απεργιακές κινητοποιήσεις που συχνά βάζανε όχι µόνο συνδικαλιστικά αιτήµατα (αύξηση µισθών) αλλά και πολιτικά. Την Πρωτοµαγιά του 1945 ο Ριζοσπάστης υπολογίζει πως διαδήλωσαν 200.000 άτοµα µόνο στην Αθήνα. Στις εκλογές των Εργατικών Κέντρων σε Αθήνα και Πειραιά ο ΕΡΓΑΣ (η παράταξη που διαδέχτηκε το Εργατικό ΕΑΜ) συγκέντρωσε ευρύτερες πλειοψηφίες της τάξης του 80% ενώ αντίστοιχη ήταν η εικόνα στα περισσότερα αν όχι σε όλα τα αστικά κέντρα (Δοκίµιο Ιστορίας ΚΚΕ, τ. Β1, σελ. 466). Ήταν µια εικόνα που συνεχίστηκε τουλάχιστον µέχρι το φθινόπωρο του 1946 και τρόµαζε την Ασφάλεια ίσως περισσότερο από τα όπλα που είχε κρύψει το ΚΚΕ.
Οι εκλογές και ο εµφύλιος
Το έδαφος ήταν γόνιµο για πιο αποφασιστικές πρωτοβουλίες που δυστυχώς δεν πάρθηκαν. Αντίθετα, η Κεντρική Επιτροπή έχοντας βγάλει εκτός συζήτησης το στόχο της επαναστατικής εξουσίας, δεν µπόρεσε να αξιοποιήσει τις µαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις και την αγωνιστική διάθεση του κόσµου ούτε καν για να εξασφαλίσει ένα θετικό εκλογικό αποτέλεσµα. Στο δρόµο προς τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 περιόριζε τις κινητοποιήσεις µε µια νοµιµόφρονα γραµµή εθνικής ενότητας για να µην τροµάξουν οι κεντρώοι εν δυνάµει σύµµαχοι, τους οποίους καλούσε σε µια -τελείως φανταστική- δηµοκρατική συµπαράταξη απέναντι στους φιλοµοναρχικούς. Ταυτόχρονα, υποτίµησε τη δυναµική που θα είχε ένα κοινό κατέβασµα µε τις δυνάµεις που απάρτιζαν το ΕΑΜ και δεν έγινε καµία σοβαρή προσπάθεια προς αυτό το στόχο. Τελικά, κάλεσε σε αποχή από τις εκλογές, καταγγέλλοντας γενικώς την καταστολή και τη νοθεία (που πράγµατι συνέβαινε), µε ελάχιστη συζήτηση και εξήγηση ακόµα και µέσα στις κοµµατικές οργανώσεις, γεγονός που βάθυνε τη σύγχυση και οδήγησε σε ακόµα µεγαλύτερη αποστράτευση.
Η νέα εκλεγµένη πλέον κυβέρνηση δεν έχασε χρόνο. Τους επόµενους µήνες οξύνθηκαν οι διώξεις, οι βασανισµοί, οι δολοφονίες. Η όποια απόπειρα εκ µέρους της ηγεσίας του ΚΚ να οργανώσει κάποια µορφή αυτοάµυνας κινήθηκε περισσότερο σε συνωµοτικές λογικές που δεν είχαν καµία σχέση µε την αυθόρµητη και µαζική κοινωνική αντίσταση που έθεσε τις προϋποθέσεις νίκης που είχε ο ΕΛΑΣ και συνολικά το ΕΑΜ λίγα χρόνια νωρίτερα. Κι αφού είχε κόψει όλους τους δεσµούς µε τις πιο ριζοσπαστικές δυνάµεις της κοινωνίας, οδηγήθηκε σε έναν εµφύλιο που πλέον δεν αφορούσε κανέναν εκτός από την κοµµατική γραφειοκρατία. Χιλιάδες αγωνιστές του ΔΣΕ ρίχτηκαν στον εµφύλιο που όµως δεν ήταν πια υπόθεση του λαού και της εργατικής τάξης και πλήρωσαν µε τις ζωές τους την σταλινική αυταπάτη πως οι επαναστάσεις µπορούν να «αναβοσβήνουν µε διακόπτη», ανάλογα µε τις αποφάσεις κοµµατικών γραφείων.
Ογδόντα χρόνια µετά δεν ανοίγουµε αυτήν τη συζήτηση για να κουνήσουµε το δάχτυλο στο ΚΚΕ και πολύ παραπάνω στον κόσµο που εµπνεύστηκε από αυτό από τότε µέχρι και σήµερα. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο που το ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να µελετάει αυτήν την περίοδο της ιστορίας µε (αυτό)κριτική µατιά και καταλήγει σε παρόµοια συµπεράσµατα. Η παραδοχή πως η στρατηγική της οµαλής δηµοκρατικής εξέλιξης ήταν τελείως καταστροφική για το επαναστατικό κίνηµα είναι ένα σηµαντικό πρώτο βήµα προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα πρέπει όµως το µαχαίρι να µπει πιο βαθιά στο κόκκαλο, πρέπει να ανοίξει µε µαζικούς και συντροφικούς όρους η συζήτηση σε όλο το φάσµα της Αριστεράς για τη στρατηγική και την τακτική που µπορεί να καθοδηγήσει αποτελεσµατικά τα κινήµατα. Όχι µόνο για να δικαιώσουµε τις θυσίες των παλιότερων γενιών αγωνιστών αλλά και για βάλουµε τις βάσεις για τις νικηφόρες επαναστάσεις του µέλλοντος.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά